Η ανανεωτική Αριστερά από την μεταπολίτευση έχει πυξίδα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής που δείχνει τον δρόμο στην αντιμετώπιση και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είναι η ειρηνική επίλυση των διαφορών, η αντιμετώπιση της χρόνιας ασθένειας του με πατριωτικό μανδύα εθνικισμού, η επιδίωξη καλής γειτονίας, η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Με βάση αυτήν αντιμετώπισε κάθε επεισόδιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από την εποχή του «Βυθίσατε το Χόρα». Με βάση αυτήν οφείλει να αντιμετωπίσει και το επεισόδιο Σαμαρά.
Η Νέα Αριστερά με την συνεδριακή της απόφαση στήριξε τη συνέχιση του διαλόγου με την Τουρκία και επιδοκίμασε την αποκλιμάκωση που συντελείται εσχάτως στις σχέσεις των δυο χώρων. Ταυτοχρόνως, επισημαίνει στην κυβέρνηση ότι πρέπει να προχωρήσει αποφασιστικά στη συζήτηση για την επίλυση της ουσίας των διαφορών με ορίζοντα και την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό πρέπει να γίνει επειδή η σημερινή κατάσταση παραμένει ασταθής και η αποκλιμάκωση - όπως μας διδάσκει η ιστορία- είναι εύκολα αντιστρέψιμη αν δεν αντιμετωπίσουμε τον πυρήνα των προβλημάτων.
Αν αυτή είναι η πυξίδα και το πλαίσιο μέσα στο οποίο πιέζουμε την κυβέρνηση να κινηθεί, είναι σαφές ποιοι αντιστρατεύονται καθ’ ολοκληρία αυτό το πλαίσιο και ποιοι αμφιταλαντεύονται, μετρούν το πολιτικό κόστος, ικανοποιούνται με την υπάρχουσα νηνεμία και ελπίζουν ότι αυτή θα διατηρηθεί από μόνη της ή απλώς πειθαρχούν στην εκάστοτε κυβερνητική και κομματική γραμμή. Τα κόμματα και οι ομάδες στα δεξιά της ΝΔ και προφανέστατα ο Αντώνης Σαμαράς κινούνται στην πρώτη, την αδιάλλακτη, εθνικιστική γραμμή. Είναι θέμα χρόνου και ανάδειξης ικανού προσώπου για να επέλθει ο συντονισμός τους. Και αυτό επειδή η ταύτισή τους δεν περιορίζεται στα λεγόμενα εθνικά θέματα αλλά επεκτείνεται και σε όλα τα ζητήματα που θέτει η ατζέντα της επελαύνουσας σε όλο τον πλανήτη alt right. Προβεβλημένοι θιασώτες αυτής της γραμμής υπάρχουν και μέσα στην ΝΔ σε κρίσιμα μάλιστα κυβερνητικά πόστα. Ο εθνικισμός, ο καλυμμένος ή απροκάλυπτος ρατσισμός, η αντίθεση στον φιλελευθερισμό, η αντιμεταναστευτική ψύχωση, η περιστολή των δικαιωμάτων είναι η συνεκτική ύλη για μια μελλοντική πιθανή σύγκλιση Δεξιάς Ακροδεξιάς. Όμως ενώ αυτό αποτελεί μελλοντική πιθανότητα, η εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι του παρόντος και η έκβασή της υπερβαίνει τον ορίζοντα της εσωκομματικής σύγκρουσης στην ΝΔ. Αφορά όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Στο εσωτερικό της ΝΔ συνυπάρχουν σιωπηλοί θιασώτες της πολιτικής Σαμαρά μέχρι υποστηρικτές της γραμμής προσέγγισης και διαλόγου που ακολουθεί ο πρωθυπουργός. Μιας γραμμής όμως εκ των προτέρων υπονομευμένης από την καιροσκοπική πολιτική που ακολούθησε ο κ. Μητσοτάκης απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών, ενοχοποιώντας την έννοια του προωθητικού συμβιβασμού. Θερίζει τώρα ότι κοντόθωρα έσπειρε και δεν είναι περίεργο ότι ένα μεγάλο μέρος του κόμματός του –είτε ακολουθεί σώματι είτε όχι τον κ. Σαμαρά– αδυνατεί να παρακολουθήσει την καινούργια –με οσμή Πρεσπών– προσέγγιση. Περιμένουν να επικρατήσει η ακινησία, να μην μπουν σε διλήμματα και σε σύγκρουση με το εθνικιστικά διαμορφωμένο εκλογικό τους σώμα.
Δυστυχώς ούτε από την αντιπολίτευση φαίνεται φως. Η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε κώμα για τους γνωστούς λόγους. Όποια και αν είναι η εξέλιξη στην ηγεσία, η παρουσία με ενισχυμένο σε κάθε περίπτωση ρόλο του Παύλου Πολάκη, εγγυάται την παραλυτική παρουσία εθνικιστικών απόψεων, με αντιιμπεριαλιστικό περιτύλιγμα. Περίπου όπως στο ΚΚΕ. Το ΠΑΣΟΚ έχει ξαναβρεί την «πατριωτική» γραμμή του Ανδρέα Παπανδρέου, την τόσο βολική για άσκηση αντιπολίτευσης ακόμα και - ιδίως θα έλεγα - στο μόνο σημείο που αντενδείκνυται. Σε βαθμό που εύλογα διερωτάται κάποιος αν η περίοδος Σημίτη με τις πρωτοβουλίες στα ελληνοτουρκικά (προτάσεις Ροζάκη το 2003 για αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλού 12 μίλια, αλλού 6 κλπ) και το Κυπριακό έχει διαγραφεί από την μνήμη αυτού του κόμματος που ξαναγύρισε στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Συνολικά τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης αντί να πιέζουν την κυβέρνηση να προχωρήσει σε διάλογο, λύσεις ή Χάγη την κατηγορούν για ενδοτισμό. Μερικοί φαίνεται να βλέπουν στον Σαμάρα μια ευπρόσδεκτη φθορά του Μητσοτάκη αδιαφορώντας αν αυτό γίνεται σε βάρος της χώρας και μεσοπρόθεσμα υπέρ της Ακροδεξιάς.
Από τα παραπάνω αβίαστα προκύπτει τι πρέπει να πράξει η Νέα Αριστερά. Να καλέσει τον Μητσοτάκη να προχωρήσει χωρίς τον φόβο του πολιτικού κόστους, έτσι όπως έκανε ο Τσίπρας με τις Πρέσπες. Να καλέσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης να μην ενεργούν καιροσκοπικά και τυχοδιωκτικά, όπως έκανε ο Μητσοτάκης απέναντι στον Τσίπρα πάλι με τις Πρέσπες. Να μην του κάνουν δηλαδή αντιπολίτευση από τα δεξιά. Το βασικότερο: απαλλαγμένη η ίδια από τον φόβο του πολιτικού κόστους, να μην διστάσει να πάει κόντρα στο νοσηρό εθνικιστικό ρεύμα, έτσι ώστε να διαμορφωθεί σύντομα ένα νέο προοδευτικό ρεύμα στον αντίποδα του υπάρχοντος. Να μην λειάνει τον λόγο της στον φόβο μιας πρόσκαιρης σύμπτωσης με την κυβερνητική πολιτική στο συγκεκριμένο σημείο. Πόσο μάλλον όταν όλα δείχνουν ότι η βούληση και οι αντοχές της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν την οδηγούν σε ριζική επίλυση των διαφορών με την γείτονα αλλά σε επιδίωξη διατήρησης ενός καλού - πλην εύθραυστου - κλίματος. Πέραν αυτής της αδιαμφισβήτητης ορθότητας της προσέγγισης, υποστηρίζω ότι θα είναι επωφελής για την ίδια την Νέα Αριστερά. Μπορεί το εθνικιστικό, υπερπατριωτικό ρεύμα να υπερισχύει προσώρας όμως ένα καθόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας δυσφορεί, ψάχνεται και είναι έτοιμο να στηρίξει μια καθαρή - χωρίς ναι μεν αλλά- αντιεθνικιστική πολιτική. Αρκεί να την συναντήσει.