Η έννοια της femme fatale εισέρχεται στο συλλογικό ασυνείδητο στις αρχές του 20ού αιώνα αρχικά μέσω του Χόλιγουντ, και κατόπιν από τα hardboiled αστυνομικά μυθιστορήματα. Ο όρος υπονοεί μια επικίνδυνη γυναίκα, η οποία χρησιμοποιεί τα θέλγητρά της για να αποκτήσει πλούτη και ανεξαρτησία. Ωστόσο, η περσόνα της μοιραίας γυναίκας απαντάται παλαιόθεν στην παγκόσμια μυθολογία, στα ομηρικά έπη και τη Βίβλο: Πανδώρα, Σφίγγα, Κίρκη, Εύα, Ιουδίθ και Σαλώμη — όλες ήταν femme fatale. Το ίδιο ισχύει για τις μεσαιωνικές μάγισσες, τις θεωρούμενες ερωμένες του σατανά, οι οποίες στα αρχεία της εποχής περιγράφονται ως νέες και όμορφες. Ίσως μοιάζει κλισέ αλλά η Ιστορία έχει γραφτεί από τους άντρες που δημιούργησαν το διπλό στερεότυπο της παρθένας και της πόρνης − της Παναγίας και της Μεσσαλίνας.
Η αναπαραστατική εικόνα της femme fatale είναι δημιούργημα των άγγλων προραφαηλιτών ζωγράφων, οι οποίοι στα τέλη του 19ου αιώνα, επηρεασμένοι από την γκόθικ μυθοπλασία, ζωγράφισαν τα succubus, τους θηλυκούς δαίμονες, τις γυναίκες-βαμπίρ. Αυτή την εικονογραφία αναπαρήγαγε το Χόλιγουντ στις βωβές ταινίες με ηρωίδες σατανικές γυναίκες που κατάγονταν συνήθως από την ανήθικη Ευρώπη.
Για να αιτιολογήσουμε την κυριαρχία της femme fatale στην τέχνη του 20ού αιώνα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη μαζική είσοδο των γυναικών στους χώρους εργασίας από τα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω της Βιομηχανικής Επανάστασης. Έτσι, δημιουργείται η έννοια της Νέας Γυναίκας, αυτής δηλαδή που εργάζεται και διεκδικεί το δικαίωμα ψήφου, προαναγγέλλοντας το πρώτο κύμα του φεμινιστικού κινήματος. Σ’ αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται οι femme fatale στο αμερικανικό hardboiled αστυνομικό μυθιστόρημα που διαδόθηκε ευρύτατα μέσω του pulp περιοδικού Μαύρη Μάσκα. Ο συγγραφέας που μορφοποίησε το είδος ήταν ο Ντάσιελ Χάμετ [Dashiell Hammett]. Στο Γεράκι της Μάλτας (1930) διακρίνονται σαφώς οι ρόλοι που επιτρέπονται στις γυναίκες από την κοινωνία της εποχής: η Μπρίτζετ Ο’Σόνεσι είναι η femme fatale που θα χρησιμοποιήσει τον Σαμ Σπέιντ για να αποκτήσει το περίφημο Γεράκι της Μάλτας, ενώ η Έφι Περίν, η γραμματέας του Σπέιντ, είναι η νόστιμη αλλά αδιάφορη κοπέλα της διπλανής πόρτας.
Η πλέον ολοκληρωμένη απεικόνιση
Την πλέον ολοκληρωμένη απεικόνιση της femme fatale συναντάμε στα μυθιστορήματα του Τζέιμς Μάλαχαν Κέιν [James M. Cain], «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές» (1934) και «Διπλή αποζημίωση» (1936). Σε αυτά, ο ήρωας περιγράφει τη μοιραία συνάντησή του με τη femme fatale, τη λαϊκή Κόρα στο πρώτο, τη δήθεν εξευγενισμένη Φύλις στο δεύτερο. Και οι δύο γυναίκες θα χρησιμοποιήσουν την άγρια σεξουαλικότητά τους για να πείσουν τους ερωτευμένους Φρανκ και Γουόλτερ να τις απελευθερώσουν από τα δεσμά του γάμου, δολοφονώντας τους συζύγους τους. Ο ίδιος συγγραφέας γράφει το 1941 το μυθιστόρημα «Μίλτρεντ Πίαρς», το οποίο παρότι δεν είναι αστυνομικό, δείχνει τη διαφορά της οπτικής του μετά από μία πενταετία. Η Μίλτρεντ Πίαρς πιάνει δουλειά σαν σερβιτόρα σε μια λαϊκή καφετέρια, όταν ο άντρας της την εγκαταλείπει για μια άλλη γυναίκα. Οι ΗΠΑ βίωσαν τη δεκαετία του 1930 μια σκληρή οικονομική κρίση, στη διάρκεια της οποίας οι γυναίκες αναγκάστηκαν να βγουν στην αγορά εργασίας και να κάνουν τις πιο κακοπληρωμένες δουλειές για να ζήσουν τα παιδιά τους και τον εαυτό τους. Ωστόσο, η οικονομική ανεξαρτησία οδηγεί στην προσωπική και τη σεξουαλική απελευθέρωση, κάτι απαράδεκτο για την αμερικανική πουριτανική ηθική. Οι γυναίκες (και οι μαύροι) «επανδρώνουν» τα εργοστάσια, αλλά οι ηρωίδες των αστυνομικών βιβλίων είναι άεργες γυναίκες πολυτελείας που ο μόνος σκοπός τους είναι να ζήσουν στη χλιδή σαν σύζυγοι κάποιου ηλικιωμένου (συνήθως) πλούσιου άντρα.
Γυναικεία οπτική
Μια τελείως διαφορετική οπτική συναντάμε στο βιβλίο «Λώρα» (1943), της Βέρα Κάσπαρι [Vera Caspary]. Η Λώρα είναι επιτυχημένη επαγγελματίας που δεν προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους άντρες και, όταν κάποια στιγμή κατηγορείται για φόνο, αναλαμβάνει μόνη της να αποδείξει την αθωότητά της. Στον αντίποδα της femme fatale βρίσκεται η δεσποσύνη εν κινδύνω (damsel in distress), η νεαρή κοπέλα που κινδυνεύει από τους «κακούς» και σώζεται χάρη στη γενναιότητα του ήρωα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ανώνυμη ηρωίδα της Ρεβέκκα, της Δάφνης Ντι Μοριέ [Daphne du Maurie].
Στις μεταπολεμικές ΗΠΑ ξεκίνησε μια οργανωμένη εκστρατεία για να πειστούν οι γυναίκες να επιστρέψουν στα παραδοσιακά τους καθήκοντα, ώστε να μη στερούν θέσεις εργασίας από τους άντρες. Κι ενώ ο τότε πολύ δημοφιλής συγγραφέας Μίκι Σπιλέιν [Mickey Spillane] τόνιζε όλα τα στερεότυπα (σκληρός ντετέκτιβ, λάγνες και ύπουλες ξανθιές), εμφανίζεται άλλη μια σπουδαία συγγραφέας την οποία έχει ξεχάσει η ιστορία: η Ντόροθι Μ. Χιουζ [Dorothy B. Hughes]. Στο βιβλίο της «Σ’ έναν έρημο τόπο» (1947), ο βασικός ήρωας είναι βετεράνος του πολέμου και κατά συρροή βιαστής και δολοφόνος γυναικών, ο οποίος ξεσκεπάζεται χάρη στη συνεργασία δύο απλών αλλά έξυπνων γυναικών. Οι μελετητές του είδους παραπέμπουν στον Τζειμς Έλροϊ [James Ellroy] και τη Μαύρη Ντάλια, για να επιβεβαιώσουν το κλίμα του μισογυνισμού που βίωσαν οι εργαζόμενες γυναίκες μετά το τέλος του πολέμου. Ενδεχομένως η Ντόροθι Μ. Χιουζ δεν γνώριζε το αληθινό περιστατικό της δολοφονίας της Ελίζαμπεθ Σορτ (μεταθανάτια γνωστής ως «Μαύρη Ντάλια»), αλλά προφανώς διαισθανόταν την τιμωρητική τάση της αμερικανικής κοινωνίας προς τις απελευθερωμένες γυναίκες — τις femme fatale. Έτσι εξηγείται η τεράστια εμπορική επιτυχία του μετριότατου Μίκι Σπιλέιν.
Στερεότυπα υπό αμφισβήτηση
Σταδιακά, ο ρόλος της femme fatale περιορίζεται και φτάνουμε στον Ρος Μακ Ντόναλντ [Ross McDonald], ο οποίος σχεδιάζει τις ηρωίδες του με κατανόηση, κυρίως όταν περιγράφει τις πλούσιες κυρίες της ελίτ στη (φανταστική) Σάντα Τερέζα.
Την επαναστατική δεκαετία του 1960 τέθηκαν υπό αμφισβήτηση σχεδόν όλα τα στερεότυπα, αλλά συναντάμε τον αφελή μανιχαϊσμό των αστυνομικών βιβλίων στα κατασκοπικά μυθιστορήματα, τα οποία, με εξαίρεση τα βιβλία του Τζον Λε Καρέ, χρησιμοποιούν τις γυναίκες σαν παγίδες των μάτσο κατασκόπων. Λίγο αργότερα, το δεύτερο κύμα του φεμινισμού θα ωθήσει πολλές συγγραφείς να γράψουν αστυνομικά μυθιστορήματα με ηρωίδες γυναίκες, οι οποίες ξεφεύγουν (συνήθως) από τα στερεότυπα.
Η επιστροφή των femme fatale στα νέο-νουάρ αστυνομικά της δεκαετίας του ’90 και εντεύθεν, ανταποκρίνεται (ασυνείδητα ίσως;) στις καινούργιες θεωρίες των φεμινιστριών σχετικά με το στερεότυπο των μοιραίων γυναικών. Σύμφωνα με τη φεμινιστική βιβλιογραφία, ακόμα και στα κλασικά hardboiled, οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη σεξουαλικότητά τους επειδή αυτός ο ρόλος τούς έχει αποδοθεί από την κοινωνία: να επιβιώνουν χάρη στα θέλγητρά τους, αδιαφορώντας για τις συμβατικές αξίες του γάμου και της τεκνοποίησης. Αυτό από μόνο του αποτελεί απόδειξη της ανηθικότητάς τους και τις καθιστά επικίνδυνες. Η θεωρητικός Μαίρη Αν Ντόαν [Mary Anne Doane] χαρακτηρίζει τη femme fatale ως «σύμπτωμα των αντρικών φόβων», και η καταστροφή της στο τέλος του βιβλίου αποκαθιστά, εκτός από τη δικαιοσύνη, και το ανδρικό εγώ που απειλήθηκε.
Βιβλία σε ταινίες
Εδώ οφείλουμε ένα σχόλιο. Είναι σχεδόν αδύνατον να διαχωρίσουμε τις μυθιστορηματικές femme fatale από τις εικόνες των υπέροχων σταρ του Χόλιγουντ που τις υποδύθηκαν. Επιπλέον, συχνά στις ταινίες υπάρχει ένα «στρογγύλεμα» της υπόθεσης, αφενός για λόγους εμπορικότητας, αφετέρου για την αποφυγή αυστηρής λογοκρισίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το «Σ’ έναν έρημο τόπο», της Ντόροθι Μ. Χιουζ, που προαναφέρθηκε. Στην κινηματογραφική μεταφορά, τον ρόλο του δολοφόνου έπαιξε ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, και τα στούντιο δεν δέχτηκαν να δώσουν τον ρόλο του παρανοϊκού εγκληματία στον ήρωα της Καζαμπλάνκας και του Γερακιού της Μάλτας. Αλλάζοντας το τέλος, αφαίρεσαν από τις ηρωίδες τον ενεργητικό ρόλο της εξιχνίασης για να αποκαταστήσουν τον ήρωα-Μπόγκαρτ.
Η αλήθεια είναι ότι η αρχετυπική, σατανική femme fatale έχει πάψει σχεδόν να υφίσταται στην εποχή μας. Με την επικράτηση του nordic noir και του domestic noir —συν τη δημοφιλία που έχει αποκτήσει η εκλαϊκευμένη ψυχολογία— οι σύγχρονες femme fatale έχουν περάσει άσχημα παιδικά χρόνια, έχουν βιώσει ψυχική ή σωματική κακοποίηση και στο τέλος κάθε βιβλίου δεν έχει μείνει κανένα ψήγμα αμφιβολίας στον αναγνώστη για τα κίνητρά τους.