Άλλοτε με συνέχειες και άλλοτε με τομές, άλλοτε με μνημονικές εμμονές και άλλοτε με διαδικασίες λήθης και αποσιώπησης διαμορφώνονται οι γενεαλογίες μας. Κάποιες γενεαλογίες είναι νικηφόρες, λαμπρές όπως οι παντιέρες μιας επανάστασης, ενώ άλλες είναι κατάστικτες από αμυχές και ουλές, όπως ένας πολεμιστής που το σώμα του αγλαΐζουν τα τραύματα της γενναιότητας. Σήμερα αναζητούμε και κατασκευάζουμε γενεαλογίες που έχουν κάτι από την επιθυμία και την ηδονή· προσπαθούμε να δομήσουμε χρόνους και χώρους ζωογόνους για να αντέξουμε την εύθραυστη χωροχρονικότητα που μας συνέχει – μέχρι να πάρουμε την απόφαση να ραγίσουμε τα κρύσταλλα, μέχρι να σπάσουμε τις οθόνες, μέχρι μια πέτρα να κάνει θρύψαλα τις βιτρίνες.
Υπήρξαν κάποτε άνθρωποι που έζησαν στα σκοτεινά, που έφαγαν τα μούτρα τους, που έζησαν όπως ήθελαν – και που στο τέλος ξεχάστηκαν. Να τους πούμε σήμερα με το όνομά τους: Βασίλης Λαμπρολέσβιος, Γιώργης Δημητρίου, Μαίρη Γουλανδρή, Τούλα Βελλιανίτου, Νικολέτα Μυλωνά, Χριστίνα Καραβία, Μίμης Λιμπεράκης – και άλλοι που τα ονόματά τους σκεπάζει σκόνη.
Δύο εκδόσεις, διαφορετικές μεταξύ τους, συμπληρώνουν η μία την άλλη και μας καλούν σε μια χιαστί ανάγνωση, προκειμένου να προσθέσουμε κάποιες ψηφίδες στο τοπίο του Μεσοπολέμου. Αυτές οι εκδόσεις εμφανίζουν έναν Μεσοπόλεμο λιγότερο ασπρόμαυρο, κάπως λοξό και περιέργως οικείο.
Ξεκινώντας από την επικράτεια των γραμμάτων, η πρώτη έκδοση («Λοξές ματιές: Η ελληνική ομοερωτική ποίηση στο αρχείο», εκδ. Τοποβόρος) συστήνει, τόσο στους ερευνητές όσο και στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, τρεις ξεχασμένους ποιητές, εκ των οποίων οι δύο μεσοπολεμικοί – πρόκειται για τις περιπτώσεις του Βασίλη Λαμπρολέσβιου και του Μίμη Λιμπεράκη. Ο Χαράλαμπος Οταμπάσης, επιμελητής της έκδοσης, σε ένα κατατοπιστικό επίμετρο, θέτει αναγνωστικά οδόσημα, ερμηνεύει φιλολογικά, αλλά κυρίως μεταστοιχειώνει τον μεσοπολεμικό λόγο σε ερωτήματα σύγχρονα – ο ίδιος επισημαίνει τη «βαθιά μοντερνιστική θεώρηση της ομοσεξουαλικότητας» για τη γραφή του Λαμπρολέσβιου και ότι ο Λιμπεράκης «συνιστά σημείο αναφοράς στην εγχώρια ομοερωτική ποιητική γραφή των αρχών του εικοστού αιώνα». Αν και τα κείμενα, όπως επισημαίνεται, δεν εκδίδονται φιλολογικά επιμελημένα, έχει την αξία της μια τέτοια χειρονομία: καθιστά προσιτό έναν λόγο απρόσιτο και βάζει στο παιχνίδι παίχτες που μέχρι χθες βρίσκονταν στον πάγκο.
Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη έκδοση («Η woke ατζέντα του Μεσοπολέμου 2025: 12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», εκδ. red n’ noir / Νέοι Καιροί) συνιστά μια παιγνιώδη χειρονομία, η οποία διασαλεύει τον τρέχοντα διάλογο περί woke κουλτούρας/ατζέντας, ιδίως όπως αυτός με σοβαροφάνεια διεξάγεται στα καθ’ ημάς. Η Εύα Γανίδου και ο Τάσος Θεοφίλου, ερευνώντας τα ψιλά γράμματα του μεσοπολεμικού Τύπου, συγκέντρωσαν σε ατζέντα για το νέο έτος και συνέθεσαν μαεστρικά δώδεκα ιστορίες, των οποίων οι πρωταγωνιστές διεκδίκησαν να βιώσουν τις ζωές τους πέρα από τα όρια της κατεστημένης ηθικής. Η ομαδοποίηση που υποβάλλουν οι συγγραφείς φέρει τα ίχνη των σύγχρονων ΛΟΑΤΚΙ+ κατηγοριοποιήσεων, η σύμπλεξη των γεγονότων υπακούει σε μια νουάρ/αστυνομική πλοκή, ενώ το εικονογραφικό υλικό εξοικειώνει τον αναγνώστη με τη μεσοπολεμική λάμψη και θαμπάδα. Οι δώδεκα αυτές ιστορίες έχουν κάτι το ζωηρό: προέρχονται από πρωτογενή έρευνα, αλλά δεν χωρούν στο ακαδημαϊκό καλούπι – όπως ακριβώς και οι «ερμαφόδιτοι», «γυναικοποιημένοι» και «ψιμυθιωμένοι» πρωταγωνιστές τους.
Τι μας προσφέρουν οι δύο αυτές μικρές εκδόσεις; Ιστορικά τεκμήρια – για τις ζωές του παρελθόντος, για μια γενεαλογία λοξή αλλά δική μας· ιστορικό βάθος – για να άρουμε τη συλλογική αμνησία μας, όταν συζητούμε περί woke· ιστορική συνείδηση – για να δούμε ότι φτάσαμε μέχρι εδώ με χίλιους τρόπους, με κλάμα και με καύλα.