Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς «Στόμα γεμάτο χώμα», μετάφραση: Ισμήνη Ραντούλοβιτς, επίμετρο: Τάκης Κατσαμπάνης, εκδόσεις Κυψέλη, 2024
Από τους πιο σημαντικούς σέρβους συγγραφείς, ο Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς έρχεται απ’ την Ποντγκόριτσα του Μαυροβουνίου (1937), ενώ έζησε και τελεύτησε στο Βελιγράδι (2020). Έγινε γνωστός με τη συλλογή διηγημάτων «Πριν από την αλήθεια» (1961) και το μυθιστόρημα «Ντροπιαστικό καλοκαίρι» (1965). Μάλιστα, η νουβέλα του «Ο θάνατος του κυρίου Γκόλουζα» (εκδ. Ηρόδοτος, μτφ. Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη), το 1977, τον έφερε στο παγκόσμιο προσκήνιο με αποτέλεσμα διηγήματά του να έχουν μεταφραστεί και εμφανιστεί σε πολλές γλώσσες και ανθολογίες στον τόπο του και στο εξωτερικό. Παράλληλα, ο Στσεπάνοβιτς εργάστηκε ως σεναριογράφος σε εννέα μεγάλου μήκους ταινίες και μάλιστα βραβεύτηκε σε δύο από αυτές.
Το «Στόμα γεμάτο χώμα» εκδόθηκε το 1974 και τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της πόλης του Βελιγραδίου την ίδια χρονιά. Έως τώρα αριθμεί 23 εκδόσεις στη Γαλλία και άλλες 32 στη Σερβία. Θα χαρακτηρίζαμε το σύντομο αυτό κείμενο του Στσεπάνοβιτς μικρό καφκικό διαμάντι καθώς μέσα σε λίγες, σχετικά, γραμμές κλιμακώνεται σε συγκλονιστικό υπαρξιακό φινάλε. Το στόρι αρχίζει με ένα τυπικό δράμα: κάποιος υπάλληλος πληροφορείται απ’ τον γιατρό του πως του μένουν λίγοι μήνες ζωής λόγω σοβαρής αρρώστιας. Πάνω στην έξαψή του φεύγει τρέχοντας προς τον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό. Επιθυμεί να δει για τελευταία φορά τα βουνά της μητρικής γης του Μαυροβουνίου, τις ψηλές κορυφές του Πρεκόρνιτσα. Ασφυκτιά στο βρόμικο βαγόνι, αποφασίζει να κατεβεί σε έναν ασήμαντο μικρό σταθμό. Προχωρά με αποφασιστικό βήμα μέσα στην οργιώδη βλάστηση, στα χρώματα και τις μυρωδιές της καλοκαιρινής φύσης. Θέλει να νιώσει τα συναισθήματα που βίωσε παιδί σε αυτές τις ερημιές. Εκεί κοντά κατασκηνώνουν δύο άνθρωποι της πόλης με όλα τα σύνεργα για τις διακοπές τους. Αντικρίζοντας τον παρείσακτο ταξιδιώτη αναρωτιούνται για τον λόγο παρουσίας του. Τρέχουν ξωπίσω του ενώ η ομάδα τους γρήγορα πλαισιώνεται από έναν δασοφύλακα, έναν βοσκό, μερικές μαυροφορεμένες γυναίκες και πολλούς άλλους. Ο καθένας τους κατηγορεί τον μοναχικό δρομέα για κάποιο αδίκημα και όσο δεν τον φθάνουν τόσο πιο πολύ παραλογίζονται επιδιώκοντας τον βίαιο θάνατό του. Ο ανώνυμος ήρωας θέλει να γίνει ένα με το χώμα, γεμίζει το στόμα με βότανα και λουλούδια – θέλει να ζήσει ελεύθερος πλέον και να χαρεί πραγματικά όσες στιγμές τού απομένουν.