Αλαΐδε Μεδίνα Βεντούρα «Ραγισμένοι», μετάφραση: Μαρία Αθανασιάδου, εκδόσεις Carnívora, 2024
Η μεξικανή συγγραφέας και ανθρωπολόγος Αλαΐδε Βεντούρα Μεδίνα (1985, Χαλάπα) έγραψε το 2019 το μυθιστόρημα «Ραγισμένοι», στο οποίο αποτυπώνει με συγκλονιστικό ρεαλισμό μια ιστορία ενδοοικογενειακής βίας. Το βιβλίο, αμέσως μετά την κυκλοφορία του στα ισπανικά, απέσπασε το Βραβείο Mauricio Achar. Πέντε χρόνια αργότερα έφτασε μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Carnívora, διά χειρός Μαρίας Αθανασιάδου.
Η ιστορία ξεκινάει από τις αναμνήσεις της πρωταγωνίστριας, που μοιραία την οδηγούν στα χρόνια της παιδικής ηλικίας. Εκεί, όπου εγγράφονται οι έννοιες της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης, η πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια της ιστορίας μαζί με τον αδερφό της αναγκάζονται στην εκμάθηση τακτικών υποχώρησης, κρυφτού, άμυνας, ακόμα και σιωπής, αφού η βία έχει μετατρέψει το σπίτι σε εμπόλεμη ζώνη.
Τα δύο αδέρφια είναι «μάτια που γνώρισαν τον ίδιο πόλεμο, που έχασαν την ίδια πατρίδα». Ο πατέρας, ως ηγέτης του σπιτιού και της οικογένειας, επιβάλλεται λεκτικά, ψυχολογικά και σωματικά. Η ενδοοικογενειακή βία, στις διάφορες μορφές της, γίνεται η κινούμενη άμμος που καταπίνει τις ζωές στο παρόν και μέλλον των ηρώων, από την οποία καθίσταται αδύνατο να ξεφύγουν.
Στις σελίδες του μυθιστορήματος εμφανίζονται πολλαπλά ραγίσματα, στην ψυχή, στην παιδική ηλικία, στις αναμνήσεις και στα κόκαλα. Όσο ξετυλίγεται ο μίτος της αφήγησης, έρχεται στο φως το αποτρόπαιο χρονικό της ενδοοικογενειακής κακοποίησης. Το ερώτημα που διαπνέει την εξέλιξη της ιστορίας δεν είναι άλλο από τη γνήσια ανθρώπινη απορία για τις δυνατότητες των ηρώων να ξεφύγουν από τον κύκλο της κακοποίησης. Το αναγνωστικό κοινό βρίσκεται αντιμέτωπο με τον ωμό ρεαλισμό της βίας και την αγωνία για την αντίσταση των ηρώων απέναντι στη βία που εγγράφεται στο σώμα και την ψυχή τους. Μητέρα, κόρη και γιος γίνονται δέκτριες και δέκτης της επιβλητικής φιγούρας του πατέρα, ο οποίος ενεργεί εντός του σπιτιού δίχως όρια και κανόνες. Το σπίτι της οικογένειας είναι το πεδίο της απόλυτης επικράτειάς του.
Ενοχλητικά οικεία
Η ιστορία που παρουσιάζεται στο βιβλίο «Ραγισμένοι» είναι ενοχλητικά οικεία. Η πρωταγωνίστρια, ως κόρη της οικογένειας, δέχεται διαρκώς ύβρεις, σχόλια και καταπίεση για τη διατροφή και το σώμα της που μέλλει να επιβεβαιώσουν την πραγματικότητα πολλών γυναικών στον κόσμο: μεγαλώνει με στρεβλή αυτοεικόνα και κακή σχέση με το φαγητό, που ενίοτε την οδηγεί σε διατροφικές διαταραχές. Ο γιος της οικογένειας, από την άλλη, καλείται διαρκώς να αποδεικνύει τον ανδρισμό του, σε μια οικογένεια και μια κοινωνία όπου η μη εκδήλωση και υπερήφανη ενσάρκωση της μάτσο αρρενωπότητας είναι όχι μόνο κατακριτέα αλλά και επικίνδυνη για τη σωματική του ακεραιότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η συγγραφέας θέτει το δομικό λίθο της ιστορίας, την απόφαση του αδερφού της πρωταγωνίστριας, Χουλιάν, να βυθιστεί μέχρι το τέλος της ζωής του στη σιωπή.
Η σιωπή ορθώνεται σαν τείχος που χωρίζει τον Χουλιάν από τους γύρω του. Στο μυθιστόρημα λαμβάνει πολλές μορφές. Είναι το πλαίσιο ασφαλείας για να μην υφίσταται ο Χουλιάν σωματική βία, μια πατρίδα για να υπάρχει κι ένα σύνορο ή όριο για να αυτοπεριορίζεται απ’ οτιδήποτε εξωγενές, μια μητρική γλώσσα, το έσχατο καταφύγιο ενός βαθιά τραυματισμένου παιδιού, ο καθρέφτης της βίας που δεν βρίσκει αποδέκτη και γυρίζει ανέπαφη πίσω στον κακοποιητή, αλλά και ο συμβολικός κοινωνικός θάνατος με την εκούσια επιλογή στη μη επικοινωνία με άλλους ανθρώπους. Όσο ο Χουλιάν χάνεται στη σιωπή, τόσο η αδερφή του αναλώνεται μανιωδώς σε ένα κυνήγι ορισμών, αναζητώντας τις κατάλληλες λέξεις για να προσδιορίσει τη ζωή και αυτό που τους συμβαίνει. Έτσι, παρακολουθούμε τον Χουλιάν να κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον κόσμο που έχει χτίσει μακριά απ’ όλους, δηλώνοντας την παρουσία του σαν φάντασμα που βγάζει φωτογραφίες τις αναμνήσεις των άλλων, τη μητέρα να έχει ρόλο βουβής θεάτριας και την κόρη, κινούμενη πλέον σε αχαρτογράφητα νερά, να προσπαθεί να προσδώσει ορατότητα διά του λόγου, των λέξεων και των ορισμών, στην κακοποίηση κι έπειτα στη ραγισμένη ζωή της. Με άλλα λόγια, είναι ο διακαής αγώνας της πρωταγωνίστριας για την (επαν)επινόηση του εαυτού μέσα στην και μετά την κακοποίηση, ως ανάγκη αυτογνωσίας, αυτοπραγμάτωσης, συμφιλίωσης με το σώμα της, αλλά και κοινωνικής ενσωμάτωσης που θα της επιτρέψει, έστω και προσποιητά, να αισθάνεται «φυσιολογική», αποδεκτή.
Ένας λυρικά τραγικός επίλογος της κακοποίησης
Αξιοποιώντας με ευρηματικότητα τα εργαλεία της ανθρωπολογίας, η συγγραφέας ωθεί την πρωταγωνίστρια του βιβλίου σε ένα δύσκολο αυτοεθνογραφικό ταξίδι κατανόησης της σιωπής. Στο βιβλίο, εμφανίζεται ως η βιτρίνα μιας μακράς και (αν)οικείας ιστορίας κακοποίησης, η οποία κατατρώει σαν σαράκι τα πρόσωπα της οικογένειας. Στην πραγματικότητα, όμως, αποτελεί μια ένδειξη κινδύνου, μια επιγραφή «προσοχή εύθραυστον» ανεπανόρθωτα και μη αναστρέψιμα για τις ζωές των ανθρώπων που ραγίζουν και σπάνε υπό το ασύγκριτο βάρος της κακοποίησης.
Χρησιμοποιώντας καθημερινό λόγο, η Αλαΐδε Βεντούρα Μεδίνα καταφέρνει με επιτυχία να εισχωρήσει στον ψυχισμό των ηρώων, τον οποίο και αποδίδει με πρωτοφανή αμεσότητα. Οι συναισθηματικές αλλαγές των ηρώων σε βεβιασμένη πορεία ενηλικίωσης, από την ντροπή στον θυμό, από τον φόβο στη μνησικακία κι από την ενοχή στην κακοποίηση, διαγράφουν αριστοτεχνικά ψυχογραφήματα μιας συγγραφικής πένας που κατανοεί βαθιά τον ανθρώπινο πυρήνα προτού συγγράψει ήρωες και ηρωίδες. Με απλή και συνάμα γλαφυρή γλώσσα, η συγγραφέας αποτυπώνει έναν κόσμο αντιθέσεων εντός κι εκτός του βιβλίου. Εντός του, είναι η ανάγκη της ηρωίδας να έχει ως ενήλικη πλέον μια «κανονική» ζωή παρά τη συσσωρευμένη βία. Εκτός του, είναι οι εσωτερικές συγκρούσεις και εντάσεις που πρόκειται να βιώσει το αναγνωστικό κοινό, αφού το μυθιστόρημα μπορεί να επηρεάσει δυσανάλογα αναγνώστριες και αναγνώστες που βρίσκουν στις σελίδες του κομμάτια της προσωπικής τους ιστορίας.
Κλείνοντας, το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας λυρικά τραγικός επίλογος της κακοποίησης, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό έργο που μιλάει θαρραλέα για τα προβλήματα του καιρού του. Η λογοτεχνική γραφή και θεματολογία της Αλαΐδε Βεντούρα Μεδίνα εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της σύγχρονης ισπανόφωνης γυναικείας λογοτεχνίας στην οποία μας έχουν συνηθίσει οι Φερνάντα Μελτσόρ, Μπρέντα Ναβάρο, Κλαούδια Πινιέιρο, Αντρέα Αμπρέου, Σαμάντα Σβέμπλιν και πολλές ακόμη αξιόλογες συγγραφείς, όπου ο ωμός ρεαλισμός συναντά ένα αρχέγονο, πια, τραύμα έμφυλης καταπίεσης, οικολογικής καταστροφής και βίας. Επάξιο μυθιστόρημα αυτού του είδους, αξίζει οπωσδήποτε να αναγνωσθεί.