Selva Almada «Δεν είναι ποτάμι», μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2024

 

Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε το «Δεν είναι ποτάμι», το πιο πρόσφατο βιβλίο της Σέλβα Αλμάδα, του οποίου η αγγλική μετάφραση βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ για το 2024, με το οποίο τελικώς τιμήθηκε το «Καιρός» της σημαντικής Τζένι Έρπενμπεκ. Πέρυσι, πάλι από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος και πάντοτε σε μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου, το ελληνικό κοινό ήρθε σε μια πρώτη επαφή με το έργο της Αργεντινής, γεννημένης το 1973, συγγραφέως, μέσα από το «Ο άνεμος που σαρώνει», αν και πέρασε, δυστυχώς, μάλλον απαρατήρητο εν μέσω της τεράστιας βιβλιοπαραγωγής.

 

Υπάρχουν συγγραφείς που σε κάθε βιβλίο δοκιμάζουν κάτι διαφορετικό, υπάρχουν και εκείνοι που έχοντας βρει τη φωνή τους επανέρχονται ξανά και ξανά στην ίδια πρώτη ύλη, μεταβάλλοντας λιγότερο ή περισσότερο το πλαίσιο και τις συνθήκες που επικρατούν εντός του. Στη δεύτερη κατηγορία, αν και με μικρό δείγμα ελέγχου, μοιάζει να ανήκει η Αλμάδα. Παρότι φαινομενικά κάτι τέτοιο μοιάζει με μειονέκτημα ή αδυναμία, σημασία έχει πάντοτε ο τρόπος, όχι δηλαδή το τι γράφει κανείς αλλά το πώς το γράφει. Και εδώ έχουμε την περίπτωση μιας καλής συγγραφέως.

Στο «Ο άνεμος που σαρώνει», ένας ιεροκήρυκας που ταξιδεύει με την έφηβη κόρη του θα προστρέξει, λόγω βλάβης του αυτοκινήτου, σ’ ένα συνεργείο, στη μέση της πάμπας, χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό του αλλά και το εγγύτερο αστικό κέντρο. Ο ιδιοκτήτης τού συνεργείου ζει εκεί μαζί με ένα νεαρό αγόρι που πριν χρόνια μια γυναίκα, η μητέρα του, το εγκατέλειψε λέγοντάς του πως είναι γιος του. Η Αλμάδα με τα απλά αυτά συστατικά, χωρίς διάθεση για στείρο εντυπωσιασμό, στήνει μια χαμηλών τόνων και ταχύτητας νουβέλα, της οποίας, σαν παγόβουνο, μόνο ένα μικρό μέρος της είναι ορατό.

Στο «Δεν είναι ποτάμι», τρεις άντρες, δύο φίλοι μεσήλικες και ο νεαρός γιος του τρίτου μέλους της παρέας, που είναι νεκρός από χρόνια, αποφασίζουν να περάσουν ένα σαββατοκύριακο ψαρεύοντας σ’ ένα νησί στη μέση ενός πλατύ ποταμού, όπως συνηθίζουν εδώ και χρόνια να κάνουν. Ένας τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, με διαρκείς, κατάλληλα ενταγμένες, αναλήψεις από το παρελθόν αλλά και υπολογισμένες με ακρίβεια παρεκβάσεις από τη ζωή των ανθρώπων που ζουν σε εκείνα τα μέρη, θα πλέξει τα νήματα της απλής αυτής ιστορίας, χωρίς εξάρσεις, μη λέγοντας περισσότερα απ’ όσα πρέπει να λεχθούν, με αποτέλεσμα ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα που δεν ξεπερνά σε έκταση τις εκατό σελίδες.

Η πύκνωση είναι ίσως το κυρίως ζητούμενο στη μικρή φόρμα· τίποτα να μην περισσεύει. Η συγγραφέας, χωρίς να κρύβει τις (κυρίως) φοκνερικές της καταβολές και με πρώτη ύλη το χώμα και το νερό, αποκόπτει τα τρία πρόσωπα από τον καμβά τής κυρίως ζωής τους για να τα παρατηρήσει με μεγαλύτερη άνεση και παραδίδει ένα λεπτής ύφανσης κομψοτέχνημα, ένα παλιακού στιλ μυθιστόρημα. Η Αλμάδα επιβεβαιώνει πως ο ύποπτος για μαρκετινίστικο εύρημα χαρακτηρισμός της ως σύγχρονης κλασικής συγγραφέως είναι ακριβής. Προσοχή, ωστόσο. Ούτε το παλιακό, ούτε το κλασικό σημαίνουν κάτι το παρωχημένο σε μια εποχή που, όπως και κάθε εποχή, δοκιμάζει να τραβήξει τα όρια της τέχνης, να κομίσει κάτι νέο, να αποπειραθεί με κάτι που δεν έχει επιχειρηθεί ξανά, να εντυπωσιάσει, να εγκλωβιστεί, εν τέλει, στην παγίδα του κενού, ως άλλο πυροτέχνημα που παρά την αρχική του λάμψη, γρήγορα βυθίστηκε στο αμείλικτο σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού.

Το «Δεν είναι ποτάμι» θα μπορούσε να έχει γραφτεί από πάντοτε, αυτό είναι που το καθιστά σύγχρονο κλασικό, αυτό είναι επίσης που καθησυχάζει τον αναγνώστη, που νιώθει πως τη γνωρίζει καλά αυτή την ιστορία και τους ανθρώπους της, παρότι με το δεξί του χέρι κρατά έναν μεγάλο αριθμό ακόμα αδιάβαστων σελίδων. Και η Αλμάδα δεν επιθυμεί να εντυπωσιάσει, κάθε άλλο. Ωστόσο, αυτός ο διάχυτος καθησυχασμός, που μοιάζει να αποτελεί προγραμματική συγγραφική πρόθεση, είναι που τελικά εγκλωβίζει τον αναγνώστη αργά και ήρεμα, όχι γιατί έρχεται αντιμέτωπος με κάποια καλοσχεδιασμένη ανατροπή, αλλά γιατί, αντίθετα, βυθίζεται, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ολοένα και περισσότερο στα μη ορατά από την ακτή σκοτεινά βάθη του ποταμού.

Κλείνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης, πέρα από το συναίσθημα που η επαφή με την καλή λογοτεχνία προκαλεί, νιώθει πως ξέρει για το κάθε πρόσωπο της ιστορίας περισσότερα από εκείνα που διάβασε. Η γραφή της Αλμάδα διακρίνεται από την απλότητα εκείνη που γεννά η εμπιστοσύνη στον εαυτό, ξέρει τι κάνει και πώς το κάνει, δεν έχει ανάγκη από ταχυδακτυλουργικά τρικ, ούτε από φωνές που καλούν σε αναμέτρηση με τους τιτάνες του παρελθόντος της λογοτεχνίας που αγαπά και υπηρετεί με σεβασμό και γνώση, κυρίως με γνώση, θα έλεγα. Γιατί, ανάμεσα σε άλλα, σημαντικό στην αποτίμηση ενός έργου, πέρα από την απόλαυση, είναι η ανταπόκριση ή μη στη συγγραφική φιλοδοξία, εκεί που ακόμα και η υπέρβαση μπορεί να αποδειχθεί αδυναμία, μια τυχαιότητα. Και η Αλμάδα σε αυτό το τι ήθελα να κάνω και τι τελικά έκανα, τα καταφέρνει περίφημα.

 

Γιάννης Καλογερόπουλος (No14Me) Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet