Pier Paolo Pasolini «Αλάνια», μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής, εκδόσεις Gutenberg, 2024
Αρχές του 1950, ο Παζολίνι φτάνει, μαζί με τη λατρεμένη του μητέρα, στη Ρώμη, κυνηγημένος από τον τόπο και τη δουλειά του στη δημόσια εκπαίδευση και διαγραμμένος από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αιτία, κάποιες καταγγελίες για παιδεραστία και άσεμνες πράξεις σε δημόσιο χώρο που τον έχουν καταστήσει ανεπιθύμητο τόσο στο σπίτι του στρατιωτικού πατέρα του όσο και στην κοινότητα και στο κόμμα, παρότι ο φάκελος θα κλείσει ελλείψει αποδείξεων. Με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη και χειρόγραφα σωρό στα μπαγκάζια του, θα μείνει στις borgate: τους συνοικισμούς στα περίχωρα της Ρώμης όπου οι φασίστες είχαν στο μεσοπόλεμο συγκεντρώσει το λούμπεν προλεταριάτο – με ένα οργανωμένο σχέδιο που παρουσιαζόταν ως στεγαστική πολιτική και στην πραγματικότητα επεδίωκε την «κάθαρση» του κέντρου της Ρώμης από όλους εκείνους τους πληθυσμούς που τους χαλούσαν την εικόνα και, κυρίως, αποτελούσαν δυνητικές εστίες κοινωνικές ανάφλεξης.
Σε μια συνέντευξή το 1957 (Rotosei, 12 Απριλίου), ο Παζολίνι περιγράφει τα χίλια δυο στρώματα που προστέθηκαν στους συνοικισμούς αυτούς μετά τις ιδρυτικές «φασιστικές καταστροφές» και στην πορεία της εκβιομηχάνισης, την οποία θα αντιπαλέψει, ως το ριζικό κακό, σε όλη του τη ζωή: «πρόσφυγες, χωριάτες από το Κασσίνο νεοφερμένοι στην πόλη αμέσως μετά το τέλος του πολέμου· και πιο πρόσφατα, μετανάστες από ολόκληρη την Ιταλία, αλλά οι οποίοι, παραδοσιακά, προέρχονται κυρίως από τις πλέον ιταλικές περιοχές».
Ζώντας με τους απόκληρους και τους αόρατους
Θα ζήσει λοιπόν μαζί, με όλη τη σημασία της λέξης, με τους απόκληρους, τους ξεχασμένους, τους αόρατους της χώρας του. Θα μάθει και θα μιλήσει τη γλώσσα τους, αυτά τα νέα ρομανέσκο, διάλεκτο που συναιρεί στοιχεία από ποικίλες διαλεκτικές ποικιλίες και μαζί κοινωνιόλεκτο των παραγκουπόλεων της Ρώμης (σε ένα γράμμα του θα σχολιάσει ότι χρησιμοποιεί πλέον την τυπική έκφραση «τους παλιοπεθαμένους σου», που διαβάζουμε στα Αλάνια). Θα αφήσει πίσω τα βενετσιάνικα και τα φριουλάνικα της ποίησής του. Για λίγο, και την ποίηση: σχεδόν αμέσως θα αρχίσει να γράφει τη «βίαιη ζωή» όχι των γονιών που πρώτοι μετοίκησαν αναγκαστικά σ’ αυτή την άλλη, κρυφή και αβίωτη Ρώμη, αλλά των παιδιών τους. Θα μετατρέψει εν θερμώ τη βιωμένη εμπειρία του σε ένα κείμενο πειραματικής ρεαλιστικής αισθητικής, στο πρώτο του μυθιστόρημα: Ragazzi di vita – τα «παιδιά της ζωής» που είναι τα παιδιά του δρόμου, κατά τις «γυναίκες της ζωής» που είναι οι γυναίκες του δρόμου στα ιταλικά· τα χαμίνια που ο φασισμός, όπως έλεγε, τα άφησε αμόρφωτα και τα οδήγησε στην παραβατικότητα· τα αλάνια σύμφωνα με την προσφυή απόδοση του τίτλου από τον Κεντρωτή, ο οποίος εξίσου προσφυώς επιλέγει να αποδώσει, με μεγάλη επιτυχία, τα παρωνύμιά τους.
Στο επίκεντρο ο «πουτανόσπορος» Σγουρομάλλης, τον οποίο πρωτοσυναντούμε, εξόχως ειρωνικά, την ώρα που πάει να λάβει την πρώτη του κοινωνία, και η σταδιακή μετάλλαξή του, ηλικιακή και κοινωνική, η οποία ακολουθεί τη μετάλλαξη των συνοικισμών και της χώρας. Ο μικρός Σγουρομάλλης κι η αγοροπαρέα του – γιατί τα κορίτσια δεν έχουν θέση στον άγριο αυτόν κόσμο, παρά μόνο περιφερειακά, σαν φευγαλέες εικόνες, αντίστοιχες με εκείνες της άλλης Ρώμης– πάνε αδιάκοπα πάνω κάτω σε ένα μεταπολεμικό τοπίο δηωμένο, ερημωμένο, καυτό και φρυγμένο, όπου ακόμη και τα ποτάμια είναι καταβρόμικα, γεμάτα σκουπίδια, κι ας κάνουν όλοι τους ασμένως μπάνιο και βαρκάδα στα νερά τους. Δεν μένουν στιγμή στα ερειπωμένα σπίτια τους, όπου βασιλεύει η βρόμα, η ανέχεια κι η βία και από καιρού εις καιρόν καταρρέουν παίρνοντας μαζί τους μικρούς και μεγάλους. Είναι αγόρια έτοιμα για όλα, αγόρια που ψευτοδουλεύουν και κυρίως κλέβουν ό,τι μπορούν από όπου μπορούν και συχνά πάνε φυλακή και σκοτώνονται επίσης· αγόρια αδελφωμένα που κλέβουν επίσης με ευκολία το ένα το άλλο· αγόρια που εκδίδονται για λίγες λίρες σε «χοντρογερμανούς» που βέβαια δεν είναι Γερμανοί αλλά γέροι ομοφυλόφιλοι. Είναι παιδιά που αναζητούν νυχθημερόν λίγα χρήματα, τους τα κλέβουν οι όμοιοί τους, τα χάνουν στα χαρτιά, τα ξοδεύουν στις πόρνες και πάλι από την αρχή, διότι τα χρήματα, που μετά βίας συνήθως τους επιτρέπουν να χορτάσουν την αχόρταγη πείνα τους, είναι το ιερό δισκοπότηρό τους. Με ή χωρίς χρήματα, ωστόσο, όχι μόνο δεν χάνουν το κέφι τους, αλλά παραμένουν γεμάτοι ευγνωμοσύνη για τη ζωή (111), πλήρως συμφιλιωμένοι μαζί της. Παραμένουν ελεύθεροι, με μόνο όριο το κορμί τους, ωραίοι με μια δική τους, αλλιώτικη ομορφιά που φωτίζει την ασχήμια του τοπίου· αλλιώτικα ελεύθεροι μέσα στον απόλυτο κοινωνικό καταναγκασμό· κι αφόρητα ευάλωτοι, εξαρχής καταδικασμένοι να χαθούν με τον έναν με τον άλλον τρόπο: πεθαίνοντας, όπως και τόσοι και τόσοι μέσα στη διαδρομή της αφήγησης· ή προσχωρώντας σ’ αυτό το σύστημα που εξ ορισμού τους αποκλείει – και τους στερεί εντέλει τη ζωτική τους ορμή, καταστέλλει την προ-πολιτική ανυπακοή και εξεγερσιακότητά τους.
Μια ποιητική μαρτυρία
Βαθύς γνώστης της ιταλικής και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ο Παζολίνι έχει αποφασίσει στη συγκεκριμένη στιγμή να σπάσει τους δεσμούς του με την «αστική αφήγηση» και παράλληλα, πολέμιος του νεορεαλισμού, να θέσει την πραγματικότητα, στην οποία παραμένει αδιαπραγμάτευτα προσηλωμένος, στο επίκεντρο μιας νέας πειραματικής γραφής. Επεξεργάζεται λοιπόν μια ρεαλιστική ποιητική, που κατά πρώτον δανείζεται τρόπους του ντοκιμαντέρ (ήδη την εποχή αυτή ασχολείται με τον κινηματογράφο). Δημιουργεί ένα ιδιότυπα ποιητικό –και με ποικίλους διακειμενικούς δεσμούς– κείμενο-μαρτυρία, με ένα ιδιοσυγκρασιακό μοντάζ, το οποίο παρακολουθεί, όπως έγραφε στον εκδότη του πριν από την έκδοση του μυθιστορήματος, αδιαμεσολάβητα τα «άμεσα δεδομένα» σε μια συγκεκριμένη ακολουθία: μια ακολουθία που συνδέει την πορεία του Σγουρομάλλη και των φίλων του από μια δομική, παιδική αθωότητα, άσχετη με οποιαδήποτε ηθική, σε μια ανήθικη, αφού ενσωματωμένη στο σύστημα, ενηλικίωση, με την πορεία της πόλης και της χώρας, από τη χαοτική ελπίδα της απελευθέρωσης ως τη νέα αντίδραση στις αρχές της δεκαετίας του ’50 (Επιστολή στον Λίβιο Γκαρτζάντι, Νοέμβριος 1954). Και κατά δεύτερον και πολύ σημαντικό, βασίζεται σε έναν εξαιρετικά επιτελεστικό λόγο δύο επιπέδων, αυτόν των ομιλητών, των «καθαρών/αμιγών ομιλητών» (Giusepe Pera, Pier Paolo Pasolini, l’intellectuel : critique littéraire et écrits politiques (1940-1960), 1999, 45), όπως θα τους ονομάσει αργότερα σε ένα στοχασμό του πάνω στον προφορικό λόγο που τόσο τον απασχόλησε· και τον δικό του, χτισμένο πάνω στον δικό τους στα υπόλοιπα μέρη της αφήγησης. Η συνθετότητα του ηθικού και μορφικού εγχειρήματος αποτελεί το μέτρο αποτίμησης της νέας μετάφρασης: την αντιμετωπίζει συστημικά με μεγάλη ευαισθησία και ανάλογη δραστικότητα.
Η έκδοση του μυθιστορήματος θα προκαλέσει σάλο. Φέρνει στο φως έναν κόσμο καλά κρυμμένο, έναν κόσμο ανήθικο με βάση τους αστικούς κανόνες, όπως ανήθικη είναι κι η γλώσσα του, γεμάτη αισχρολογίες· έναν κόσμο χωρίς πολιτική προοπτική για τους κομμουνιστές. Ο Παζολίνι δεν θα ολοκληρώσει την τριλογία που σχεδίαζε για τον κόσμο αυτόν του υποπρολεταριάτου, που πολύ γρήγορα θα το σαρώσει η Ιστορία. Θα δημοσιεύσει μόνο τη Βίαιη ζωή. Θα δώσει άλλες εκδοχές του στο σινεμά, στο Ακατόνε, στο Μάμα Ρόμα… Το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα θα μείνει ως (άλλη) μια παρακαταθήκη της κοφτερής, αιρετικής, ελευθεριακής ματιάς του σε έναν κόσμο πολλαπλής ανελευθερίας. Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με την οπτική. Παραμένει όμως ότι τα Αλάνια δεν είναι μόνο μια εναργής αποτύπωση του αποκλεισμού, στη σχέση του με τους βίαιους κοινωνικοπολιτικούς μετασχηματισμούς της ταραγμένης προπολεμικής και μεταπολεμικής Ιταλίας. Είναι επίσης ένα πολύ επίκαιρο πολιτικό και αισθητικό εγχείρημα, με αναφορά στη σύγχρονη κοινωνική βία και την αναπαράστασή της.