Στέφανος Ρέγκας «Η μοίρα των ζώων», εκδόσεις Πλήθος, 2024
«Η μοίρα των ζώων» του Στέφανου Ρέγκα, από τις εκδόσεις Πλήθος, ανήκει σε εκείνα τα αταξινόμητα είδη γραφής για τα οποία θα χρειαζόμασταν περισσότερες από μια-δυο προτάσεις για να απαντήσουμε στην ερώτηση «τι διαβάζεις αυτόν τον καιρό;». Και πράγματι, παρότι το βιβλίο είναι ολιγοσέλιδο, η ανάγνωσή του μπορεί να πάρει καιρό. Όχι μόνο επειδή είναι πυκνό, ή επειδή επανερχόμαστε σε αυτό για να το ξαναδιαβάσουμε –ανακατεμένο ή στη σειρά–, αλλά επειδή αυτό επανέρχεται σε εμάς, αφότου έχουμε κλείσει το βιβλίο, με τη μορφή της εμμονής ή της μελωδίας.
«Η μοίρα των ζώων», παρότι δεν είναι γραμμένη σε στίχους, είναι κείμενο ποιητικό, που καλεί να το εκτιμήσουμε μεταξύ άλλων για την υλικότητα της γλώσσας του, για τη ροή των λέξεων και για τον ρυθμό του. Χωρισμένο σε δεκατρείς ενότητες, το βιβλίο μοιάζει σαν να λέει την ιστορία ενός χωρισμού και μιας επανασυνεύρεσης, χωρίς ωστόσο να την αφηγείται. Όπως ένα μουσικό κομμάτι ή ένας πίνακας, Η μοίρα των ζώων, υποβάλλει παρά λέει. Πέρα από τη μουσική του σύνθεση, το βιβλίο δεν σταματά, άλλωστε, να δηλώνει και τη σχέση του με τη ζωγραφική, η οποία το περικυκλώνει: Στο εξώφυλλο, βρίσκεται η εντυπωσιακή επεξεργασία από τον Βασίλη Παπαγεωργίου του –ομώνυμου του βιβλίου– πίνακα του Φραντς Μαρκ [Franz Marc], και στις τελευταίες σελίδες, βρίσκουμε τα όμορφα μελάνια του Γιάννη Κοτινόπουλου. Σαν να έχουμε ακούσει ένα μουσικό κομμάτι ή σαν να έχουμε σταθεί μπροστά σ’ έναν πίνακα, κλείνοντας το βιβλίο, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν πράγματι μας αφηγήθηκαν κάτι ή αν απλά μας δημιουργήθηκε –ανάμεσα στις γραμμές και πέρα από αυτό που διαβάσαμε στις σελίδες– η αίσθηση ενός χωρισμού και η λεπτή εντύπωση μιας επιστροφής. Θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τις ενότητες με διαφορετική σειρά και η ιστορία θα επανερχόταν «ίδια πάντα αλλαγμένη».
Η λάσπη που δημιουργεί σχέσεις μεταξύ των ονομάτων
Οι θεματικές που συνιστούν τον κόσμο του κειμένου, όπως και οι λέξεις του, διαρκώς επανέρχονται και αυτές ίδιες πάντα και πάντα αλλαγμένες. Κάθε κομμάτι του κειμένου αντηχεί άλλα κομμάτια του κειμένου σε συνεχείς λούπες, οι οποίες συνομιλούν και επιστρέφουν να συμπληρώσουν κάτι που μισο-ειπώθηκε, υπονοήθηκε ή διαφάνηκε πολλές γραμμές πιο πίσω, ώστε εν τέλει να κυκλώνεται διαρκώς μια ιστορία που αισθανόμαστε –χωρίς ποτέ να μπορούμε να πούμε με σιγουριά– ότι βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης.
Στις πρώτες κιόλας γραμμές, ο Στέφανος Ρέγκας μας παρουσιάζει τα υλικά του:
Χώμα σαν τροφή και συνάντησα ένα πηγάδι σαν άβυσσος όπου τα πάντα πέφτουν βρίσκονται στη σωστή τους θέση έριξα ρίχνω τον κουβά ασταμάτητα αυτό που ανεβάζω πάντα το ίδιο αλλαγμένο πάντα υλικά εύπλαστα σχεδόν άμορφα σαν χώμα. (σ. 9).
Πέρα όμως από τα υλικά της Μοίρας των ζώων, με τα οποία ο κόσμος της χτίζεται, συντίθεται, ανασυντίθεται και αντηχεί, υπάρχει κι ένα συνδετικό υλικό, το οποίο δεν είναι η πέτρα του κειμένου, όπως τα επανερχόμενα λάσπη, χώμα, δέντρο, πόδια, άνθρωπος, σπίτι, ζώα, αλλά το συγκολλητικό υλικό, η λάσπη που δημιουργεί σχέσεις μεταξύ των ονομάτων. Αυτό το ενδιάμεσο υλικό είναι η λέξη σαν. Στο κόσμο της Μοίρας των ζώων όλα είναι σαν. Όλα είναι της τάξης του «πάντα ίδιου αλλαγμένου». Πρόκειται για έναν κόσμο όπου όλες οι λέξεις εκβάλλουν σε άλλες, όλες οι έννοιες είναι μετέωρες, αν δεν έχουν αγγίξει ή αγγιχτεί από μια άλλη. Το ίδιο και οι λέξεις: καθεμιά είναι σαν μια άλλη, αντηχεί μια άλλη, δεν αποδίδει ποτέ απλώς ένα πράγμα αλλά περικυκλώνει κάτι σαν το πράγμα που ονοματίζει.
Ιδού ο κόσμος της ανεπαίσθητης διάκρισης, ο κόσμος όπου καθετί είναι «κάτι σαν», «πάντα το ίδιο αλλαγμένο»:
«Πέρασες έφυγες πέρασες από πάνω μου σαν σκοτάδι σε σκέφτηκα για πάντα σαν υλικά. Έφυγες έμεινες έφυγες από δίπλα μου σαν μικρή πληγή ποτέ δεν ησυχάζει. Έμεινες μίλησες έμεινες ακίνητη μάτια που δεν έβλεπαν πικράθηκαν γλυκά για χίλια χρόνια. Μίλησες έμεινες πέρασες μίλησες έφυγες με παύσεις σαν επιτέλους ξεκούραση. Μονάχα δυο ίδια μισά σαν πεταλούδα. Όχι δυο πόδια σαν άνθρωποι συναντιούνται περνάνε πάνω από τα πάντα σαν ατύχημα. Κι εμείς περνάμε και περνάμε σαν εξαιρέσεις σε τοπία και όταν τα κάνω όλα υλικά με κατατρέχεις σε ακουμπάω όταν το φως και φώτα είναι κατάλληλο. Γρήγορα μαγευτικά σαν αρπαγή λείας είναι κάποια πλάνα που γνωρίζεις ότι θα χαραχτούν σαν τα στοιχεία είναι σαν ήχος στο νερό. Όλα πάνε ψηλά και κατεβαίνουν δεν μας πειράζει δεν λησμονήσαμε τη μοίρα των ζώων δεν ξεχάσαμε.» (σ. 20)
Η συνάντηση με τον άλλο
Εν τέλει, οι λέξεις –σαν περικύκλωση– οδηγούν την ανάγνωση προς ένα θέμα που συνεχώς επανέρχεται. Το θέμα αυτό που συνέχεια πλησιάζει, καθώς το περικυκλώνουν οι λέξεις της Μοίρας των ζώων, είναι η συνάντηση με τον άλλο στον άμορφο χώρο των αναιρεμένων διακρίσεων. Είναι η συμβίωση. Για να περιγράψει τον τρόπο συμβίωσης των ζώων, ο Ζορζ Μπατάιγ [Georges Bataille] είχε –και αυτός– καταφύγει σε μια παρομοίωση: Η συμβίωσή των ζώων είναι, σύμφωνα με τον Μπατάιγ, «σαν νερό μέσα σε νερό» («Η θεωρία της θρησκείας», μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος, ύψιλον, 1982, σ. 24). Αυτή η φράση είναι πολύ κοντά στον κόσμο της Μοίρας των ζώων του Στέφανου Ρέγκα. «Σαν νερό μέσα σε νερό» είναι οι λέξεις του κειμένου και «σαν νερό μέσα σε νερό» είναι τα σώματα που απομακρύνονται για να ξαναβρεθούν ίδια και ανεπαίσθητα αλλαγμένα.
Όταν έρχεται η ώρα να κλείσει το κείμενό του, ο Στέφανος Ρέγκας γράφει:
«φυσάει μακριά κι όλο γυρεύουμε παρασυρόμαστε, τοπία φτιάχνονται διαλύονται δεν είναι κάτι και η διάλυση και έλα όλα μαγικά περνάνε γρήγορα και είναι πάντοτε ήδη σαν σύννεφα μορφές. Ρωτάς θα δεις πηδάω σε πυθμένες αγριότητας σαν μεταμόρφωση· παμ’ επιτέλους πάμε κάπου πιο πέρα απ’ την εμπιστοσύνη.» (σ. 60)
Σαν κλείσιμο στο κείμενο, οι λέξεις αυτές μας προτρέπουν να πάμε πέρα από την εμπιστοσύνη, στον τόπο της συμβίωσης και των άγριων μεταμορφώσεων, όπου τα σώματα όπως και οι λέξεις συμπαρασύρουν η μια την άλλη, όπου πάντα το ένα πράγμα είναι σαν το άλλο, καθώς κυλούν και εναλλάσσονται σε άμορφο χώρο. Η μοίρα των ζώων είναι γεμάτη λέξεις οι οποίες επανέρχονται και αντηχούν το μισο-ειπωμένο… σαν κάτι που λέγεται να μοιάζει σαν κάτι που δεν λέγεται: «η λέξη περιγράφει μιλάει ασταμάτητα περικυκλώνει ό,τι δεν χωράει στα βήματα που έφερες μέχρι εδώ» (σ. 19).