Κωνσταντίνος Χατζόπουλος «Τα διηγήματα», φιλολογική επιμέλεια: Έρη Σταυροπούλου, εκδόσεις Σοκόλη, 2024
Γεννημένος στη Μείλκη του Αγρινίου, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) είχε πολλές ιδιότητες: ποιητής, διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Στον παρόντα τόμο θα τον γνωρίσουμε ως διηγηματογράφο. Η Έρη Σταυροπούλου σχολιάζει και υπομνηματίζει ενδελεχώς τα δέκα εν συνόλω διηγήματά του μαζί με μια πυκνή εισαγωγή που εξετάζει τη διηγηματογραφική του παραγωγή σε σχέση τόσο με τα μυθιστορήματά του όσο και με την πολιτική του ιδεολογία ή με το λογοτεχνικό κλίμα εντός του οποίου διαμορφώθηκε η πεζογραφία του.
Θρεμμένος με τις αξίες του σοσιαλισμού και του δημοτικισμού, ο Χατζόπουλος (έχει σημασία αυτό για εμάς σήμερα) δεν προσδέθηκε ποτέ στο ιδεολογικό τους άρμα, χωρίς, ωστόσο, και να απομακρυνθεί από αυτές ή, ακόμα λιγότερο, να τις αποκηρύξει. Παρά την καταρχάς θερμή του ένταξη στα πιστεύω του σοσιαλισμού για την έλευση ενός δικαιότερου κοινωνικού κόσμου, εν συνεχεία μάλλον κρύωσε με ανάλογες υποσχέσεις: είτε γιατί υποχώρησε σε ένα στενότερο φάσμα, δίνοντας προτεραιότητα στους καλλιτεχνικούς του προσανατολισμούς, είτε επειδή τις θεώρησε κάπως υπερφίαλες και σε αναντιστοιχία με την πραγματική κατάσταση της Ελλάδας σε ταξικό, οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο. Και ο δημοτικισμός, όμως, του Χατζόπουλου έμεινε πάντοτε μετριοπαθής, αποφεύγοντας τον πόλο των ψυχαρικών υπερβολών. Πιθανόν εξαιτίας του ότι εκείνο το οποίο πρωτίστως τον ενδιέφερε ήταν μια λειτουργική γλώσσα, ικανή να συμπορευτεί με τις αλλαγές που προωθούσε, με τη συμβολή του ίδιου, η πεζογραφία της εποχής του.
Από την ηθογραφία προς τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό
Όταν ο Χατζόπουλος ξεκινάει την πεζογραφική του δραστηριότητα (ας προσέξουμε εδώ τις παρατηρήσεις της Σταυροπούλου), η γενιά του Παλαμά και του 1880, που έχει προλάβει να βγει από την επικράτεια του ρομαντισμού, κυριαρχεί ακόμη στο στερέωμα – μπορεί να έχει λυτρωθεί από τα ρομαντικά φαντάσματα, προάγοντας την εστίαση της πεζογραφίας στο απτό και το συγκεκριμένο (με την ακραιφνή υποστήριξη της λαογραφίας) πλην δεν εννοεί να ξεπεράσει την περιγραφή ηθών και τόπων, δεν έχει απαλλαγεί από το βλέμμα της ηθογραφίας. Τα διηγήματα του Χατζόπουλου οδεύουν υπό αυτή την έννοια προς ένα καινούργιο, αρκετά διαφορετικό στάδιο. Εξοικειωμένος με τον ρεαλισμό και με τον νατουραλισμό και σταθερά προσηλωμένος στον σοσιαλισμό, ο Χατζόπουλος θα αποτυπώσει στα διηγήματά του μια δυσοίωνη κοινωνική πραγματικότητα, η οποία θα καθορίσει εν πολλοίς και τη μοίρα των ηρώων του, γυναικών και ανδρών. Η κοινωνία η οποία τούς περιβάλλει μοιάζει να μην έχει να προσφέρει το παραμικρό: δυσκίνητη, περιοριστική και οικονομικά ανισότιμη και άδικη, το μόνο που μπορεί να επιφυλάξει είναι η μελαγχολία και η απόγνωση, με τους μυθοπλαστικούς πρωταγωνιστές να μην καταφέρνουν συχνά να πιαστούν καν από τα μαλλιά τους, καταλήγοντας μέχρι και στον θάνατο.
Κι ας υπολογίσουμε εν προκειμένω έναν πρόσθετο παράγοντα: ο Χατζόπουλος ουδέποτε ξεχνά τις γυναίκες και το ζήτημα της αυτονομίας τους ή εν πάση περιπτώσει μιας κάποιας ανεξαρτησίας τους, για να μείνουμε στα ζητούμενα του ιστορικού του χρόνου. Ωστόσο, τι κι αν οι γυναίκες θα μοιραστούν την τύχη και την περιουσία τους με τον άντρα ή με τον συμβίο τους; Κάτι τέτοιο δεν θα τις κάνει κατ’ ανάγκην ευτυχέστερες, αν η περιουσία και η τύχη αμφοτέρων είναι να εξαρτηθούν από το γενικότερο σχήμα της κοινωνικής ανισότητας. Κι ακόμα, δεν έχουν ανοίξει όλες οι γυναίκες έναν δρόμο προς την ελευθερία και πολλές θα παραμείνουν σφηνωμένες στις παλαιότερες δομές, αντιμετωπίζοντας την αναλγησία, την περιφρόνηση, την ταπείνωση και τη βία.
Παράμετροι όπως οι προηγούμενες αποδεικνύουν από τη μια πλευρά το ανανεωτικό ρεύμα το οποίο πηγάζει από τον Χατζόπουλο, αναδεικνύοντας από την άλλη τα καινούργια προβλήματα και εμπόδια του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, κυρίως του νατουραλισμού. Οι συγκαιρινοί κριτικοί του διηγηματογράφου Χατζόπουλου (ας προσέξουμε πάλι τη Σταυροπούλου) δυσφορούν με τους νατουραλιστικούς του όγκους, τους θεωρούν ασύμμετρους με το ποιόν και με το μέγεθος των κοινωνικών του επισημάνσεων, αν όχι και παραμορφωτικούς ή αποπροσανατολιστικούς.
Ακόμα και η ροπή των διηγημάτων του προς τον συμβολισμό, με τον οποίο θα ανοίξει εφεξής μόνιμο διάλογο, φοβίζει τη συγκαιρινή κριτική του Χατζόπουλου με το νεφελώδες ύφος της.
Θα πρέπει να περάσουμε σε άλλες γενιές και σε άλλη κριτική νοοτροπία για να καταφέρουμε να δούμε τον Χατζόπουλο στο πλαίσιο της δικής μας εποχής. Όταν ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Μάριο Βίττι και ο Γιώργος Βελουδής θα αναγνωρίσουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της πεζογραφίας του και τον ρόλο τον οποίο ανέλαβε για τον παραμερισμό της ηθογραφικής παράδοσης (ο Βελουδής μάλιστα θα τονίσει την πορεία του κάτω από τα φτερά του ρωσικού ρεαλισμού), τότε θα αρχίσουμε να βαδίζουμε στον δρόμο της σημερινής φιλολογικής και κριτικής του θεώρησης – και τότε θα αγγίξουμε το εύρος της νεότερης, σύγχρονης υποδοχής του.
Τρία κρίσιμα διηγήματα
Από τον τόμο ξεχωρίζω τρία κρίσιμα διηγήματα. Το πρώτο είναι το «Αντάρτης» (1917). Η Σταυροπούλου πιστεύει πως δεν συντονίζεται ως κλίμα και ως θέμα με τα υπόλοιπα διηγήματα, θεωρώντας επιπλέον πως παρουσιάζει κενά. Μολονότι καταλαβαίνω πολύ καλά τις επιφυλάξεις για το ανολοκλήρωτο, διαισθάνομαι πως δεν αρκούν για το διήγημα, ανεξαρτήτως της απόστασής του από τα άλλα κείμενα. Τοποθετημένος στον λεγόμενο άτυχο πόλεμο του 1897, ο Αντάρτης υποδεικνύει το συλλογικό φρόνημα του Χατζόπουλου, ο οποίος λόγω προφανώς και της σοσιαλιστικής αγωγής του δεν σπεύδει να σκοντάψει σε καμιά εθνοκεντρική παγίδα, στηλιτεύοντας εξ αντιθέτως το κούφιο πνεύμα του παραφουσκωμένου πατριωτισμού, μια και το πολεμικό αποτέλεσμα δεν είναι η ήττα των όπλων μα η κατάρρευση της κοινωνίας που αντιπροσωπεύουν στρατιώτες, πολίτες και κράτος με τη συμμετοχή τους στην αναμέτρηση. Το κράτος θα συμβάλει με την αδυναμία του να συγκροτήσει, να συντονίσει και να διευθύνει, οι πολίτες με την εξυπηρέτηση των δολίων ατομικών τους συμφερόντων και οι στρατιώτες με την πολιτική τους σύγχυση – και όλοι μαζί θα δημιουργήσουν μια ανάμεικτη ατμόσφαιρα φουσκωμένης παλικαριάς ή πονηράδας, πραγματικού, εντελώς ανθρώπινου πανικού και απεγνωσμένης παρακμής ή παραίτησης χάρη σε έναν πολύ εύγλωττο ρεαλισμό.
Το «Τάσω», πάλι, (1910) και το «Στο σκοτάδι» (1911) διεκδικούν τα εύσημα για διαφορετικούς πλην εξίσου ισχυρούς λόγους. Η πρώτη διότι συνταιριάζει εκρηκτικά την ελευθεριότητα και την άστατη φύση μιας ωραίας γυναίκας με τον κοινωνικό της κλυδωνισμό και με τον μάταιο αγώνα της να σωθεί από την πίεσή του και το δεύτερο γιατί παρά τους εξωφρενικά νατουραλιστικούς του τόνους, με την επιμονή στο στερεότυπο του ποτού και στο προεξοφλημένο δράμα, έχει τη δύναμη να μας μεταδώσει ένα ανυπόκριτο κοινωνικό ρίγος. Τρία δείγματα μόνο, αλλά εξ όνυχος τον λέοντα.