Πριν από λίγες μέρες, πέθανε ο ΗΧΠ, ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, μοναδικός μάστορας της πύκνωσης του λόγου, μιας μικρής φόρμας που έκλεινε στο ελάχιστο, σε δυο εικόνες, σε δυο κουβέντες, σε δυο αναφορές, σε λιγοστές αράδες που όλο και περιορίζονταν στο πέρασμα του χρόνου, ένα στιγμιότυπο ζωής, πίσω και κάτω από το οποίο διάβαζε κανείς ιστορίες χωρίς όρια ανάμεσα στα φυσικά και τα μετά τα φυσικά, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, ιστορίες χωρίς τέλος – σαν το παγόβουνο, για το οποίο μιλούσε ο Χέμινγουεϊ, την ιστορία που το μεγαλύτερο μέρος της μένει εκτός λόγου.
Θυμάμαι ένα άρθρο του με τον εύγλωττο τίτλο «Ο θάνατός σου, το αφιέρωμά μου», που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Χάρτης (τχ. 10, 1984, 397-398), λίγο μετά τον θάνατο του Γιάννη Σκαρίμπα. Έξαλλος με την έλλειψη «διαρκούς και επαρκούς» λογοτεχνικής κριτικής, την οποία και μόνο χρειάζεται η λογοτεχνία κι ο λογοτέχνης και με τη σύγχυση που δημιουργεί η φλυαρία των μέσων, καταφερόταν με τη γνωστή αιχμηρή ειρωνεία και αθυροστομία του ενάντια στο κυνήγι της είδησης και της ακαριαίας δημοσιότητας που επιζητούν όλοι όσοι εγκωμιάζουν άκοπα κι ανόητα τους λογοτέχνες μετά τον θάνατό τους. Όταν «ο επώνυμος πεθαμένος και νεκρός, ανυπεράσπιστος, ακίνδυνος πια για τα κυκλώματα, ακίνητος, χωρίς να έχει το παράπαν την δυνατότητα οιασδήποτε αντιδράσεως (να πάρει δηλαδή μια βρεγμένη σανίδα και να μας γαμήσει τα φώτα) εγκαταλείπεται δημοσία βορά στα νύχια των επαίσχυντων, των καραδοκούντων, των άσχετων, των επιλησμόνων, των κοσμικών (ένδυμα κηδείας αι κυρίαι), των χειροκροτούντων κ.ο.κ.». Χαμογελώ καθώς σκέφτομαι ότι δεν φτάνει που γράφω δυο λόγια για κείνον μετά τον θάνατό του, αλλά γράφω και σε μονοτονικό, το οποίο μισούσε. Χωρίς να είμαι σίγουρη ότι δεν με περιλαβαίνει αυτή τη στιγμή εκεί που βρίσκεται.
Διότι θυμάμαι επίσης την Επίσκεψη, το διήγημά του για τον απελθόντα φίλο και συμπατριώτη του Τάκη Σινόπουλο –μια σελίδα όλη κι όλη–, ο οποίος έρχεται σα να μη συμβαίνει τίποτα στο σπίτι του ΗΧΠ, όπου είναι μαζεμένη η παρέα τους, «σα να μην είχε μεσολαβήσει ολόκληρος ο κάτω κόσμος», και φέρεται φυσιολογικά και τηλεφωνεί κι είναι μόνο λίγο πιο σκοτεινό το πρόσωπό του κι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που είναι ο ΗΧΠ και δεν το κρύβει, παρατηρεί τα παπούτσια του, ίδια με της κηδείας και μετά τα λευκά σταφύλια στο τραπέζι Μάη μήνα, τα σταφύλια που καλλιεργεί λέει η γυναίκα του στο μπαλκόνι και εδραιώνουν τον χρόνο πέρα από τον χρόνο, την πραγματικότητα πέρα από την πραγματικότητα – τον δικό του ιδιαίτερο χωροχρόνο.
Κάπως έτσι λέω θα επιστρέφει κι ο ίδιος, θα κάνει συχνά πυκνά ένα πέρασμα, οπωσδήποτε κινηματογραφικό, στις παρέες των ζώντων· στις άλλες των νεκρών θα κάθεται σίγουρα παραπάνω. Και θα γυρίζει μετά στα αγαπημένα του διαβάσματα, αυτά που θυμάται στο «Καλοκαιρινό απομεσήμερο», στον Βερν της παιδικής του ηλικίας που τον οδήγησε στη λογοτεχνία, στον Ρομαίν Γκαρύ, στον Αλέξανδρο Σχινά, στην Καίη Τσιτσέλη, στον Ανδέα Εμπειρίκο και όλα τα άλλα, τα γνωστά, σε άλλα διηγήματα θησαυρισμένα. Το «Καλοκαιρινό απομεσήμερο» κλείνει με τη μητέρα του. Που την αποχαιρέτησε στον Οβολό με ένα ματσάκι κόκκινες ανεμώνες, τρία εισιτήρια λεωφορείου και μια πληροφορία για τον δρόμο: «Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!» Εμείς τον αποχαιρετούμε λέγοντάς του μόνο ότι θα συνεχίσουμε να ποτίζουμε νοερά τη μανταρινιά της αυλής του, να κουβεντιάζουμε μαζί του επιστρέφοντας στο έργο του.
Η καλή μας συνεργάτρια Μάρη Θεοδοσοπούλου είχε αρκετές φορές γράψει για τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο στη στήλη που διατηρούσε στην Εποχή, Ex libris. Ένα από αυτά τα κείμενα μπορείτε να βρείτε αναδημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της Εποχής και όλα, βέβαια, στο μπλογκ της: https://maritheodo.blogspot.com/