Καθώς πλησιάζουμε στην επέτειο των δέκα χρόνων από την ανάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, και ενώ συνεχίζεται η αποτίμηση της κυβερνητικής του εμπειρίας, θεωρήσαμε χρήσιμο να δημοσιεύσουμε μερικά κείμενα αποτίμησης από άλλα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα που βρέθηκαν στην κυβέρνηση. Αποταθήκαμε, λοιπόν, σε στελέχη τέτοιων κομμάτων σε Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Φινλανδία, ζητώντας τους να μας περιγράψουν τόσο επιτυχίες, όσο και αποτυχίες, ώστε να έχουμε κάποια δεδομένα όταν συζητούμε για τις δυνατότητες και τους κινδύνους που ενέχει η συμμετοχή της Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα. Διότι ούτε αυτές οι εμπειρίες πρέπει να περνούν στη λήθη ως καταδικαστέες, επειδή δεν έφεραν όλα τα προσδοκώμενα, ούτε η Αριστερά μπορεί να διεκδικεί την κυβέρνηση (ή τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση) αν δεν διδάσκεται από το κυβερνητικό παρελθόν της και δεν προετοιμάζεται αναλόγως.
Η Συντακτική Ομάδα των Παρεμβάσεων
ΙΤΑΛΙΑ:
Το Κίνημα 5 Αστέρων στην κυβέρνηση
Μετά την ηχηρή νίκη του στις βουλευτικές εκλογές του 2018, το Κίνημα 5 Αστέρων ήταν στην κυβέρνηση από την 1η Ιουνίου 2018 έως τις 26 Ιανουαρίου 2021. Δεν θεωρώ την κυβέρνηση υπό την προεδρία του Μάριο Ντράγκι ως μέρος της κυβερνητικής εμπειρίας του Κινήματος 5 Αστέρων, δεδομένων των σημαντικών οπισθοδρομήσεων στους τομείς της κοινωνικής, ενεργειακής, εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής.
Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις κυβερνήσεις Conte, πρώτη και δεύτερη, το Κίνημα 5 Αστέρων βρέθηκε στην κυβέρνηση συνολικά 2 χρόνια, 8 μήνες και 12 ημέρες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εγκρίθηκαν ορισμένες από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στην πρόσφατη ιταλική ιστορία. Το «εισόδημα του πολίτη» (citinzenship income), πρώτα και κύρια, ένα μέτρο εισοδηματικής ενίσχυσης των πολιτών που δημιουργήθηκε για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας των εργαζομένων. Το «Spazzacorrotti», ένας νόμος που δίνει μεγαλύτερες εξουσίες στους δικαστές για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Τέλος, ένα θέμα που είναι κοντά στην καρδιά μου: το «Superbonus». Το μέτρο αυτό πρόλαβε τους ευρωπαϊκούς στόχους για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και δημιουργήθηκε για την ανακαίνιση του γηρασμένου κτιριακού αποθέματος των Ιταλών μέσω δημόσιας στήριξης. Το Superbonus και ο μηχανισμός μεταφοράς φορολογικών πιστώσεων συνέβαλαν στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,3% το 2021 και 4% το 2022. Επομένως, μιλάμε για μια ανάπτυξη στη διετία άνω του 12%, μια αυθεντική άνθηση που η Ιταλία έχει δει μόνο στη μεταπολεμική περίοδο. Τα εμπλεκόμενα κτίρια είναι σχεδόν 500.000 και η εξοικονόμηση ενέργειας 9.000 γιγαβατώρες, που ισοδυναμεί με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας 3,2 εκατομμυρίων ιταλικών οικογενειών: για κάθε δικαιούχο έχει ποσοτικοποιηθεί μια μέση ετήσια εξοικονόμηση στο λογαριασμό 964 ευρώ. Επιπλέον, και αυτό δεν είναι αμελητέο, εξοικονομήθηκαν 1,4 εκατομμύρια τόνοι CO₂, προωθώντας την εξοικονόμηση ενέργειας και μειώνοντας τη ρύπανση στις πόλεις μας. Οι επενδύσεις που ενεργοποιήθηκαν σε αυτά τα δύο χρόνια από το Superbonus εξοικονόμησαν ενέργεια που μπορεί να εκτιμηθεί σε σχεδόν 11.700 GWh/έτος.
Αυτή η διαρθρωτική εξοικονόμηση, σε συνδυασμό με τις 143 GWh/έτος της νέας εγκατεστημένης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, συμβάλλει στη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου που απαιτείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και την οικιακή θέρμανση. Η εξοικονόμηση αυτή μπορεί να εκτιμηθεί σε πάνω από 1,1 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου μεθανίου. Το μέτρο αυτό μαζί με τις ενεργειακές κοινότητες αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία του κυβερνώντος Κινήματος 5 Αστέρων στον τομέα της βιώσιμης μετάβασης. Οι ενεργειακές κοινότητες ρυθμίστηκαν το 2021 με την εφαρμογή μιας ευρωπαϊκής οδηγίας για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Χάρη στο έργο του Κινήματος 5 Αστέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας του 2018, η οποία κατέστησε δυνατό να καθοριστούν τα δικαιώματα των ενεργειακών κοινοτήτων, εξασφαλίστηκε αυτή η επιτυχία, αλλά μόλις βρέθηκαν στην κυβέρνηση οι δεξιές συντηρητικές δυνάμεις έκαναν τα πάντα για να δυσκολέψουν την εγκαθίδρυσή τους και τα οικονομικά οφέλη τους, περιορίζοντας την επαναστατική τους εμβέλεια και ευνοώντας τις θέσεις των παραδοσιακών, κυρίως ορυκτών, προμηθευτών ενέργειας.
Το Κίνημα 5 Αστέρων βρίσκεται πλέον στη θέση της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Μελόνι και συνεχίζει να εργάζεται για την υπεράσπιση των συμφερόντων των πολιτών. Όπως έλεγε ο ένας από τους δύο ιδρυτές μας, ο Gianroberto Casaleggio, «δεν θα μπορέσουν να μας ξεφορτωθούν γιατί είναι δύσκολο να νικήσεις αυτούς που δεν το βάζουν κάτω».
Dario Tamburrano,
ευρωβουλευτής του Κινήματος 5 Αστέρων
ΦΙΛΑΝΔΙΑ:
Εμπειρίες της Αριστερής Συμμαχίας στην κυβέρνηση
Η Φινλανδική Αριστερή Συμμαχία συμμετείχε σε κυβερνήσεις συνασπισμού το 1995-2003, το 2011-2014 και το 2019-2023. Οι συνασπισμοί ήταν ευρείς, είτε υπό την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών είτε υπό αυτή των Συντηρητικών, και περιλάμβαναν από πέντε έως έξι κόμματα από την Αριστερά έως τη Δεξιά. Οι ακροδεξιοί λαϊκιστές Αληθινοί Φινλανδοί είναι το μόνο μεγάλο κόμμα με το οποίο η Αριστερή Συμμαχία δεν συνυπήρξε σε κυβέρνηση.
Η κοινοβουλευτική ομάδα διασπάστηκε τόσο το 1995 όσο και το 2011, όταν ορισμένοι βουλευτές αποβλήθηκαν από την ομάδα επειδή δεν αποδέχονταν τις κυβερνητικές πολιτικές. Ωστόσο, οι βουλευτές αυτοί επανήλθαν ως υποψήφιοι στις επόμενες εκλογές.
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση ήταν δημοφιλής στους ψηφοφόρους της Αριστερής Συμμαχίας και έδωσε επίσης στο κόμμα αξιοπιστία και νέους ψηφοφόρους. Το 2019 η συμμετοχή στην κυβέρνηση εγκρίθηκε σε δημοψήφισμα με 97,2% των ψήφων και το 1997 μια πλειοψηφία 52,4% υποστήριξε την ένταξη της Φινλανδίας στην ΟΝΕ – το αντίθετο αποτέλεσμα θα οδηγούσε την Αριστερή Συμμαχία εκτός κυβέρνησης. Από την άλλη πλευρά, η θέση ως ελάσσονος εταίρου σε έναν πολυκομματικό συνασπισμό έχει επίσης προκαλέσει την ανάγκη αποδοχής συμβιβασμών. Επιπλέον, οι βουλευτές της Αριστερής Συμμαχίας δεν ήταν ποτέ απαραίτητοι για την κυβερνητική πλειοψηφία, επειδή η Φινλανδία συνήθιζε να έχει ευρείς κυβερνητικούς συνασπισμούς. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας κυβερνητικής συμμετοχής της η Αριστερή Συμμαχία θεωρήθηκε ακόμη και εποικοδομητική δύναμη στην κυβέρνηση.
Το 2014 το κόμμα εγκατέλειψε την κυβέρνηση στο μέσο της θητείας του λόγω διαφωνιών σχετικά με τις περικοπές στον προϋπολογισμό, οι οποίες υπήρξαν ευρύτερες από ό,τι είχε συμφωνηθεί στο κυβερνητικό πρόγραμμα και έπληξαν τους φτωχότερους ανθρώπους. Αυτό, ωστόσο, συνέβαλε σε μια εκλογική μείωση το 2015. Παραδόξως, η Αριστερή Συμμαχία αποδέχθηκε παρόμοιες περικοπές το 1995 και δεν έχασε πολύ στις εκλογές του 1999, όταν ο κυβερνητικός συνασπισμός συνεχίστηκε και μετά τις εκλογές. Η κυβερνητική συμμετοχή προκάλεσε απώλειες στις επόμενες εκλογές, αλλά η Αριστερή Συμμαχία έχει χάσει εκλογές ακόμα και στην αντιπολίτευση.
Για την Αριστερή Συμμαχία η συμμετοχή της κυβέρνησης ήταν μια διαδικασία εκμάθησης. Πέτυχε με τη σαφή διατύπωση των στόχων της, έμαθε να είναι συνεπής στη διαμόρφωση των κυβερνητικών προγραμμάτων και ήταν ικανή να αναθεωρεί την πολιτική της γραμμή όταν οι συνθήκες άλλαζαν. Το 2022 αποδέχτηκε την αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ίδια την ένταξη στο ΝΑΤΟ ως μέρος της πραγματικότητας (με την υποστήριξη των περισσότερων ψηφοφόρων της και της πλειοψηφίας στο συνέδριο του κόμματος).
Είναι πιθανό η Αριστερή Συμμαχία να έχει γίνει λιγότερο ριζοσπαστική λόγω της συμμετοχής της σε κυβερνήσεις, αλλά παρόλα αυτά έχει διατηρήσει τη λαϊκή της υποστήριξη στο επίπεδο του 7-10%, ενώ ένα μικρό και πιο ριζοσπαστικό κομμουνιστικό κόμμα έχει χάσει πάνω από το 90% της υποστήριξής του μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια.
Ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής της συμμετοχής, η Αριστερή Συμμαχία πέτυχε να βελτιώσει τη θέση των φτωχότερων, να υπερασπιστεί τις δημόσιες υπηρεσίες και το κράτος πρόνοιας, και ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της περιόδου 2019-2023 ήταν ότι η υποχρεωτική εκπαίδευση παρατάθηκε μέχρι την ηλικία των 18 ετών (από την ηλικία των 16 ετών).
Επιπλέον, η δυνατότητα να εξεταστεί ως πιθανός εταίρος συνασπισμού έχει γίνει μέρος της πολιτικής γραμμής και της ταυτότητας του κόμματος της Αριστερής Συμμαχίας.
Jukka Pietiläinen,
Αριστερό Φόρουμ
ΙΣΠΑΝΙΑ:
Στους δρόμους και στους θεσμούς
Τις τελευταίες δεκαετίες, η ισπανική Αριστερά διεξήγαγε τη συζήτηση για τη συμμετοχή στην κυβέρνηση γύρω από το παραδοσιακό δίπολο μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Το πρόβλημα είναι ότι και οι δύο θέσεις υποστηρίζονταν από μεταρρυθμιστές που δεν είχαν καταφέρει να προωθήσουν καμία μεταρρύθμιση και επαναστάτες που δεν προχωρούσαν προς την επανάσταση. Αυτό άλλαξε ουσιαστικά με τη διαμόρφωση της πρώτης κυβέρνησης συνασπισμού στην ιστορία της πρόσφατης δημοκρατίας μας, με το σύμφωνο μεταξύ του PSOE (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) και του προοδευτικού συνασπισμού Unidas Podemos (Μαζί Μπορούμε) τον Ιανουάριο του 2020, που επιβεβαιώθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά ως συνασπισμός Sumar, μετά τις γενικές εκλογές του Ιουλίου 2023.
Ένα νέο πεδίο άνοιγε για τα κόμματα και τα κινήματα της Αριστεράς, ώστε να μπορέσουν να υλοποιήσουν μεταρρυθμίσεις, και το έκαναν στη βάση ενός συλλογικού αναστοχασμού σχετικά με την ανάγκη να αρθρώσουν τις αλλαγές, συνδυάζοντας τις κινητοποιήσεις στον δρόμο με τη θεσμική δράση. Ο στόχος δεν ήταν άλλος από τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της εργατικής τάξης μέσω της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα και μιας ατζέντας για την ανάκτηση και τη διατήρηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που είχαν υπονομευθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Ούτε δύο μήνες μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης το 2020, βρέθηκε αντιμέτωπη με την παγκόσμια κρίση της πανδημίας του Covid-19. Ήταν η πρώτη δοκιμασία για μια συγκυβέρνηση που λίγο αργότερα έπρεπε να αντιμετωπίσει και τις οικονομικές συνέπειες από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Κάνοντας έναν απολογισμό των μέτρων που έλαβε η συγκυβέρνηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική διαχείριση της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης θα ήταν πολύ διαφορετική, με μεγαλύτερη επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων της χώρας μας, χωρίς την παρουσία της Αριστεράς στην εκτελεστική εξουσία.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, τα υπουργεία που διοικούνται από τους Unidas Podemos ή το Sumar προώθησαν μια έντονη νομοθετική ατζέντα μεταρρυθμίσεων, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά περισσότερο από 14% σε τέσσερα χρόνια, μια μεταρρύθμιση της εργασίας που επαναφέρει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και περιορίζει την προσωρινότητα και την επισφάλεια στην αγορά εργασίας, έναν νόμο για τη σεξουαλική ελευθερία (γνωστός ως «Μόνο το Ναι είναι Ναι»), ο οποίος προστάτευε τα δικαιώματα των θυμάτων σεξουαλικής βίας, ή ο νόμος Rider, ο οποίος ρύθμιζε την κατάσταση των εργαζομένων στις ψηφιακές πλατφόρμες (η «Glovo» μόλις ανακοίνωσε ότι αναγνωρίζει τη σχέση εργασίας με περισσότερους από 15.000 εργαζόμενους διανομείς στην πλατφόρμα της).
Ωστόσο, η περίοδος αυτή δεν ήταν απαλλαγμένη από προβλήματα και αντιφάσεις που θέτουν σήμερα σε κίνδυνο την επανεκλογή της κυβέρνησης συνασπισμού στις μελλοντικές εκλογές. Εκτός από τις εσωτερικές διαμάχες σχετικά με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση και τη σχέση με το πλειοψηφικό κόμμα, το PSOE, το οποίο συχνά δεν προχωρούσε σε πιο αποφασιστικά μέτρα σε τομείς όπως η στέγαση, το κύριο εμπόδιο ήταν οι διαδοχικές κρίσεις των κομμάτων του συνασπισμού, πρώτα στο Unidas Podemos και στη συνέχεια στο Sumar. Η αποχώρηση του Podemos από την κοινοβουλευτική ομάδα του Sumar και από την εκτελεστική εξουσία μετά τις εκλογές του 2023 ήταν το τελευταίο επεισόδιο αυτής της κρίσης.
Αυτό το αβέβαιο μέλλον συμπληρώνεται από μια κατάσταση ηγεμονίας των αντιδραστικών θέσεων και μια ύφεση της κοινωνικής κινητοποίησης που, από τον δρόμο, πιέζει την κυβέρνηση να λάβει πιο αποφασιστικά μέτρα υπέρ της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των εργαζόμενων οικογενειών της χώρας μας. Η διαλεκτική δρόμου – θεσμών είναι μια από τις αρχές της πολιτικής δράσης της Αριστεράς. Υπό αυτή την έννοια, το γυναικείο κίνημα εξακολουθεί να είναι ικανό να διοχετεύει μεγαλύτερη κοινωνική ενέργεια προς βαθιές αλλαγές –και στον πολιτιστικό τομέα– που είναι απαραίτητες για την περαιτέρω πρόοδο.
Javier Moreno,
λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης και μέλος των ηγεσιών της Ενωμένης Αριστεράς
και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ:
Ανακτώντας δικαιώματα,
αλλά αποτυγχάνοντας να εμβαθύνουμε
Στις βουλευτικές εκλογές του 2015, μετά την παρέμβαση της τρόικας στην Πορτογαλία υπό μια δεξιά κυβέρνηση, ο δεξιός συνασπισμός ήρθε και πάλι πρώτος, αν και προέκυψε μια σαφής πλειοψηφία των κεντροαριστερών και αριστερών κομμάτων, που μεταφράστηκε σε 19 βουλευτές για το Μπλόκο της Αριστεράς, 17 για τους Κομμουνιστές και 86 για το Σοσιαλιστικό Κόμμα, σε ένα κοινοβούλιο 230 βουλευτών. Η δεύτερη κυβέρνηση του Passos Coelho σχηματίστηκε, αλλά το πρόγραμμά της απορρίφθηκε από το κοινοβούλιο. Στις λίγες εβδομάδες που μεσολάβησαν μέχρι τον διορισμό της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, η Δεξιά διέλυσε την TAP (αεροπορικές εταιρείες), τη CP (σιδηρόδρομος) και τις δημόσιες αστικές συγκοινωνίες, τις τελευταίες δημόσιες εταιρείες που δεν είχαν ακόμη πωληθεί.
Η περίοδος της τρόικας σημαδεύτηκε από έντονες κινητοποιήσεις (διαδηλώσεις με κύριο σύνθημα «Fuck the troika»), την εμφάνιση νέου ακτιβισμού των συνταξιούχων και φόρουμ αριστερής συνεργασίας ως απάντηση στη ντιρεκτίβα της τρόικας και τη βίαιη ερμηνεία του μνημονίου από τη δεξιά κυβέρνηση. Αυτές οι κινητοποιήσεις βρήκαν αντανάκλαση σε μια αριστερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που προκάλεσε το Σοσιαλιστικό Κόμμα να αλλάξει το δεξιό προεκλογικό του πρόγραμμα σε ένα νέο πρόγραμμα που να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ανάκτηση των εργασιακών δικαιωμάτων, των συντάξεων, των μισθών, την αντιστροφή των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης των ενοικίων. Μία από τις κύριες νίκες, επομένως, ήταν η ήττα της πολιτικής κοινής λογικής γύρω από τη λιτότητα.
Υπήρχε ελπίδα για κοινωνική και πολιτική ανάκαμψη σε μια χώρα που βρισκόταν σε διαδικασία έντονης οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Ωστόσο, η λύση δεν θα μπορούσε να υπερβεί την απλή κοινοβουλευτική στήριξη και τις γραμμές που ορίζονταν στις τριμερείς συμφωνίες που έγιναν, καθώς η σοσιαλιστική κυβέρνηση επέλεξε να διατηρήσει μια λογική «καλού μαθητή» απέναντι στις Βρυξέλλες. Κάνοντας βιώσιμη μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, ωστόσο, η Αριστερά εκτόπισε τη Δεξιά και την οπισθοδρομική της ατζέντα από τη διακυβέρνηση. Παρά τους πολιτικούς κινδύνους που υπήρχαν, αυτή ήταν μια περίοδος αποκατάστασης των δικαιωμάτων και του εισοδήματος.
Αυτή ήταν η στιγμή που κατέστησε δυνατή τη διακοπή της λιτότητας και θα συνιστούσε κοινωνική ανάσα. Ωστόσο, η περαιτέρω πρόοδος και οι δημόσιες επενδύσεις καθυστερούσαν λόγω των κανόνων για το έλλειμμα, αλλά και των ίδιων των Βρυξελλών, η ανάκτηση των εργασιακών δικαιωμάτων μετατέθηκε για το τέλος της θητείας, ενώ η κυβέρνηση θα έβρισκε στήριξη από τη Δεξιά για οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα.
Στις εκλογές του 2019, το Σοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισε αξιοποιώντας την πρόοδο που είχε επιτευχθεί προηγουμένως, το Μπλόκο της Αριστεράς εξασφάλισε την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση, αν και έχασε ψήφους, και το Κομμουνιστικό Κόμμα έχασε σχεδόν το 1/3 των βουλευτών του. Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψη, το Μπλόκο εξακολουθούσε να θεωρείται ως αντίβαρο και εγγυητής της προόδου. Παρόλο που η ανάγκη για διαπραγματεύσεις παρέμενε, το Σοσιαλιστικό Κόμμα επέλεξε να πλεύσει χωρίς πυξίδα, διακινδυνεύοντας μια πολιτική κρίση κάθε φορά που απαιτούνταν η στήριξη από τα κόμματα της Αριστεράς. Με τη βοήθεια του προέδρου, η κορύφωση της δραματοποίησης ήρθε το 2022, όταν ο προϋπολογισμός του έτους απορρίφθηκε από το Μπλόκο και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι πρόωρες εκλογές του 2022 είχαν ως αποτέλεσμα την απόλυτη πλειοψηφία των Σοσιαλιστών, αλλά άνοιξαν τον δρόμο για την εκθετική αύξηση της Ακροδεξιάς.
Παρόλο που αυτή ήταν μια περίοδος ελπίδας και ανάκαμψης των δικαιωμάτων, το Σοσιαλιστικό Κόμμα κατέστησε αδύνατη την εμβάθυνση αυτής της πολιτικής. Ταυτόχρονα, η Ριζοσπαστική Αριστερά εγκλωβίστηκε κάπως από τις διαπραγματεύσεις και οι κινητοποιήσεις δεν πίεσαν περισσότερο, αν και υπήρχαν κάποιοι ενεργοί τομείς, ιδιαίτερα οι επισφαλείς εργαζόμενοι. Ακόμα, η άρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος να παραχωρήσει περισσότερα δικαιώματα σχετικά με την εργασία, τη στέγαση και την περίθαλψη, μαζί με το ξεπούλημα της χώρας στον τουρισμό που έφερε χαμηλούς μισθούς, επισφαλή εργασία και στεγαστική κρίση, άνοιξε έναν πολιτικό χώρο για την Ακροδεξιά, που αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχει 50 βουλευτές στο Κοινοβούλιο.
Παρόλ’ αυτά, το μέλλον είναι ακόμα δικό μας.
Maria Manuel Rola,
πρώην βουλεύτρια του Μπλόκο της Αριστεράς και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του