Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, από την πρώτη της θητεία, είχε θέσει ως ζήτημα αιχμής και επιβεβαίωσης της ισχύος της την καθυπόταξη των εκπαιδευτικών διαμέσου της αξιολόγησης. Το τελευταίο διάστημα, «οι εγκέφαλοι» του υπουργείου Παιδείας κατάλαβαν ότι η εξόφθαλμα εργαλειακή χρήση της δικαιοσύνης, με τις αυτοματοποιημένες αποφάσεις κήρυξης ως παράνομης της απεργίας-αποχής από την αξιολόγηση, είναι ατελέσφορη. Σκέφτηκαν ότι είναι εύκολο να υποκαταστήσουν, επικοινωνιακά, την δικαιοσύνη και να παρουσιάσουν κάποιες αποφάσεις της, που κηρύσσουν παράνομη την απεργία-αποχή, ως μόνιμες και αμετάκλητες, αποκρύπτοντας την δυνατότητα επαναπροκήρυξης απεργιών με διαφοροποιημένο πλαίσιο. Η επαναπροκήρυξη έχει γίνει ήδη πολλές φορές και αποτελεί μια δικλείδα ασφαλείας για τη διαφύλαξη του συνταγματικού δικαιώματος των εργαζομένων στην απεργία.
Πέρασαν, λοιπόν, σε δεύτερο κύμα επίθεσης εναντίον της αγωνιζόμενης εκπαιδευτικής κοινότητας. Με εγκύκλιο που στάλθηκε σε όλα τα σχολεία, το υπουργείο καταργεί στο διηνεκές το δικαίωμα της απεργίας, απειλώντας ανοιχτά τους εκπαιδευτικούς με πειθαρχικές διώξεις αν δηλώσουν απεργία-αποχή από την αξιολόγηση. Οι αρχιτέκτονες αυτών των αποφάσεων επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα εκβιαστικό κλίμα ανασφάλειας και φόβου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε αρχικά απέναντι στους νεοδιόριστους με επίδικο την μονιμοποίησή τους. Τώρα το φοβικό κλίμα επιχειρείται να επεκταθεί σε όλους τους εκπαιδευτικούς, με γενικευμένη χρήση των κλήσεων «για διευκρινίσεις» από τις διευθύνσεις εκπαίδευσης, Ένορκων Διοικητικών Εξετάσεων (ΕΔΕ) και πειθαρχικών διώξεων. Τέτοια χρονοβόρα διοικητικά μέτρα είναι βέβαιο ότι δεν ενέχουν πραγματικούς κινδύνους όπως είναι η καθυστέρηση της συνταξιοδότησης ή η μισθολογική στασιμότητα. Αυτό που επιτυγχάνουν είναι η ένταση της πίεσης, ο ψυχολογικός εκβιασμός και το χτύπημα του αγωνιστικού φρονήματος των εκπαιδευτικών.
Θα περίμενε κανείς, απέναντι σε τέτοιες μεθόδους, τα σωματεία των εκπαιδευτικών να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να στηρίξουν με επικοινωνιακούς, νομικούς και συνδικαλιστικούς τρόπους τα μέλη τους. Απεναντίας, σιγή ιχθύος έχει επιβληθεί στα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών των καθηγητών (ΟΛΜΕ) και των δασκάλων (ΔΟΕ), από τις παρατάξεις που έχουν την πλειοψηφία και πρόσκεινται στη Νέα Δημοκρατία, στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τη Νέα Αριστερά. Καμιά ανακοίνωση στα σχολεία, καμιά ανάρτηση στα σάιτ των ομοσπονδιών ενώ καθημερινά εντείνεται από τις διευθύνσεις εκπαίδευσης σε όλη την χώρα η τρομοκρατική μέθοδος κλήσης απεργών εκπαιδευτικών σε πειθαρχικά. Έφτασαν μάλιστα να καλέσουν σε πειθαρχικό και τον πρόεδρο της ΕΛΜΕ Λευκάδας! Φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι αυτές οι παρατάξεις έχουν εγκαταλείψει την αντίσταση απέναντι στην ατομική αξιολόγηση, υπονομεύουν τον σκληρό αγώνα πολλών εκπαιδευτικών που αντιστέκονται και έχουν συνταχθεί σε μια στάση απροκάλυπτου κυβερνητικού συνδικαλισμού. Ας δεχθούμε ότι κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο, το έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν, από τους δεξιούς και τους πασόκους. Να συμπράττουν όμως σ’ αυτή την κατάπτυστη στάση και οι παρατάξεις που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά; Να την συντηρούν συνδικαλιστές της Νέας Αριστεράς που είναι ταυτόχρονα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος; Αυτό δεν χωνεύεται με τίποτα…
Ας περιγράψουμε μια χαρακτηριστική περίπτωση συνδικαλιστή, στελέχους της παράταξης ΣΥΝΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ - Νέα Αριστερά): διατηρώντας ταυτόχρονα τους ρόλους του διευθυντή και του αιρετού, αριστεύσας στη συνέντευξη επιλογής διευθυντών μαζί με όλους τους εγκάθετους της ΔΑΚΕ, ανταγωνίζεται τις υπουργικές εγκυκλίους στην κινδυνολογία και τον εκφοβισμό για την απεργία-αποχή από την αξιολόγηση και προγραμματίζει ως διευθυντής την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών του σχολείου του ενώ παλιότερα δήλωνε, για να θολώσει τα νερά, ότι θα παραιτηθεί από τη θέση του αν εξαναγκαστεί να αξιολογήσει συναδέλφους. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι τέτοιας «ποιότητας» συνδικαλιστές έχουν ξεφτιλιστεί πλήρως στα μάτια του εκπαιδευτικού κόσμου και δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο σε γραφειοκρατικούς ρόλους διευθυντών σχολείων και αιρετών εξυπηρετώντας συμπλεγματικές φιλοδοξίες, πελατειακές σχέσεις, λειτουργώντας ως το άλλοθι μιας άτεγκτης διοίκησης και ως το μακρύ χέρι των επιδιώξεων του υπουργείου.
Πάνος Δημητρούδης