Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή παραμένουν καταιγιστικές –και ταυτόχρονα αιματηρές– πράγμα που οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα ότι εντείνονται οι προσπάθειες για τη δημιουργία μιας «νέας» Μέσης Ανατολής, εν όψει, μάλιστα, της επανόδου του Ντόναλντ Τραμπ στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ. Εύλογο, επίσης, είναι και το συμπέρασμα ότι η συνέχιση και η αναζωπύρωση περιφερειακών συγκρούσεων, όπως στη Συρία, αντανακλούν τις διεθνείς αντιπαλότητες για την ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος.
Ο Λιβάνος
Η έναρξη του νέου πολέμου Ισραήλ - Χεζμπολά είχε ως αποτέλεσμα τους μαζικούς ισραηλινούς βομβαρδισμούς στον νότιο Λίβανο και όχι μόνο, που προκάλεσαν τον θάνατο εκατοντάδων αμάχων, και τις ιδιαίτερα εκτεταμένες καταστροφές υποδομών και κτιρίων στην πολύπαθη χώρα του Κέδρου. Παράλληλα, η μαζική υβριδική επίθεση του Ισραήλ εναντίον μελών της Χεζμπολά με την ταυτόχρονη έκρηξη των βομβητών τους, με νεκρούς και περισσότερους από δυόμισι χιλιάδες τραυματίες, μεταξύ των οποίων και περαστικοί, τη δολοφονία του ηγέτη της οργάνωσης Χασάν Νασράλα, αλλά και τα πλήγματα σε αποθήκες όπλων, αποδυνάμωσε βεβαίως την σιιτική αυτή οργάνωση αλλά, όπως φαίνεται, δεν την διέλυσε, εφόσον ο ισραηλινός στρατός δεν πέτυχε, όπως φαίνεται, τους στόχους του.
Μετά από τρεις μήνες μαχών, τέθηκε σε ισχύ, στις 27 Νοεμβρίου, συμφωνία εκεχειρίας μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολά, διαρκείας εξήντα ημερών, οι λεπτομέρειες της οποίας, όμως, δεν έγιναν γνωστές. Σύμφωνα, πάντως, με τα όσα ανακοινώθηκαν, η Χεζμπολά είναι υποχρεωμένη να αποσυρθεί σε βάθος τριάντα χιλιομέτρων από τα σύνορα με το Ισραήλ, στα οποία περιλαμβάνεται και ο ποταμός Λιτανί, και να καταστραφούν οι υποδομές της, ώστε να μην μπορεί να επανέλθει. Τη θέση των κυανοκράνων του ΟΗΕ για την επιτήρηση της τήρησης των όρων της εκεχειρίας, θα πάρει ο στρατός του Λιβάνου, που, όμως, όπως ανακοίνωσε ο ίδιος, δεν έχει τα μέσα (χρήματα, άνδρες, εξοπλισμό) για να επιτελέσει αυτό το έργο. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γαλλία, αρχιτέκτονες της συμφωνίας εκεχειρίας, δήλωσαν ότι θα βοηθήσουν τον λιβανέζικο στρατό στο έργο του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι για να δεχθεί τη γαλλική συμμετοχή, ο ισραηλινός πρωθυπουργός απαίτησε από το Παρίσι να αγνοήσει το ένταλμα σύλληψης του που εξέδωσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Πρόκειται για μια κάπως διευρυμένη επανάληψη της απόφασης 1701 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που αφορούσε τον πόλεμο του 2006, δηλαδή όχι μόνο ζητείται ο αφοπλισμός της Χεζμπολά, ώστε να διασφαλιστεί το Ισραήλ, αλλά και επαναδημιουργείται, εκ των πραγμάτων, η λεγόμενη ζώνη ασφαλείας στον νότιο Λίβανο, από την οποία αποχώρησε το Ισραήλ το 2000. Προς το παρόν η εκεχειρία παραμένει διάτρητη, καθώς το Ισραήλ συνεχίζει τις επιθέσεις στον Λίβανο εναντίον όσων στόχων θεωρεί ως απειλή. Είναι σαφές ότι η εκεχειρία, ακόμα και εάν τηρηθεί, δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα: αποδυναμώνει τη Χεζμπολά και την ιρανική επιρροή αλλά δεν μπορεί να τις απαλείψει. Αντιθέτως, ενδέχεται να επιδράσει διαλυτικά στις περίπλοκες εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες του Λιβάνου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την εύθραυστη σταθερότητα της χώρας.
Η Γάζα
Είναι προφανές ότι το Ισραήλ αποδέχθηκε την εκεχειρία στον Λίβανο ώστε να μπορέσει να εντείνει ακόμα περισσότερο, την ήδη ασφυκτική, πίεση στην Γάζα την οποία συνεχίζει να σφυροκοπά ανελέητα και όπου έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από σαράντα πέντε χιλιάδες άνθρωποι και έχουν τραυματιστεί περίπου εκατόν πέντε χιλιάδες άλλοι, ενώ συνεχίζεται ο αποκλεισμός της τροφοδοσίας της. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Διεθνής Αμνηστία σε έκθεσή της καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «υπάρχουν βάσιμα στοιχεία ότι το Ισραήλ συνεχίζει να διαπράττει γενοκτονία των Παλαιστινίων στην Γάζα, εφόσον οι καταστροφές που προκάλεσε έχουν κάνει μη κατοικήσιμες μεγάλες εκτάσεις της, […] ενώ οι συνθήκες ζωής που έχει επιβάλει στους κατοίκους της Γάζας δημιούργησαν ένα θανατηφόρο μείγμα υποσιτισμού, πείνας και ασθενειών και εξέθεσαν τους Παλαιστίνιους σε έναν αργό, υπολογισμένο θάνατο. […] Το Ισραήλ υπέβαλε επίσης εκατοντάδες Παλαιστίνιους από τη Γάζα σε απομόνωση, βασανιστήρια και άλλη κακομεταχείριση».
Αντίστοιχα είναι και τα ευρήματα της ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ με αντικείμενο τη διερεύνηση των πράξεων του ισραηλινού στρατού στη Γάζα, που, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασε, έχει όλα τα χαρακτηριστικά γενοκτονίας και επισημαίνει ότι το Ισραήλ «προκαλεί σκόπιμα μαζικές απώλειες αμάχων και [δημιουργεί] συνθήκες που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των Παλαιστινίων, με την παρεμπόδιση της εισόδου ανθρωπιστικής βοήθειας». Τέλος, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατηγορεί το Ισραήλ για εγκλήματα πολέμου στην Γάζα, αφού «έχει επιβάλει μαζικό και αναγκαστικό εκτοπισμό των Παλαιστινίων στην περιοχή», ενώ κατηγορεί τις ισραηλινές δυνάμεις για «παράνομες και σκόπιμες κατεδαφίσεις κατοικιών και πολιτικών υποδομών» με στόχο τη δημιουργία «ζωνών ασφαλείας» και «διαδρόμων ασφαλείας», από τους οποίους οι Παλαιστίνιοι ενδέχεται να εκτοπιστούν μόνιμα. Προφανώς, το Ισραήλ απορρίπτει ως αβάσιμα τα στοιχεία που παρουσιάζονται στις εκθέσεις αυτές, μετρώντας όπως φαίνεται τις λίγες ημέρες που απομένουν μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δήλωσε στις 2 Δεκεμβρίου ότι θα γίνει κόλαση εάν δεν έχουν επιστρέψει οι ισραηλινοί όμηροι στα σπίτια τους μέχρι τις 20 Ιανουαρίου.
Η Συρία
Μετά την εκδίωξη των τζιχαντιστών του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου από τη Συρία, οι δυνάμεις του προέδρου Άσαντ έλεγχαν περίπου το 80% του εδάφους της χώρας, ενώ επακολούθησε κατάπαυση του πυρός μετά τις σχετικές συμφωνίες που αποδέχθηκαν οι αντιμαχόμενες συριακές παρατάξεις. Εκτός ελέγχου της συριακής κυβέρνησης βρίσκονται τμήματα του συριακού βορρά που έχουν κουρδικό πληθυσμό και έχουν κατακτηθεί παρανόμως από τον τουρκικό στρατό, αλλά και η επαρχία Ιντλίμπ. Μετά την έναρξη του πολέμου στην Γάζα, το Ισραήλ βομβάρδιζε ιρανικές θέσεις και θέσεις της Χεζμπολά, φαινόταν, όμως, ότι το εσωτερικό μέτωπο είχε παγώσει.
Ωστόσο, στις 27 Νοεμβρίου, ισλαμιστές της Χαγιάτ Ταχρίρ ας Σαμς, που συνδέεται με την Αλ Κάιντα, καθώς και μαχητές του Συριακού Εθνικού Στρατού, αντικυβερνητικός συνασπισμός που υποστηρίζεται από την Τουρκία και τάσσεται κατά των Κούρδων της Συρίας, εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση καταλαμβάνοντας το Χαλέπι, τη δεύτερη σημαντικότερη πόλη της χώρας, καθώς και την πόλη Χάμα, ισχυριζόμενοι ότι απαντούν σε κυβερνητικές επιθέσεις εναντίον τους.
Οι λόγοι για τους οποίους αναζωπυρώθηκε τώρα η σύγκρουση στην Συρία σχετίζονται με το γεγονός ότι ο πόλεμος στη Συρία είναι ένας πόλεμος διά αντιπροσώπων, δηλαδή ένας πόλεμος που, εξ ορισμού, δύσκολα θα σταματήσει. Επίσης, η Τουρκία επιμένει να δημιουργήσει προτεκτοράτο στον συριακό Βορρά, κατοικούμενο από Κούρδους, και να αλλοιώσει την πληθυσμιακή του σύνθεση εγκαθιστώντας εκεί τους Σύρους πρόσφυγες που βρίσκονται στο έδαφός της. Τη στιγμή αυτή, οι βασικοί σύμμαχοι της συριακής κυβέρνησης, δηλαδή η Ρωσία, το Ιράν και η Χεζμπολά είτε έχουν στραμμένο αλλού το ενδιαφέρον τους είτε έχουν αποδυναμωθεί. Έτσι, η συγκυρία φαίνεται να ευνοεί τους αντιπάλους του συριακού καθεστώτος, χωρίς, πάντως, να είναι σίγουρο ότι θα επιτύχουν τους στόχους τους, αφού τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν έχουν πολλά να χάσουν από ενδεχόμενη κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ.
Όπως προκύπτει, οι εξελίξεις στην περιοχή προμηνύουν ιδιαίτερα επικίνδυνη περίοδο για τη Μέση Ανατολή, απειλώντας την περιφερειακή σταθερότητα, ενδεχόμενο ακόμα πιο δυσοίωνο εν όψει της διακυβέρνησης Τραμπ.