Την περασμένη Πέμπτη ψηφίστηκε από τη Βουλή το νομοσχέδιο ενσωμάτωσης στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία «για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ», το οποίο η κυβέρνηση είχε φέρει στη Βουλή με τη μέγιστη δυνατή καθυστέρηση, κυριολεκτικά στην εκπνοή της διετούς προθεσμίας από την υιοθέτηση της Οδηγίας το 2022. Όπως ήταν αναμενόμενο, απορρίφθηκαν οι τροπολογίες που κατέθεσαν το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Αριστερά.
Ο νέος νόμος παραβιάζει το πνεύμα και το γράμμα της Οδηγίας της ΕΕ ως προς τα κριτήρια, τους δείκτες και τις τιμές αναφοράς για τον καθορισμό επαρκών κατώτατων μισθών, ώστε να διασφαλίζεται ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους τους εργαζόμενους. Επίσης, προσπαθεί να περιορίσει τον κοινωνικό διάλογο για τις αλλαγές στο σύστημα συλλογικών εργασιακών σχέσεων, που εγκαθίδρυσε με σειρά νόμων η κυβέρνηση της ΝΔ τα τελευταία πεντέμισι χρόνια και το οποίο καθήλωσε τον βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) στο ποσοστό 27-30%, που κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες της Ε.Ε. με τις χειρότερες επιδόσεις, έναντι του ελάχιστου 80% που προβλέπει η Οδηγία.
Η κύρωση της Οδηγίας ως ευκαιρία για την κυβέρνηση
Η κύρωση της Οδηγίας αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση ως ευκαιρία για να επιτύχει τέσσερα πράγματα. Πρώτον, να παγιώσει ως σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού το μνημονιακό μέτρο νομοθέτησής του από την εκάστοτε κυβέρνηση, ακυρώνοντας την προοπτική επιστροφής στο προηγούμενο καθεστώς καθορισμού του κατώτατου μισθού από τους κοινωνικούς εταίρους με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Δεύτερον, να αποκλείσει την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στον δημόσιο τομέα, παραβιάζοντας το γράμμα της Οδηγίας για ενιαίο κατώτατο μισθό σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Τρίτον, να «κλειδώσει» ένα μαθηματικό τύπο αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού από το 2028, που παραλείπει αρκετά από τα ελάχιστα υποχρεωτικά κριτήρια που ορίζει η Οδηγία και είναι βασικά για τον προσδιορισμό του επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης (π.χ. αγοραστική δύναμη και κόστος διαβίωσης, γενικό επίπεδο και κατανομή των μισθών), ενώ προβλέπει πληθώρα ασφαλιστικών δικλείδων όσον αφορά την πορεία της οικονομίας (απόκλιση πληθωρισμού από το στόχο της ΕΚΤ, αύξηση ανεργίας, ανισορροπία ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, δημοσιονομικές δυνατότητες, υπέρβαση του 60% του διάμεσου μισθού) που μπορούν να ακυρώσουν εντελώς την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού επί σειρά ετών.
Τέλος, βασική επιδίωξη της κυβέρνησης μέσω του νέου νόμου είναι να υποβαθμίσει τον κοινωνικό διάλογο, αφού αυτός απειλεί με ανατροπή την μέχρι τώρα κυβερνητική πολιτική καθήλωσης/περιορισμένης αύξησης των μισθών. Συγκεκριμένα, η διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους για τη διαμόρφωση του σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που προβλέπεται από το σχέδιο νόμου, ταυτίζεται με την πρόσκληση του/της Υπ. Εργασίας προς τους κοινωνικούς εταίρους για εξπρές κατάθεση ξεχωριστών προτάσεων από κάθε συνδικαλιστική και εργοδοτική οργάνωση τις οποίες θα λάβει υπόψη της η κυβέρνηση. Όμως, η δεινή θέση της χώρας μας ως προς το βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθιστά λογικά απαραίτητο έναν εκτεταμένο τριμερή κοινωνικό διάλογο που να καταλήξει σε κομβικές νομοθετικές αλλαγές που θα άρουν τα θεσμικά εμπόδια για τη διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό-κλαδικό επίπεδο και την κάλυψη των μισθωτών από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (επεκτασιμότητα συμβάσεων, αρχή ευνοϊκότερης ρύθμισης, διαιτησία, δικαίωμα απεργίας).
Η δυναμική της Οδηγίας θα φανεί το 2025
Ωστόσο, ακόμα και εάν ο νόμος ψηφίστηκε ανεμπόδιστα από την κυβερνητική πλειοψηφία, η δυναμική που δημιουργεί η εφαρμογή της Οδηγίας ευνοεί τους εργαζόμενους, τα συνδικάτα και τους κοινωνικούς και πολιτικούς τους συμμάχους.
Το 2025 θα λάβει χώρα η προβλεπόμενη από το νέο νόμο διαδικασία καθορισμού του «επαρκούς νομοθετημένου μισθού και ημερομισθίου» για τα έτη 2025, 2026 και 2027 και η διαβούλευση για τη διαμόρφωση του Σχεδίου Δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που θα πρέπει να κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι δεν θα μπορέσει να αποφύγει την επέκταση του κοινωνικού διαλόγου πέραν των προβλεπόμενων από το νόμο περιοριστικών διαδικασιών, ιδίως εάν οι διεκδικήσεις των συνδικάτων στηριχθούν από κινητοποιήσεις και κοινωνικές πρωτοβουλίες. Επίσης γνωρίζει, ότι θα υποχρεωθεί σε θεσμικές αλλαγές, διότι το Σχέδιο Δράσης θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα που να αυξάνουν το ποσοστό κάλυψης των μισθωτών από ΣΣΕ και διότι κινδυνεύει να αποδοκιμαστεί πολιτικά από τους μισθωτούς μαζικά, εφόσον και μετά την άνοδο της ΝΔ στην κυβέρνηση το 2019 δεν έχουν δει άσπρη μέρα, ενώ τα κέρδη του κεφαλαίου, ιδίως των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων και τραπεζών εκτοξεύτηκαν.
Πολύ χαμηλοί μισθοί, ανεπαρκής κατώτατος
Όσον αφορά τον κατώτατο μισθό, ενώ αυτός ανέκαμψε και την περίοδο 2014-2019 και την περίοδο 2019-2023, το 2023 ανέρχονταν στο 39,6% του μέσου και στο 49,5% του διάμεσου μισθού, δηλαδή είχε απόσταση από το 50% και το 60% αντίστοιχα, που προτείνει η Οδηγία ως τιμές αναφοράς για την αξιολόγηση της επάρκειας του κατώτατου μισθού. Εκτός από το ζήτημα της σχέσης τους με τον μέσο και διάμεσο μισθό, ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο δεν είναι σήμερα επαρκείς διότι δεν καλύπτουν τις βασικές ανάγκες που αντιστοιχούν σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο αυτόνομης διαβίωσης. Γι’ αυτό και ο καθορισμός σε εθνικό επίπεδο ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών που να εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής και ο υπολογισμός του σε πραγματικές τιμές είναι καθοριστικής σημασίας και θα πρέπει να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για τον προσδιορισμό του κόστους (ανεξάρτητης) διαβίωσης και του ύψους του κατώτατου μισθού.
Όσον αφορά τους μισθούς γενικά, αυτοί δεν ανέκαμψαν μετά την καταβαράθρωσή τους την περίοδο των μνημονίων, λόγω της αρνητικής εξέλιξής τους στις κρίσεις της πανδημίας και του κόστους ζωής. Τα Μνημόνια μείωσαν τον πραγματικό μέσο μισθό (δηλ. την αγοραστική του δύναμη) κατά 26%, αλλά αυτός υποχώρησε κατά 0,9% και την περίοδο 2019-2023, ενώ το ποσοστό υποχώρησης θα ήταν πολύ μεγαλύτερο εάν τα στατιστικά στοιχεία για την περίοδο της πανδημίας συνυπολόγιζαν και τις εισοδηματικές απώλειες των εργαζόμενων σε αναστολή σύμβασης. Ως αποτέλεσμα, το 2022, η Ελλάδα είχε τον τρίτο χειρότερο ετήσιο μισθό σε όρους αγοραστικής δύναμης, μετά το Μεξικό και την Κολομβία, ανάμεσα σε 35 χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ το 2023 είχε το χαμηλότερο μέσο ωρομίσθιο σε όρους αγοραστικής δύναμης στην Ε.Ε. Η μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών είτε δεν τα βγάζει πέρα είτε απλά τα βολεύει τσίμα-τσίμα.
Επιτακτική η ανάγκη διαλόγου και μετώπων
Το εργασιακό μοντέλο των χαμηλών μισθών δεν είναι πλέον ούτε οικονομικά βιώσιμο, διότι συνεχίζει να εξωθεί στη μετανάστευση το νεανικό επιστημονικό δυναμικό της χώρας. Από την άλλη, η χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας και η εξειδίκευσή της σε τομείς και κλάδους έντασης εργασίας μεσαίας και χαμηλής ειδίκευσης αναπαράγει αυτό το εργασιακό μοντέλο. Ενόψει των διαδικασιών εφαρμογής του νόμου το 2025, είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου για το θέμα των μισθών και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που θα περιλαμβάνει τα συνδικάτα, τις εργοδοτικές οργανώσεις και κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου του διαλόγου, μπορεί να διερευνηθεί η δυνατότητα διαμόρφωσης κοινωνικών και πολιτικών μετώπων για την αλλαγή του αντεργατικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων και την ενίσχυση των δυνάμεων της εργασίας, των συνδικάτων και της συνδικαλιστικής δράσης.