Θύελλα προκάλεσε η τροπολογία που κατέθεσε την περασμένη Τρίτη το ΠΑΣΟΚ στα πλαίσια συζήτησης του νομοσχεδίου «Μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος, φορολογικά κίνητρα για την καινοτομία και τους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων και άλλες διατάξεις», σχετικά με την έκτακτη φορολόγηση των κερδών των τραπεζών για το 2023 και 2024.
Πιο συγκεκριμένα, η τροπολογία πρότεινε ότι «στα πιστωτικά ιδρύματα του άρθρου 3 του ν 4261/2014 επιβάλλεται έκτακτη εισφορά για τις χρήσεις 2023-2024, υπολογιζόμενη με συντελεστή 5% επί των κερδών προ φόρων, εφόσον τα κέρδη αυτά υπερβαίνουν το ποσό των 400 εκατ. ευρώ ανά χρήση».
Η πρόταση δεν είχε μόνο εισπρακτικό σκοπό, όπως εξήγησε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης από το βήμα της Βουλής, αλλά και πολιτικό, ώστε να δοθεί μήνυμα πίεσης ότι πρέπει να συμβάλλουν και οι τράπεζες στα βάρη της οικονομίας, ειδικά όταν δρουν σε ένα αρκετά ευνοϊκό πλαίσιο γι’ αυτές.
Υπενθυμίζεται πως οι 4 συστημικές τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς, Alpha, Eurobank) έχουν τύχει 3 ανακεφαλαιοποίησεων από το ελληνικό δημόσιο, ύψους άνω 38 δισ. ευρώ −τον Σεπτέμβριο δε η κυβέρνηση αποφάσισε την επέκταση του προγράμματος Ηρακλής για την εξυγίανση των τραπεζών, προσθέτοντας 1 δισ. στις εγγυήσεις του δημοσίου προς αυτές. Ταυτόχρονα, το επιτόκιο που δίνουν για τις καταθέσεις των πολιτών είναι εξαιρετικά χαμηλό, ειδικά σε σύγκριση με τον μέσο όρο στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ (το μέσο επιτόκιο στις καταθέσεις μιας ημέρας στην Ελλάδα είναι στο 0,03%, ενώ στην Ευρωζώνη 0,37%). Αντίθετα, οι ελληνικές τράπεζες επιβάλλουν από τα πιο υψηλά επιτόκια δανεισμού, ενώ ζήτημα έχει δημιουργηθεί και για το ύψος των προμηθειών που λαμβάνουν για κάθε λογής συναλλαγές, όπως και για τη δυσκολία χορήγησης δανείων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ιδιώτες. Σημειώνεται δε πως φέτος καταγράφεται αύξηση των κερδών των 4 συστημικών τραπεζών, που το πρώτο 9μηνο του 2024 ανήλθαν περίπου στα 3,5 δισ. ευρώ (την ίδια περίοδο για το 2023 ήταν στα 2,85 δισ. περίπου).
Η κυβέρνηση στο πλευρό των τραπεζιτών
Παρόλ’ αυτά, η κυβέρνηση κατηγόρησε το ΠΑΣΟΚ για λαϊκισμό και απέρριψε την τροπολογία. Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκη, μάλιστα, είχε επιλέξει να διαψεύσει κάθε τέτοιο σενάριο από την περασμένη Δευτέρα −πριν καν κατατεθεί η τροπολογία− στο 3ο Ελληνικό Επενδυτικό Συνέδριο, που διοργάνωσε η Morgan Stanley σε συνεργασία με το Χρηματιστήριο Αθηνών στο Λονδίνο, προκειμένου να «καθησυχάσει» τους τραπεζικούς κύκλους.
Αναμενόμενα, οι τραπεζίτες, όπως και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, είχαν αντιταχθεί στο μέτρο, ισχυριζόμενοι πως μια έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών θα καθυστερούσε την πλήρη εξυγίανσή τους. Αντίστοιχα, ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης τόνισε και στο Open και στην Ολομέλεια της Βουλής πως «εάν κάτι αποσταθεροποιούσε τις τράπεζες, θα θύμιζε την κρίση της περασμένης δεκαετίας όπου οι φορολογούμενοι κλήθηκαν τότε να τις στηρίξουν», αφήνοντας να εννοηθεί πως σε κάθε περίπτωση οι πολίτες θα πληρώνουν τα βάρη της οικονομίας πάντα. Απ’ τη μεριά του, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, έδωσε στη Ναυτεμπορική τρεις λόγους διαφωνίας: πως δεν επιτρέπεται κάτι τέτοιο από το ευρωπαϊκό πλαίσιο πια, πως δεν θα βοηθήσει τους πολίτες γιατί δεν θα πέσουν έτσι τα επιτόκια δανεισμού, το αντίθετο, και πως θα τεθεί η εξυγίανση των τραπεζών εν αμφιβόλω.
Εφικτό και θετικό μέτρο
Πηγές οικονομολόγων, όμως, επισημαίνουν στην «Εποχή» πως «τα τελευταία χρόνια σίγουρα έχουν γίνει μεγάλα βήματα εξυγίανσης των τραπεζών. Με το πρόγραμμα Ηρακλής (το οποίο βέβαια έχει σημαντικά προβλήματα στην υλοποίησή του στο σκέλος που αφορά τους δανειολήπτες) έχει μειωθεί το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που βρίσκονται στους ισολογισμούς των τραπεζών, βελτιώνοντας την εικόνα τους. Τη θετική αυτή πορεία την αναγνωρίζει και ο SSM, που είναι αρμόδιος για την εποπτεία της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε ευρωπαϊκό επίπεδο». Η έκτακτη εισφορά θα μπορούσε να αποφέρει μέχρι και 400 εκατ. ευρώ στο δημόσιο, όπως τονίζουν, που ναι μεν δεν ενδείκνυται για να χρηματοδοτηθούν μόνιμες παρεμβάσεις, εφόσον δεν είναι μόνιμο έσοδο, αλλά που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε πολιτικές για την αντιμετώπιση της ακρίβειας ή την αποκατάσταση φυσικών καταστροφών.
Όσον αφορά δε στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, υπενθυμίζεται πως η Ισπανία πριν λίγες εβδομάδες αποφάσισε την παράταση επιβολής έκτακτης εισφοράς των τραπεζών για άλλα τρία χρόνια, αυξάνοντάς τη, μάλιστα, από το 4,8% στο 7%. Σημειώνεται, επίσης, πως παρόμοια έκτακτη φορολόγηση είχε θεσπίσει πέρυσι και η Ιταλία, ενώ το 2023 σε τουλάχιστον 12 ευρωπαϊκές χώρες νομοθετήθηκαν κάποιου είδους έκτακτες εισφορές και φορολογήσεις στις τράπεζες, σύμφωνα με το European Banking Authority.
Αυτό που η έκτακτη εισφορά θα μπορούσε να επηρέαζε αρνητικά, είναι πιθανά το ύψος των μερισμάτων που θα λάμβαναν οι μέτοχοι. «Ένας έκτακτος φόρος μειώνει τα μετά-φόρων κέρδη από τα οποία διανέμεται το μέρισμα και άρα μειώνει τις προσδοκίες για το ύψος του μερίσματος, δημιουργώντας πίεση στην αξία των μετοχών. Η μείωση της τιμής της μετοχής έχει αντίκτυπο σε αυτούς που κατέχουν τις μετοχές (μειώνεται η αξία του περιουσιακού τους στοιχείου)», όπως μας εξηγούν οικονομικές πηγές, «αλλά δεν επηρεάζει αυτή καθεαυτή τη λειτουργία των τραπεζών. Ακόμη και το επιχείρημα ότι ένας φόρος αφαιρεί πόρους από τις τράπεζες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, για παράδειγμα, για επενδύσεις, δεν είναι βάσιμο όταν μιλάμε για μια επιβάρυνση ύψους μόλις 5%».
Η στάση της αντιπολίτευσης
Από τη μεριά των κομμάτων της αντιπολίτευσης, μεταξύ άλλων, ο αρμόδιος τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, Χάρης Μαμουλάκης σχολίασε πως «για τις τράπεζες είναι γνωστό ότι η ΝΔ τρομάζει και μόνο στην ιδέα να τις φορολογήσει», προσθέτοντας πως είναι αναμενόμενο όταν χρωστάει σ’ αυτές μισό δισ. ευρώ σε δάνεια. Ενώ ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε σε συνέντευξή του πως σαν μέτρο η έκτακτη εισφορά δεν αρκεί και πρότεινε «να δημιουργηθεί ένα ταμείο εγγυοδοσίας από τα υπερκέρδη των τραπεζών για τη χρηματοδότηση της οικονομίας».
Συμβολική χαρακτήρισε την τροπολογία ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Νίκος Καραθανασόπουλος, καθώς «το ΠΑΣΟΚ και ο ενιαίος ΣΥΡΙΖΑ είχαν δώσει τεράστια κίνητρα και φοροαπαλλαγές στους επιχειρηματικούς ομίλους και στις τράπεζες», ενώ ζήτησε να επιστρέψει άμεσα ο αναβαλλόμενος φόρος, να αυξηθούν οι φορολογικοί συντελεστές για το σύνολο των μονοπωλίων της χώρας και να καταργηθούν όλες οι φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο.
Ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης, από τη μεριά του, τόνισε στη Βουλή πως «αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή, με την ανοχή της κυβέρνησης, είναι άνευ προηγουμένου: Οι τράπεζες εμφανίζουν τεράστια κερδοφορία λόγω της σκανδαλώδους διαφοράς μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και επιτοκίου χορηγήσεων, αλλά και με τις υπέρογκες, με τις προκλητικές χρεώσεις προς τους καταναλωτές. Αλλά δεν χρησιμοποιούν την υψηλή κερδοφορία για να αποσβέσουν γρήγορα την αναβαλλόμενη φορολογία. Η κυβέρνηση αφήνει τις τράπεζες να μοιράζουν μερίσματα από τα υπερκέρδη».
Το πολιτικό μήνυμα
Η συγκεκριμένη τροπολογία, βέβαια, πέραν του οικονομικού της στίγματος, έχει και πολιτικό και όχι μόνο από τη σκοπιά που το έθεσε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αλλά για το ίδιο το κόμμα της αξιωματικής, πλέον, αντιπολίτευσης.
Βάσει των τελευταίων κινήσεων του ΠΑΣΟΚ (από την πρόταση για μείωση του ΦΠΑ, μέχρι τη συμμετοχή του προέδρου του στην απεργιακή πορεία της ΓΣΕΕ έπειτα από πολλά χρόνια κ.ά.), συμπεριλαμβανομένης και αυτής της τροπολογίας, φαίνεται πως επιλέγει να προβάλλει ένα πιο φιλολαϊκό πρόσωπο, κινούμενο προς τα αριστερά. Εκλογικά, άλλωστε, σε αυτή τη μεριά η δεξαμενή των αναποφάσιστων, απογοητευμένων και σε μετακίνηση ψηφοφόρων είναι αρκετά μεγάλη, μετά και από τις παλινωδίες του ΣΥΡΙΖΑ.
Παραμένει, όμως, το ερώτημα κατά πόσο μπορεί να υπηρετήσει αυτό το αφήγημα μέχρι τέλους το ΠΑΣΟΚ και δεν θα πέσει σε αντιφάσεις. Τι εννοεί ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ότι «ο μόνος τρόπος για να προχωράμε μπροστά, είναι η συναίνεση», όπως ανέφερε κατά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό την Τετάρτη; Τι στάση θα κρατήσει, βάσει αυτής της λογικής, στην αναθεώρηση του άρθρου 16 πχ, αλλά και σε σειρά άλλων νεοφιλελεύθερων πολιτικών της κυβέρνησης; Ερώτημα παραμένει, βέβαια, και πώς θα κινηθούν τα κόμματα της Αριστεράς, αν θα μπορέσουν τόσο να σταθεροποιηθούν, όσο και να είναι αυτά που θα λαμβάνουν πρωτοβουλίες για κοινωνικά ζητήματα, θέτοντας και μια πιο ριζοσπαστική ατζέντα πάλι.