Εάν κάτι ίσως παραγνωρίζεται όσον αφορά την ελληνικού τύπου νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση είναι η ειδική της ικανότητα να οχυρώνεται αποτελεσματικά, και μάλιστα ιδεολογικά και επιθετικά, απέναντι σε πολιτικούς φορείς, γεγονότα και κινήματα, τα οποία δρουν ανταγωνιστικά στην εν εξελίξει ανακατασκευή του υπάρχοντος. Πρόκειται για μια διακυβέρνηση καθόλα θετική τόσο με την έννοια της διατύπωσης ενός προτάγματος για το πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι τη ζωή τους στις διάφορες εκφάνσεις της (από το πώς να μετακινούνται και να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους μέχρι το πώς να συμμετέχουν στα κοινά και να αξιοδοτούν τις δημόσιες υπηρεσίες) όσο και με εκείνη της ενσωμάτωσης της θετικής ψυχολογίας στη χάραξη πολιτικής στρατηγικής και κυρίως στην επικοινωνία της. Ως προς τη δεύτερη προκείμενη, ήταν πασιφανές, ήδη πριν από τις εκλογές του 2019, το εγχείρημα του πρότζεκτ Μητσοτάκης να αποσπαστεί με όρους ψυχοπολιτικής από τα πολλαπλώς τραυματικά χρόνια των αλλεπάλληλων μνημονίων, ενώ βγάζει μάτι η διαπραγμάτευσή της κοινωνικής διαμαρτυρίας όχι μόνο ως πολιτικά άστοχης, ιδεολογικά ανορθολογικής ή πρακτικά απέλπιδας, αλλά και ως μίζερης, τοξικής και μεμψίμοιρης. Σε πλήρη συστοιχία, οι φορείς κάθε ανταγωνιστικής κοινωνικής κίνησης πέραν του να αντιμετωπίζονται ως πολιτικοί αντίπαλοι που πρέπει να τύχουν της ανάλογης μεταχείρισης, επενδύονται και με ένα αρνητικό φορτίο που τους ταυτίζει με την πολιτισμική υστέρηση, την αναχρονιστική γκρίνια, την αδυναμία κατανόησης της σαρωτικής αναδιαμόρφωσης του κοινωνικού ιστού και των επιθυμιών του τελευταίου.
Επανέρχεται, επομένως, συνεχώς στον δημόσιο διάλογο ένα ηγεμονικό σύνορο που διαχωρίζει τη θετικότητα από την αρνητικότητα, όσους ενσαρκώνουν το νέο κι όσους αγκιστρώνονται στο παρελθόν, τις δυνάμεις που έχουν τροχιοδρομηθεί στις ράγες των συλλογικών επιθυμιών κι εκείνες που αναμοχλεύουν ξεπερασμένα μέσα για αδιανόητους σκοπούς, το coolness από τον μιζεραμπιλισμό. Εντελώς αναμενόμενα, αυτή η αλληλοτροφοδοτούμενη δυναμική της θετικότητας και ο αντίστοιχος τροπισμός της εξουσίας φιλτράρουν και επανακωδικοποιούν με ανάλογο τρόπο πολιτικά γεγονότα όπως η εξέγερση του Δεκέμβρη, το κίνημα των πλατειών, αλλά και ευρύτερα τον συγκρουσιακό κύκλο της περιόδου 2006-2012. Αποτολμήστε να ανοίξετε ένα τέτοιο ζήτημα σε μια παρέα όντως αντιπροσωπευτική της κοινωνίας και θα εισπράξετε ένα ενοχλημένο μουγκρητό που, άναρθρα αλλά εύγλωττα, θα σας λέει, «ώχου τώρα, τι πας και τα σκαλίζεις, πάνε αυτά, τελειώσανε». Σε συνδυασμό δε με την έντονη επιθυμία για απώθηση των τραυματικών κοινωνικών συμβάντων (ποια θυμάται τα μνημόνια, το δημοψήφισμα, την πανδημική κρίση;) και την απότοκη γενικευμένη λήθη, πολυσήμαντα και δυσχερώς προσπελάσιμα γεγονότα, όπως η εξέγερση του Δεκέμβρη, αφυδατώνονται και συρρικνώνονται στα πιο θεαματικά τους συστατικά (βλ. φωτιές και σπαραγμό) τα οποία ούτως ή άλλως εικονοποιούνται και συμβολοποιούνται ευχερέστερα για να αξιοποιηθούν από όλες τις πλευρές.
Εάν, από την άλλη, κάτι μετά βεβαιότητας παραγνωρίζεται είναι η αναδιαμόρφωση των υποκειμένων με βάση τα παραπάνω αλλά και με βάση τις δυναμικές και τις τεχνικές διακυβέρνησης που εκδιπλώθηκαν τα χρόνια των διαδοχικών κρίσεων· όσο κι αν δεν μας αρέσει, η εξουσία μπορεί καμιά φορά και μιλά στις καρδιές των ανθρώπων συμμετέχοντας σε μια αναδόμηση των επιθυμιών, των σημασιών και των αξιών, ειδικά όταν αυτές εμφανίζονται ως οι μόνες δυνατές, που φυσικά καταλαμβάνει και τους πλέον αθώους του αίματος, του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου. Έτσι, μάλλον δεν έχει τόσο νόημα αυτή τη στιγμή μια επετειακή διάσωση του εξεγερσιακού πλούτου του Δεκέμβρη ή μια τελετουργική κατάφαση της κληρονομιάς του κινήματος των πλατειών, όσο μια έντιμη αποτίμηση του πού βρισκόμαστε και κυρίως του τι γινόμαστε, ατομικά και συλλογικά, του τι θυμόμαστε και τι έχουμε ξεχάσει· για να κάνουμε ξανά πράγματα μαζί.