Η σύνθεση μουσικής για παιδιά είτε για τη σκηνή είτε για το θέατρο είτε πρόκειται για ένα απλό παιδικό τραγούδι αποτελεί έναν ιδιάζοντα χώρο δημιουργίας για τους συνθέτες. Η πλούσια παρακαταθήκη των προηγουμένων δημιουργών που έχουν διακριθεί στον χώρο λειτουργεί ως σημείο αναφοράς και ως μέτρο για τους νεότερους οι οποίοι προσπαθούν να αφήσουν τα δικά τους χνάρια στο ιδιαίτερο αυτό μονοπάτι. Ο Γιώργης Χριστοδούλου αναμετράται και κερδίζει συνεχώς έδαφος καθώς συνδυάζει όλες εκείνες τις αρετές που απαιτούνται για να προσεγγίσεις , να διασκεδάσεις και να εκπαιδεύσεις τα παιδιά: φυσική ευγένεια, μεταδοτικότητα, ταλέντο και ανεπτυγμένο αίσθημα ευθύνης απέναντι στα παιδιά.
Ο Γιώργης Χριστοδούλου είναι συνθέτης, τραγουδοποιός, ερμηνευτής, με πλούσια δισκογραφία και αριστούχος απόφοιτος ανώτερης δραματικής σχολής με εξαιρετικές παραστάσεις στο ενεργητικό του. Διαθέτει επιτυχημένη καλλιτεχνική πορεία αποτέλεσμα της εμμονής του στην ποιότητα, τη συνέπεια και την εκλεκτική επιλογή των συνεργατών του.
Η ενασχόληση του με το παιδικό τραγούδι ξεκίνησε το 2021 με το Καμπαρέ των Ζώων και τώρα έρχεται το μουσικό βιβλίο «Μα πού πήγε το φεγγάρι;» (εκδόσεις Φουρφούρι), με νανουρίσματα όχι όπως ενδεχομένως τα έχουμε συνηθίσει, αλλά διασκεδαστικά και με αρκετή δόση χιούμορ. Με αφορμή το βιβλίο αλλά και την προσεχή εμφάνισή του Μέγαρο Μουσικής μιλά στην Εποχή.
Σας γνωρίσαμε ως συνθέτη, τραγουδοποιό και ερμηνευτή και μας ξαφνιάσατε ευχάριστα καθώς ανακαλύπτουμε σε σας έναν ευαίσθητο συνθέτη παιδικών τραγουδιών. Πώς ξεκίνησατε;
Με το παιδικό τραγούδι ασχολούμαι, ως τραγουδιστής, πριν ακόμα εμφανιστώ στη δισκογραφία. Τις πρώτες συναυλίες για παιδιά τις δώσαμε στο καφέ Παράσταση της οδού Βαλτετσίου, έπειτα στο Ateneum στην οδό Αμερικής κιύστερα σε διάφορους χώρους και θέατρα σ’ όλη την Ελλάδα. Τη δεκαετία του ’90δεν υπήρχαν συναυλίες με παιδικά ελληνικά τραγούδια. Είχα φτιάξει τότε μια ομάδα με τον σπουδαίο σολίστα της κλασικής κιθάρας και φίλο από το ωδείο Μιχάλη Σουρβίνο και τη Ζωή Τηγανούρια με το ακορντεόν της. Για τον κόσμο ήταν κάτι πρωτόγνωρο γιατί, ενώ κυκλοφορούσαν αξιόλογοι παιδικοί δίσκοι, κανείς δεν διοργάνωνε συναυλίες ειδικά για παιδιά. Αργότερα συμμετείχα ως καλεσμένος σε δίσκους για παιδιά αλλά είναι αλήθεια ότι άργησα να γράψω και να δισκογραφήσω τα δικά μου παιδικά τραγούδια. Υποθέτω ότι κάτι μέσα μου μού έλεγε πως η ευθύνη είναι διπλή.
Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο παιδικό τραγούδι που γράψατε;
Το Πάντα, σε στίχους του Αριστείδη Μάραντου. Είχα τότε την ιδέα να φτιάξουμε τραγούδια σαν μαθήματα φυσικής ιστορίας για παιδιά, με πρωταγωνιστές τα ζώα και τα έντομα του δάσους. Το τραγούδησε υπέροχα στο Καμπαρέ των Ζώων ο αξέχαστος φίλος σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης.
Ποια ήταν τα παιδικά σας ακούσματα;
Η Αρλέτα ήταν η πρώτη φωνή που με μάγεψε, στο κρατικό ραδιόφωνο. Όμως θυμάμαι καθαρά ότι την απόφαση να ασχοληθώ με το τραγούδι την πήρα σε ηλικία οκτώ ετών όταν είδα στην τηλεόραση έναν μαύρο τραγουδιστή να τραγουδά κάτι για μια «Μπλε γαρδένια». Εμφανιζόταν με ένα λευκό κοστούμι πίσω από ένα πιάνο και φορούσε λουλούδια στον λαιμό. Η φωνή του και η ερμηνεία του με έκαναν να κολλήσω στην οθόνη και να σκεφτώ «όταν μεγαλώσω θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά». Φυσικά δεν ήξερα ούτε ποιος τραγουδά ούτε πώς λέγεται το τραγούδι, έτσι έγραψα ένα γράμμα στον Γιώργο Παπαστεφάνου και την εκπομπή «Καλησπέρα κύριε Έντισον». Ύστερα από λίγους μήνες, πληροφορήθηκα από την εκπομπή πως πρόκειται για τον Νατ Κινγκ Κόουλ και την ταινία «Blue gardenia» κι έτρεξα να αγοράσω τον δίσκο.
Στην επιλογή των στίχων λαμβάνετε υπόψη σας τη σημερινή κοινωνική κατάσταση και ποιο είναι το βασικό μήνυμα που θέλετε να περάσετε στα παιδιά;
Πρώτο μας μέλημα είναι να έρθουν τα παιδιά στις συναυλίες και να δουν πώς λειτουργεί μια παράσταση με ζωντανή μουσική που «φτιάχνεται» εκείνη τη στιγμή μπροστά τους. Να μπουν σε ένα κλίμα συναυλίας. Πολλές φορές η ηχογραφημένη μουσική σε παιδικές θεατρικές παραστάσεις στερεί από τα παιδιά την ευκαιρία να νιώσουν τον παλμό της μουσικότητας μιας ζωντανής ερμηνείας.
Το μήνυμα που λαμβάνει ένα παιδί από ένα τραγούδι διαφέρει πάντα αναλόγως με την ηλικία του. Μπορεί να εστιάσει στον στίχο «Αν ο ένας είναι κλέφτης και ο άλλος δικαστής, σκότωσε εσύ τον φόβο και τον δράκο της ντροπής» ή στο «Ξέρω ποιο είν’ αυτό το τέρας, είν’ το τέρας της Δευτέρας, διαγώνισμα μυρίζει πρώτη ώρα της ημέρας» και να τον ερμηνεύσει διαφορετικά.
Υπηρετείτε συγχρόνως (και εδω να πούμε πως είστε από τους πρώτους που το ξεκίνησαν) τη ζωντανή συναυλία για παιδιά. Πώς αντιδρούν τα παιδιά;
Τα πιο μικρά παρακολουθούν, τα μεγαλύτερα έχουν πολλή όρεξη και θέλουν να συμμετέχουν είτε απαντώντας στα αινίγματα που τους βάζω είτε τραγουδώντας ή, κάποιες φορές, χορεύοντας όταν ο χώρος το επιτρέπει. Μου έχει τύχει να ξανασυναντήσω μικρούς θεατές στον δρόμο και διαπίστωσα ότι ο καθένας στέκεται κάπου αλλού. Μου κάνουν παρατηρήσεις, μου ζητούν τραγούδια. Τα παιδιά δεν έχουν φίλτρο, σου λένε αυτό που νιώθουν γι’ αυτό είναι οι πιο δύσκολοι ακροατές.
Πιστεύετε ότι κάπως έτσι δημιουργούνται οι αυριανοί ενήλικοι μουσικόφιλοι;
Τα παιδιά χρειάζονται ερεθίσματα. Επίσης το παιδί θα μιμηθεί θέλοντας και μη τα πρότυπο του, που είναι τις περισσότερες φορές οι γονείς του. Αν οι γονείς ακούν μουσική, το παιδί θα ακολουθήσει. Το ίδιο και αν οι γονείς είναι φιλαναγνώστες.
Οι γονείς πως συμπεριφέρονται σε μια συναυλία για παιδιά;
Θα σας φανεί παράξενο αλλά αρκετές φορές θέλουν κι αυτοί να συμμετάσχουν απαντώντας στις ερωτήσεις μου ή τραγουδώντας. Εξάλλου αυτά τα τραγούδια απευθύνονται και στο παιδί που κρύβουμε οι ενήλικες μέσα μας.
Μετά το Καμπαρέ των Ζώων, έρχεται το μουσικό βιβλίο «Μα πού πήγε το φεγγάρι;» και στα δύο έχετε εξαιρετικούς συνεργάτες και στιχουργούς και ερμηνευτές, με αποτέλεσμα να έλκετε και τους πιο απαιτητικούς ενήλικες ακροατές. Μιλήστε μας γι’ αυτές τις συνεργασίες.
Τα παιδικά τραγούδια είναι μια ευκαιρία για τον τραγουδιστή να εξερευνήσει την πιο αθώα πλευρά του. Στο «Μα πού πήγε το φεγγάρι» προσκάλεσα ερμηνευτές που ταιριάζουν στο κάθε τραγούδι, έτσι η Μαργαρίτα Ζορμπαλά τραγούδησε μια αργεντίνικη zamba με λατινοαμερικάνικο χρώμα, η Μάρθα Φριντζήλα το δημοτικοφανές «Προβατάκι» κι ο Μανώλης Φάμελλος μια ρυθμική μπαλάντα για την ελπίδα που κρύβεται πίσω από κάτι φαινομενικά σκοτεινό και συννεφιασμένο. Η Όλια Λαζαρίδου διαβάζει, εξαιρετικά, το κείμενο. Όλοι τους ταίριαξαν με την ατμόσφαιρα που ήθελα να υπάρχει και χρωμάτισαν με τη φωνή τους πολύ όμορφα αυτά τα τραγούδια. Τους ευχαριστώ πολύ όλους.
Η πορεία σας στον χώρο της μουσικής και της υποκριτικής μετράει ήδη πάνω από 30 χρόνια να υποθέσω πως η ώθηση οφείλεται στη νονά σας στο τραγούδι, όπως αποκαλείτε την Αρλέτα;
Η Αρλέτα σήμαινε και σημαίνει πολλά για μένα, με έχει διαμορφώσει, μου έχει δείξει δρόμους, μου έχει δώσει κουράγιο και πολλή αγάπη. Επαγγελματικά δεν με βοήθησε ποτέ όπως ενδεχομένως μπορεί να νομίζει κάποιος, δεν μεσολάβησε ποτέ για να καταφέρω κάτι, όμως ήταν η πρώτη που με ανέβασε πάνω στη σκηνή και εκείνη η χρονιά μαζί της είναι η σταθερή «βάση» μου σε ό,τι κάνω. Πάντα επιστρέφω σ’ αυτήν και σκέφτομαι ποια θα μπορούσε είναι η γνώμη της. Ήταν όπως έχει πει πολλές φορές η ίδια «νονά μου στο τραγούδι» και «μητέρα μου στη ζωή». Θα της χρωστάω πάντα απέραντη ευγνωμοσύνη.
Πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ «La noche que nunca llega» στη Λατινική Αμερική, στο οποίο συμμετέχετε μαζί με άλλους καταξιωμένους κουβανούς και χιλιανούς τραγουδοποιούς. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Ο Patricio Anabalon, γνωστός χιλιανός τραγουδοποιός είχε έρθει ως προσκεκλημένος της χιλιανής πρεσβείας για μια τιμητική εκδήλωση στη Δανάη Στρατηγοπούλου και έτσι συναντηθήκαμε και τραγουδήσαμε μαζί. Φέτος είχα τη χαρά να συμμετάσχω, ύστερα από πρόσκληση του ίδιου, στο τελευταίο του άλμπουμ μαζί με τους κορυφαίους τραγουδοποιούς της Κουβας, Silvio Rodriguez και Augusto Blanca. Τα δύο ντουέτα που περιλαμβάνονται στο άλμπουμ μπορείτε να τα ακούστε στις ψηφιακές πλατφόρμες μουσικής και έχουν τίτλο «La noche que nunca llega» και «El viento en los sauces».
Στις 16 του Δεκέμβρη παρουσιάζετε στη Μουσική βιβλιοθήκη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών την παράσταση «Pivert, Η κλασική μουσική αλλιώς». Να υποθέσω πως είναι μία ακόμα δημιουργική σας πλευρά;
Την ιδέα για ένα σχήμα με κλασικά όργανα που παίζουν τζαζ αυτοσχεδιάζοντας σε θέματα των μεγάλων συνθετών την είχε ο πολύ αγαπημένος συνεργάτης μου, ο εξαιρετικός φλαουτίστας Alfred Ruci. Με τον Αλφρεντ συνεργαζόμαστε εδώ και χρόνια και όταν μού είπε την ιδέα του, ενθουσιάστηκα.
Pivert στα γαλλικά σημαίνει τρυποκάρυδος, δρυοκολάπτης. Σαν δρυοκολάπτης της μουσικής, το Pivert σκαλίζει μελωδίες από τη Λίμνη των Κύκνων μέχρι τα Νυχτερινά και τα πρελούδια του Σοπέν και αυτοσχεδιάζει, όχι με το κλασικό σχήμα της τζαζ (πιανο, κοντραμπάσο, ντραμς), αλλά με κλασική κιθάρα, βιολοντσέλο και φλάουτο. Η συμμετοχή μου σ’ αυτή την παράσταση είναι λιγότερο τραγουδιστική και κυρίως αφηγηματική αφού παρουσιάζω και διηγούμαι ιστορίες για τα κλασικά έργα και τους δημιουργούς τους.
Γιώργης Χριστοδούλου «Pivert Chamber Jazz Trio» | Η κλασική μουσική …αλλιώς!
Ο Γιώργης Χριστοδούλου παρουσιάζει το Pivert chamber jazz trio, σε ένα ταξίδι στον κόσμο της κλασικής μουσικής, μέσα από απρόβλεπτους και ευρηματικούς δρόμους. Το Pivert chamber jazz trio αποτελείται από τρεις φίλους και εξαιρετικούς μουσικούς, τον Άλφρεντ Ρούτσι στο φλάουτο, τον Μπλέντι Τέλχα στην κλασική κιθάρα και τον Σταύρο Παργινό στο βιολοντσέλο.
Την Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου, στις 8.30μμ, στη Mουσική Bιβλιοθήκη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.