Σειρά δημοσκοπήσεων δείχνουν τη Νέα Αριστερά κάτω ή πολύ κάτω από τον πήχη του 3%, ενώ το όμορο ΜέΡΑ25 και το νεόκοπο Κίνημα Δημοκρατίας του Στ. Κασσελάκη πιο ψηλά. Αυτό έχει χτυπήσει καμπανάκι σε όσους και όσες δεν τυφλώνονται από το wishful thinking. Το κόμμα αυτό, και μαζί του ένας πολιτικός χώρος, κινδυνεύει με περιθωριοποίηση. Έχω αναφερθεί πολλάκις στις παθογένειες αυτού του χώρου που παραγνωρίζουν πλείστοι παράγοντες εντός του. Όμως, το πρόβλημα που προέκυψε μετά την αλλαγή ηγεσίας στο ΣΥΡΙΖΑ υπερβαίνει όλες αυτές τις παθογένειες, διότι συνιστά υπαρξιακό ζήτημα. Και είναι υπαρξιακό, διότι πρώτα τα κόμματα απαντούν στο ερώτημα γιατί υπάρχουν, ποιο κενό καλύπτουν, και μετά κρίνονται για οτιδήποτε άλλο. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η Νέα Αριστερά δημιουργήθηκε γιατί τα μέλη της διαφώνησαν με τη δεξιά στροφή Κασσελάκη και την απαξίωση της Αριστεράς που προέκυψε από τον τρόπο που πολιτευόταν, η αποπομπή του και η ανάδειξη στο τιμόνι του ΣΥΡΙΖΑ ενός «κανονικού» αριστερού στελέχους κάνει τους φίλους του κόμματος να ρωτούν ευλόγως: Τώρα γιατί δεν ενώνεστε πάλι;

Η απάντηση που θα δοθεί πρέπει να είναι πειστική, καθώς ο κόσμος δεν συγχωρεί τις υπεκφυγές και τα μισόλογα που υποκρύπτουν διαφωνίες για τη μοιρασιά της (μικρο)πολιτικής εξουσίας. Και η τιμωρία που μπορεί να επιφυλάξει ενδέχεται να είναι πολύ σκληρή. Για πολλούς από τους δυνητικούς ψηφοφόρους της Νέας Αριστεράς, λοιπόν, δεν βγάζει πλέον νόημα η αυτόνομη πορεία της. Η Νέα Αριστερά μπορεί να επανενωθεί με το ΣΥΡΙΖΑ ή μπορεί να προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα ευρύτερο σχήμα. Εκείνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να προτάσσει δικαιολογίες του τύπου «άλλαξε το DNA του ΣΥΡΙΖΑ», διότι αυτό δεν εξηγεί τίποτα, αντιθέτως πρέπει να εξηγηθεί. Και δεν αρκεί να πείθονται οι της Νέας Αριστεράς με τέτοιου είδους επιχειρήματα, που είναι εμφανές ότι ανακαλύπτονται τώρα για να βγουν από τη δύσκολη θέση τα ερωτώμενα στελέχη της. Πρέπει να πείθονται αυτοί και αυτές που ακούνε, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω.

Και οι δύο επιλογές που μένουν, ωστόσο, είναι υψηλού ρίσκου, γεγονός που πρέπει να γίνει αντιληπτό, όχι για να ακολουθηθεί –ως συνήθως– μια πορεία δια της διολισθήσεως και της αδράνειας κατά την οποία δεν είναι κανένας υπεύθυνος για τίποτα γιατί κανείς, άτομο ή συλλογικότητα, δεν τόλμησε να πάρει μία απόφαση, αλλά για να παρθεί επιτέλους μία πολιτική απόφαση που να μην έχει να κάνει με την απλή επιβεβαίωση μιας αριστερής ταυτότητας που ελάχιστους ενδιαφέρει ή με μια βραχμανική φλυαρία για τα πάντα που αδυνατεί να εστιάσει. Ισχυρίζομαι, δηλαδή, ότι η Νέα Αριστερά πρέπει να πάψει να κάνει βήματα σημειωτόν, καταδικασμένη από τη βεβαιότητα της ταυτοτικής απραξίας και την αβεβαιότητα της πολιτικής πράξης.

Και οι δύο επιλογές διαθέτουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η επιστροφή στον ΣΥΡΙΖΑ θα βοηθήσει την ανάκαμψή του και πιθανώς τη μέχρι νεωτέρας διατήρησή του ως μεγάλου «μαγαζιού» στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται για τις συγκρούσεις εντός της Αριστεράς και οι περισσότεροι δυνητικοί της ψηφοφόροι θα προτιμούσαν να ψηφίσουν ένα μεγάλο «μαγαζί», που παρόλα τα προβλήματά του θα μπορούσε να παίξει κάποιο ρόλο στην υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Μια τέτοια κίνηση, επίσης, θα έβαζε ένα λιθαράκι στη διαδικασία θεσμοποίησης ενός αριστερού κόμματος πέραν του ΚΚΕ και στην εμπέδωση της ιδέας ότι τα κόμματα είναι θεσμοί με τις καλές και τις κακές τους φάσεις, που δεν πρέπει να διαλύονται λες και είναι εύκολο να ξαναφτιαχτούν. Σε αυτή την περίπτωση, το επεισόδιο Κασσελάκη θα θεωρούνταν λήξαν και ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επιστρέψει δυνατός στην εξωστρεφή αντιπολίτευση. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάψει να σπαράσσεται από εσωτερικές έριδες και «συντροφικά» μαχαιρώματα ή ότι η «φρουρά Τσίπρα» θα δώσει τον χώρο που οφείλει στα στελέχη που εντάχθηκαν στη Νέα Αριστερά ή ότι το μη αριστερό συνονθύλευμα παραγόντων που έχουν μείνει στο ΣΥΡΙΖΑ δε θα συνεχίσει να υπονομεύει την προσπάθεια διαμόρφωσης καθαρού αντινεοφιλελεύθερου πολιτικού στίγματος. Μπορεί κάλλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο στη συνείδηση της κοινωνίας, όπως ισχυρίζονται τα στελέχη της Νέας Αριστεράς. Σε αυτή την περίπτωση, ας εξετάσουμε τη δεύτερη επιλογή.

Δυστυχώς, είναι πιθανό το ίδιο τέλος να επιφυλάσσει η ελληνική κοινωνία και στη Νέα Αριστερά ως εξίσου ή και πιο αδιάφορου μορφώματος σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχει γείωση, δεν έχει ορατότητα, δεν έχει πολιτικό στίγμα. Η «σοβαρή κοινοβουλευτική ομάδα» είναι μάλλον για εσωτερική κατανάλωση, καθώς είτε δεν ενδιαφέρει είτε δεν γίνεται καν αντιληπτό από το ευρύ κοινό. Ποιο θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι το πολιτικό στίγμα της Νέας Αριστεράς που θα της έδινε πειστικό λόγο αυτόνομης ύπαρξης; Η ελληνική κοινωνία παρακμάζει για κάθε ένα λόγο από τους παρακάτω: α) νεοφιλελευθερισμός, β) υπέρογκοι στρατιωτικοί εξοπλισμοί, γ) δημογραφική γήρανση, δ) περιβαλλοντική υποβάθμιση. Η Νέα Αριστερά μπορεί να διεκδικήσει ένα ρόλο λέγοντας: «για να δούμε άσπρη μέρα και να αποσοβήσουμε την επερχόμενη χρεοκοπία, το 2032, πρέπει να ξηλώσουμε το νεοφιλελεύθερο σύστημα αφαίμαξης του ελληνικού λαού και να πάψουμε να δουλεύουμε για να πληρώνουμε άχρηστα όπλα». Μπορεί, επίσης, να δημιουργήσει ένα συμμαχικό σχήμα με τα οικολογικά κόμματα, μια Κοκκινοπράσινη Συμμαχία που να επιδιώξει από καλύτερη θέση τη συγκρότηση ενός Λαϊκού Μετώπου με άλλες δυνάμεις του αριστερού ημισφαιρίου. Χωρίς όμως ιδιοκτησία ενός μεγάλου διακριτού προγραμματικού στόχου και χωρίς τολμηρές αλλά όχι προσχηματικές πρωτοβουλίες για συμμαχίες, η Νέα Αριστερά απλώς θα παρακαλάει να ευνοηθεί από την τύχη, δηλαδή την ατυχία των άλλων.

 

Δημήτρης Παπανικολόπουλος Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet