Το κείμενο δεν είναι ό,τι λέει ο τίτλος του: Είναι ένα κείμενο με αφορμή την ομώνυμη θεατρική παράσταση, το θεατρικό έργο του ιταλού συγγραφέα Μικέλε Σαντέραμο, που παρουσιάζεται στη Κυψέλη (στον χώρο 1927 Art Space μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου), σε σκηνοθεσία Ακτίνας Σταθάκη, αλλά και με αφορμή τις σκέψεις, τους προβληματισμούς, τις προοπτικές και τις οπτικές με αφετηρία όχι μόνο την παράσταση αλλά και την ίδια τη ζωή.

Η παράσταση είναι ό,τι λέει ο τίτλος: Ένα λαθραίο μουντιάλ που οργανώνουν διαφορετικές κοινότητες Ιταλών και μεταναστών σε μια φτωχή ιταλική πόλη του Νότου, για να χριστούν οι νικητές του τουρνουά ως οι αρχηγοί της γειτονιάς, μια ερωτική ιστορία και οι επιπλοκές που προκύπτουν στο παρασκήνιο αυτών των δύο παράλληλων συνθηκών. Αλλά είναι και ακόμα παραπάνω, ακριβώς γιατί ο έρωτας και το ποδόσφαιρο είναι πολλά παραπάνω, αν όχι τα πάντα. Ειδικά για τους πρωταγωνιστές του έργου σίγουρα ο έρωτας είναι τα πάντα.

 

Η  οπτική του συγγραφέα για το ποδόσφαιρο παραπέμπει στην παρόμοια προσέγγιση του ομοεθνή του -κινηματογραφικού- σκηνοθέτη Πάολο Σορεντίνο για τους Ναπολιτάνους με την ομάδα της πόλης τους και τον Μαραντόνα, στην ταινία «Hand of God». Εξάλλου, είμαστε ξανά στην Ιταλία, όπου το ποδόσφαιρο ως λαϊκό θέαμα και πάθος διαπερνάει απόλυτα κάθε ατομική και κοινωνική σφαίρα και καθίσταται ένα με την καθημερινότητα. Δεν είναι απλώς ένα χόμπι, μια δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου, είναι κάτι προσωπικό και ταυτόχρονα συλλογικό - κοινοτικό, προκαλώντας αισθήματα και υπαρξιακή αγωνία που κανείς δεν θα φανταζόταν ότι ένα απλό(;) άθλημα μπορείς να ξυπνήσει. Είναι αυτή η καθολική δύναμη και η παλλαϊκότητα του ποδοσφαίρου να διαμορφώνει ζωές και να αλλάζει την καθημερινότητα και τις εξελίξεις, που παρουσιάζεται εμφατικά στο έργο, θυμίζοντάς μας στιγμές όπως αυτή του φθινοπώρου του 2004 όπου ο ποδοσφαιριστής Ντιντιέ Ντρογκμπά από την Ακτή Ελεφαντοστού κατάφερε να σταματήσει -έστω προσωρινά- τον εμφύλιο πόλεμο που μάστιζε τη χώρα του, κατόπιν διαγγέλματος που απηύθυνε στους συμπατριώτες του μετά από την πρόκριση της ομάδας της χώρας τους στο Μουντιάλ.

 

Πρώτο και δεύτερο επίπεδο

 

Ο Σαντέραμο εστιάζει στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης των λαϊκών ανθρώπων της τοπικής ιταλικής κοινωνίας, βουτώντας όμως με ενθουσιασμό και ένταση στις ενδιάμεσες μικρές φωτεινές και χιουμοριστικές στιγμές της ζωής τους, στιγμές που την καθιστούν τελικά μαύρη κωμωδία, φέρνοντας στον νου -ξανά από τον κινηματογράφο- τον τρόπο με τον οποίο διαχρονικά ο Φατίχ Ακίν καταπιάνεται στις ταινίες του με την προσπάθεια επιβίωσης των πάσης λογής φτωχοδιάβολων στη σύγχρονη, ξέφρενη και σκληρή κοινωνία, ή τον τρόπο που ο Άκι Καουρισμάκι προβαίνει αντίστοιχα στα έργα του σε ενδοσκόπηση των συναισθημάτων και των αδιεξόδων των ανθρώπων που βρίσκονται σε μια κοινωνική ή οικονομική δυσφορία. Ο έρωτας στο έργο παρουσιάζεται ισχυρότερος ακόμα και από αυτό το ποδόσφαιρο, αφού μπορεί να παγώνει τον χρόνο, να παρασύρει το μυαλό εκτός παιχνιδιού και να νοηματοδοτεί τη ζωή των ερωτευμένων, δίνοντάς τους λόγο και κίνητρο για να συνεχίσουν. Αποτελώντας έτσι την κινητήρια δύναμη και ταυτόχρονα επιτελώντας τον κοσμογονικό του ρόλο.

Ωστόσο σε μια κοινωνία ούτε το ποδόσφαιρο ούτε ο έρωτας είναι για όλους το παν. Δεν υπάρχουν πάντα ίδιες οπτικές, προσλαμβάνουσες, ηθικές αφετηρίες ή κοινός κώδικας αξιών και ιδεών μεταξύ των ανθρώπων. Και εκεί είναι που τελικά κάμπτεται η παντοδυναμία του ποδοσφαίρου και του έρωτα. Αυτή ακριβώς την αντίφαση και τη διαφοροποιημένη, υποκειμενική κοσμοθεώρηση είναι που αναδεικνύει σε ένα δεύτερο, παράλληλο επίπεδο το έργο του Σαντέραμο.

Η επιλογή της τοποθεσίας για το ανέβασμα της παράστασης, τόσο από πλευράς περιοχής όσο και από πλευράς χώρου, μοιάζει επίσης απόλυτα ταιριαστή: Βρισκόμαστε στην Κυψέλη, μόλις μερικά μέτρα μακριά από τον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη όπου κάθε μέρα διεξάγονται όμοια μυστικά ή όπως αποκαλούνται στο έργο «λαθραία» μουντιάλ από τα παιδιά διαφορετικών εθνικοτήτων που διαμένουν στην ευρύτερη περιοχή, ενώ η διαμόρφωση ενός οικιστικού χώρου σε χωμάτινο γήπεδο φέρνει το ποδόσφαιρο -προσαρμοσμένο- εκεί που ανήκει, δηλαδή μέσα σε κάθε σπίτι και δωμάτιο, κάνοντας το πέρασμα από το δημόσιο στο ιδιωτικό, και τούμπαλιν, αυτοματοποιημένο.

Από πολιτικής σκοπιάς είναι σαφές ότι υπάρχει μια αντιμαχία μεταξύ, από τη μια, του πρεκαριάτου, του κόσμου του περιθωρίου και της αορατότητας, των από-τα-κάτω, με τον κόσμο της κανονικότητας από την άλλη, το κοινωνικό σύνολο δηλαδή που ίσως έθεσε τους άλλους σε αυτό το αόρατο καθεστώς, αλλά ακόμα και να μην συνέβαλε το ίδιο σε αυτό, δεν αντιδρά ώστε να αλλάξει το πλαίσιο ανοχής στο οποίο βρίσκονται και στο οποίο συνεχίζουν να ζουν οι «απέναντι». Παράλληλα, με αφορμή και αιτία την επιβίωση, ή ορθότερα τον στόχο της επιβίωσης, στο έργο παρουσιάζεται και μια ιδιότυπη εσωτερική αντιμαχία μεταξύ των ανθρώπων και των ομάδων αυτού του κόσμου, αυτού του τοπικού μικρόκοσμου. Το σπουδαίο, όμως, το πραγματικά μαγικό είναι πως αυτή η κόντρα που αποτυπώνεται σε ένα μουντιάλ λαθραίων εθνικών ομάδων, είναι πως ανάμεσα τους συνεχίζει να υπάρχει ένα πλαίσιο αλληλεγγύης, κατανόησης και συνεννόησης, ένας κώδικας συμπεριφοράς και ηθικής που υπάρχει μόνο σε ανθρώπους που συνδέονται από τη βίωση της ίδιας, σκληρής καθημερινότητας.

 

Κοινωνικός αυθορμητισμός

 

Ακριβώς αυτή η σύνδεση είναι που απασχολεί τον Σαντέραμο στην ιστορία του: Η διατήρηση - συνέχιση της πιάτσας και των ρητών και άρρητων στοιχείων της, ο κοινωνικός αυθορμητισμός που παρατηρείται τόσο στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων (έρωτας ντόπιου Ιταλού με ινδή μετανάστρια) όσο και στη διοργάνωση ενός αθλητικού γεγονότος, τα συνεκτικά σημεία αναφοράς της πόλης και εν προκειμένω η μεγάλη πλατεία, η οποία καταλαμβάνεται για να χρησιμοποιηθεί ως γήπεδο για τις ανάγκες του μουντιάλ, η αρμονική συνύπαρξη και η αποδοχή διαφορετικών πολιτισμικών ηθών και συνηθειών μεταξύ των εθνικών μειονοτήτων και των ανθρώπων τους, που καταφέρνουν να αναπτύξουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, αποτελούν ανθρωπολογικά στοιχεία που η παράσταση αναδεικνύει με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία (σσ. με την καθοριστική συμβολή των τριών πρωταγωνιστών που εναλλάσσονται σχεδόν σε όλους τους ρόλους του έργου). Και μπορεί τελικά ο έρωτας και το ποδόσφαιρο να μην επικρατούν πάντα όταν έρχονται αντιμέτωπα με ηθικά διλήμματα, που τίθενται στο πλαίσιο της οικονομικής επιβίωσης, των προσταγών της άρχουσας κατά περίπτωση τάξης και των διαφορετικών σε κάθε άνθρωπο αξιών, ωστόσο όλα τα παραπάνω στοιχεία της παράστασης  μας δίνουν λόγους για να επιμένουμε -ελπίζουμε- να ζούμε πιο λαϊκά, πιο συνεκτικά και συλλογικά.

 

Μετάφραση - σκηνοθεσία: Ακτίνα Σταθάκη, επιμέλεια κίνησης: Ελευθερία Κόμη, φωτισμοί: Άννα Σαπουνάκη, παραγωγή: Between the Seas, βοηθός παραγωγής: Φωτεινή Καραγιάννη

Παίζουν: Τάσος Θεοφιλάτος, Στεφανία Καλομοίρη, Φώτης Τσοτουλίδης

 

Δημήτρης Σούλτης, Θανάσης Δημάκας O Δημήτρης Σούλτης και ο Θανάσης Δημάκας είναι μέλη της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Kaboom. Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Θέατρο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet