Την περασμένη εβδομάδα, το Τριμελές Εφετείο Β’ Βαθμού Θεσσαλονίκης (πρώην Πενταμελές Εφετείο), αθώωσε λόγω αμφιβολιών και κατά πλειοψηφία τους δυο σωφρονιστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι τον Οκτώβριο του 2023 είχαν καταδικαστεί σε ποινές κάθειρξης για την εισαγωγή κινητών τηλεφώνων στο Σωφρονιστικό Κατάστημα της Νιγρίτας, και μάλιστα είχαν οδηγηθεί στη φυλακή, για να αφεθούν έξι μήνες αργότερα ελεύθεροι έπειτα από δεκτή αίτηση αναστολής της ποινής τους από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης.
Οι αποφάσεις των δικαστηρίων δημοσιεύονται και είναι διαθέσιμες. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της μεταχείρισης των διαδίκων, καθώς εγείρονται ζητήματα περί της ταξικής διάστασης της δικαιοσύνης, αλλά και της πατριαρχικής προέκτασης αυτής.
Μόλις δύο μέρες μετά την ανακοίνωση της Προέδρου του Αρείου Πάγου για τη συμπεριφορά των Δικαστικών Λειτουργών, και εφιστώντας την προσοχή: «…στην άσκηση των καθηκόντων τους, χωρίς ευνοιοκρατία, μεροληψία ή διακρίσεις, με ψυχραιμία και σεβασμό στα διάδικα μέρη, χωρίς να εκφέρουν σχόλια, παρατηρήσεις, συμπεράσματα, που ερείδονται σε ατομικές αντιλήψεις ή προτιμήσεις τους…», ο Εισαγγελέας της έδρας, σε πλήρη στοίχιση με την πρόταση της συναδέλφου του στο πρωτόδικο δικαστήριο, έκανε ερωτήσεις τους καταγγέλλοντες κρατούμενους με ιδιαίτερη ένταση και αμφισβήτηση, υψώνοντας τον τόνο της φωνής του και δείχνοντας ήδη από την αρχή της δίκης τις προθέσεις του. Οι απαντήσεις των μαρτύρων για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι παράνομες δοσοληψίες, δεν τον έπεισαν, και στην πρότασή του επικαλούμενος τον Σωφρονιστικό Κώδικα, απέκλεισε το ενδεχόμενο να συμβαίνουν τέτοιες παράνομες πράξεις. Αμφισβήτησε καταφανώς την αξιοπιστία των κρατουμένων μαρτύρων λόγω αντιφάσεων στις καταθέσεις τους, ενώ δεν έκανε ούτε μία ερώτηση στους κατηγορούμενους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, τους οποίους φαίνεται πως είχε πιστέψει από την αρχή πως είναι θύματα εκδικητικών καταγγελιών.
Περαιτέρω, η διαδικασία δεν διασφαλίσθηκε καθώς η Πρόεδρος δεν προστάτευσε τους αλλοδαπούς μάρτυρες όταν εκείνοι κατέθεταν και λόγω ελλιπούς ευχέρειας λόγου στην ελληνική γλώσσα, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων κάθε φορά που η απάντηση δεν συνέφερε τους εντολείς τους προσπαθούσαν εντέχνως να μην τους αφήνουν να ολοκληρώνουν, με αποτέλεσμα όσοι και όσες παρακολουθούσαμε να μην έχουμε σαφή εικόνα των καταθέσεων.
Συνεπώς, οι καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι είναι κρατούμενοι, αμφισβητούνται ακριβώς γιατί είναι κρατούμενοι, με την αιτιολογία ότι αλλάζουν τις καταθέσεις τους προς όφελός τους. Ωστόσο, όταν αυτοί μιλούν για τις πιέσεις που δέχθηκαν, ή για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα των παρανομιών μέσα στη φυλακή, δεν γίνονται πιστευτοί, αλλά όταν ένας εκ των κρατουμένων μαρτύρων αλλάζει την κατάθεσή του υπέρ των κατηγορουμένων, η αλλαγή αυτή επαινείται από τους συνηγόρους, και η σύνθεση του Δικαστηρίου δεν το επισημαίνει.
Η δικογραφία της υπόθεσης ξεκίνησε να σχηματίζεται στις αρχές του 2020, περίοδο κατά την οποία αποκαλύφθηκε κύκλωμα εμπορίας κινητών τηλεφώνων στο Σωφρονιστικό Κατάστημα της Νιγρίτας, με εμπλεκόμενους μία υπάλληλο μαζί με δυο κρατούμενους και έναν ιδιώτη. Η υπόθεση έχει πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης, αλλά ένα μεγάλο μέρος της υπεράσπισης για τη δικαιολόγηση της ύπαρξης κινητών τηλεφώνων την περίοδο εκείνη στη φυλακή, ταίριαξε εξαιρετικά με την υπόθεση της υπαλλήλου. Μέσα σε ένα άκρως πατριαρχικό περιβάλλον, όπως είναι αυτό της φυλακής, μία γυναίκα γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος και «χρεώνεται» όχι μόνον την υπόθεση που την αφορά, αλλά και τις υποθέσεις άλλων. Χωρίς να υποστηρίζουμε την αθωότητα ή την ενοχή της υπαλλήλου, η οποία θα κριθεί, μας δημιουργούνται πολλά ερωτηματικά σχετικά με την τόσο διαδεδομένη δράση της υπαλλήλου σε μια φυλακή στην οποία, όπως κατέθεσαν στη δίκη οι κατηγορούμενοι και οι υπερασπιστές τους, υπήρχαν συχνοί έλεγχοι επικαλούμενοι πλείστες σχετικές αναφορές. Παρόλο που έγινε πολλάκις επίκληση της υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν διερεύνησε την ύπαρξη ή όχι οποιασδήποτε σχέσης της υπαλλήλου με τους κατηγορούμενους.
Η συγκεκριμένη απόφαση έστειλε, όπως έχει τη δύναμη να το κάνει κάθε δικαστική απόφαση, άλλωστε, ένα μήνυμα στην κοινωνία. Αν είσαι κρατούμενος, και μάλιστα αλλοδαπός ή Ρομά, ή αν είσαι γυναίκα, δεν έχεις πολλές ελπίδες να ακουστείς από όσους κατέχουν την εξουσία και τη δύναμη να ορίζουν τους κανόνες, και να υποδεικνύουν κάθε φορά ποιες αφηγήσεις είναι αποδεκτές και ποιες όχι. Ποιοι είναι οι αξιόπιστοι μάρτυρες σύμφωνα, πάντα, με το ποινικό δίκαιο της ανισότητας και ποιοι μπορούν ανενόχλητοι να συνεχίζουν, με τις ευλογίες του κράτους, τις παράνομες δραστηριότητές τους, αφού έτσι κι αλλιώς οι Άλλοι είναι κρατούμενοι, παράνομοι, χωρίς λόγο και αξιοπιστία και ό,τι κάνουν το κάνουν για να ελαφρύνουν τη θέση τους ή για να μη χάσουν τα προνόμιά τους. Βολικό; Πολύ!