Μετά την είσοδο των Σπαρτιατών στη Βουλή το 2023, την είσοδο της Φωνής Λογικής στην Ευρωβουλή το 2024 και τη μετέπειτα δημοσκοπική άνοδο της τελευταίας, η περίπτωση της Ελληνικής Λύσης -παρά τα υψηλά της ποσοστά- φαίνεται να έχει υποτιμηθεί στα μάτια ενός προοδευτικού ακροατηρίου ως προς το ζήτημα της ακροδεξιάς απειλής, ενώ πολλές φορές αντιμετωπίζεται σαν μια απλή γραφική περίπτωση δεξιού λαϊκισμού. Σε αυτό, φυσικά, βοηθάει και η ολοένα πιο δεξιά μετατόπιση του πολιτικού συστήματος, τις πρωταρχικές ευθύνες της οποίας φέρει η κυβέρνηση που μέσα από τα στόματα των στελεχών της κανονικοποιεί διαρκώς τον ακροδεξιό λόγο και υιοθετεί μέρος της ακροδεξιάς ατζέντας στην προσπάθεια της να συγκρατήσει εκλογικά το δεξιό κοινό.
Ωστόσο η Ελληνική Λύση παραμένει ο ισχυρότερος ακροδεξιός αντιπολιτευτικός πόλος εντός του κοινοβουλίου, και η συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή αποτέλεσε μια καθόλα επικυρωτική συνθήκη του παραπάνω ισχυρισμού.
Ο Κυριάκος Βελόπουλος επέλεξε να ανοίξει την ομιλία του απορρίπτοντας τη διάκριση αριστεράς-δεξιάς (μια επιλογή που έχουν κάνει και άλλα κόμματα) και αναδεικνύοντας πως η πραγματική διάκριση είναι ανάμεσα στους «γκλομπαλιστές» και τους «πατριώτες», ενώ πριν περάσει στο κυρίως θέμα της ομιλίας του διαβεβαίωσε πως τα πραγματικά προβλήματα της Ελλάδας είναι η ασφάλεια και η εγκληματικότητα.
Πιστός σε μια πάγια τακτική του τα τελευταία χρόνια, καθόλη τη διάρκεια της τοποθέτησης του επανερχόταν στο να καταγγέλλει την κυβέρνηση για την ευνοϊκή μεταχείριση των πλουσίων, ενώ κατηγόρησε μάλιστα το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ για τη σημερινή τους υποκρισία όταν στο παρελθόν έχουν ψηφίσει μέτρα υπέρ των ολιγαρχών. Μίλησε για το γεγονός πως η Ελλάδα δεν παράγει όσο θα έπρεπε, για το ότι η κυβέρνηση κατασπαταλά δημόσιο χρήμα για να διατηρήσει την πολιτική της ηγεμονία, και για το ότι τα δημόσια αγαθά έχουν «ξεπουληθεί» στο ξένο κεφάλαιο -αρπάζοντας την ευκαιρία να ισχυριστεί πως η Ελλάδα δεν ανήκει πια στους Έλληνες και πρέπει να ανακτηθεί.
Κάπου εδώ όμως αρχίζει να εγκαταλείπεται από τη συζήτηση οτιδήποτε φαινόταν να απασχολεί τον κρατικό προϋπολογισμό. Εκκινώντας από την αναφορά του Άδωνι Γεωργιάδη για το ότι στην Ελλάδα δεν είμαστε φτωχοί αλλά νομίζουμε πως είμαστε, οδηγήθηκε ρητορικά στο να αποδίδει στην κυβέρνηση πως προσπαθεί να πείσει τον λαό πως δεν έχουμε «λαθρομετανάστες» αλλά νομίζουμε πως έχουμε, πως δεν είμαστε υποχωρητικοί απέναντι στην Τουρκία αλλά νομίζουμε πως είμαστε, πως δεν υπάρχει «woke ατζέντα» αλλά νομίζουμε πως υπάρχει. Και παρότι δεν παρέβλεψε ποτέ να αντιπαραβάλει το «φιλολαϊκό» πρόσημο του κόμματος του με την επιμονή της κυβέρνησης να ευνοεί την πλουτοκρατία, όπως αποδείχτηκε, φάνηκε να θεωρεί πως η κάμψη των ανισοτήτων θα επέλθει με τη νομική κατοχύρωση του αδικήματος της «χριστιανοφοβίας», τη νομιμοποίηση της οπλοκατοχής, την εγκατάσταση των «λαθρομεταναστών» σε ακατοίκητα νησιά και την άμεση επαναπροώθησή τους, την επέκταση των φραχτών, το δικαίωμα των γονιών να ζητούν εξαίρεση για το παιδί τους από το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής κ.ά., ενώ ύψωσε τη φωνή του απέναντι στον «γάμο των ομόφυλων», τις «ηλεκτρονικές ταυτότητες» και τη «φιλική» στάση της κυβέρνησης απέναντι σε όλες τις γειτονικές χώρες.
Εκεί δηλαδή που οι εργάτες υπέφεραν από την αισχροκέρδεια των πλουσίων, η θέση τους τελικά θα βελτιωνόταν αν αντιμετωπιζόταν η «λαθρομετανάστευση». Εκεί που το πρόβλημα ήταν το «ξεπούλημα» των δημόσιων αγαθών, η λύση βρέθηκε στη διατήρηση των παραδοσιακών αξιών της ελληνικής οικογένειας. Και στο ερώτημα του πού θα βρίσκονταν τα χρήματα για έναν πιο φιλολαϊκό προϋπολογισμό, μπορεί στην ατζέντα να βρέθηκε η μείωση των ανεξάρτητων αρχών, η διενέργεια εξορύξεων ή παραδοσιακά λαϊκιστικά αιτήματα για μείωση των αποδοχών του πολιτικού προσωπικού, ωστόσο δεν βρέθηκε ποτέ η φορολόγηση του πλούτου. Συνεπής στις ακροδεξιές παραδόσεις, ο «αντικαπιταλιστικός» λόγος του Βελόπουλου δεν ήταν παρά μια λαϊκιστική αισθητική επιλογή. Στο τέλος, οι πραγματικές πολιτικές προτάσεις θα έχουν πάντα να κάνουν με μια πιο αυταρχική οργάνωση της κοινωνίας, από την οποία οι εργάτες δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα άλλο πέρα από περαιτέρω απώλεια των δικαιωμάτων τους.
Τελικά, η Ελληνική Λύση ψήφισε μαζί με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τις αμυντικές δαπάνες. Χωρίς να επηρεάσει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, μίλησε για την «ανάγκη» της δημιουργίας μιας εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας -κάτι που αδιαμφισβήτητα θα δυσαρεστούσε τους πλουτοκράτες- αντί του να «ψωνίζουμε» απέξω. Ωστόσο, δεν σκέφτηκε να αντιταχθεί στο οικονομικό ύψος των εξοπλιστικών δαπανών, κάτι που μοιάζει παράξενο αν σκεφτεί κανείς τα ενδεχόμενα οφέλη για τους φτωχούς, αν τα χρήματα αυτά πήγαιναν στην ενίσχυση του βιοτικού τους επιπέδου.
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, όμως, έκλεισε αισιόδοξα την ομιλία του, σκεπτόμενος πως σε αντίθεση με πέρυσι που ο πρωθυπουργός ευχήθηκε «χρόνια πολλά», φέτος, με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, θα αναγκαστεί να ευχηθεί «καλά Χριστούγεννα». Στο πώς θα πληρωθεί το γιορτινό τραπέζι, επέλεξε να μην επεκταθεί.