Αν η συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό αποτελεί μία από τις αποκαλούμενες μητέρες των κοινοβουλευτικών μαχών, θα έπρεπε να αναζητήσουμε και στη συγκεκριμένη που μόλις έληξε τα σημάδια και τα αποτελέσματα μιας κεντρικής σημασίας πολιτικής μάχης που δόθηκε.
Σφοδρά πυρά, ελάχιστες απώλειες
Οι αισιόδοξοι από τη σκοπιά των κομμάτων της αντιπολίτευσης θα σημειώσουν ότι η κυβέρνηση και ο προϋπολογισμός της δέχτηκαν τα σφοδρά πυρά από όλες τις αντιπολιτευτικές πτέρυγες και τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν προς υπεράσπιση της κυβερνητικής πολιτικής αδυνάτισαν κάτω από το βάρος μιας επιχειρηματολογημένης πολεμικής. Αποκαλύπτοντας έτσι, και σε αυτό το επίπεδο, το χάσμα που χωρίζει αυτή την πολιτική από τις διαθέσεις της μεγάλης πλειονότητας απέναντί της, όπως αποτυπώνονται σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Οι πιο προσεκτικοί, ωστόσο, θα διαπιστώσουν ότι, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν, η ΝΔ και κυρίως η πολιτική της βγήκαν και από αυτή τα μάχη με ελάχιστες απώλειες, που δεν αναιρούν την πρωτεύουσα θέση της στο πολιτικό σκηνικό, ούτε την υστέρηση συνολικά της αντιπολίτευσης απέναντί της. Με άλλα λόγια, από την κοινοβουλευτική αντιπαράθεση αυτή δεν αναδείχθηκε κάποιος άμεσος κίνδυνος για την κυβέρνηση, που θα έθετε υπό αμφισβήτηση το παράδοξο να απορρίπτεται η κυβερνητική πολιτική στις δημοσκοπήσεις, αλλά η κυβέρνηση να μη χάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων ούτε να αισθάνεται ότι απειλείται άμεσα, τουλάχιστον από τα αριστερά της.
Συναινετική αντιπαλότητα
Αν υποθέσουμε ότι το κοινό που παρακολούθησε αυτή την αντιπαράθεση αναζητούσε σ’ αυτή να διακρίνει τον αντίπαλο που είναι σε θέση να παραμερίσει τη σημερινή πλειοψηφία και να εισφέρει μια πολιτική πολύ πιο κοντά στις μη ικανοποιούμενες από τη ΝΔ ανάγκες του, σίγουρα δεν έμεινε ικανοποιημένο. Δεν φαίνεται καν να τονώθηκε κάπως η αισιοδοξία του για τις από εδώ και πέρα εξελίξεις. Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα από μεριάς Χαριλάου Τρικούπη, η ΝΔ παίζει στο γήπεδό της χωρίς απειλητικό αντίπαλο.
Άλλωστε, από αυτή ακριβώς τη μεριά προέρχονται και τα μεγαλύτερα προβλήματα, τα οποία συμβάλλουν στην αδυναμία ανάδυσης ισότιμου και ικανού στη συνείδηση των πολλών αντίπαλου απέναντι στη ΝΔ και την πολιτική της. Ήδη από την πολυαναμενόμενη (άγνωστο για ποιο λόγο) συνάντηση Μητσοτάκη – Ανδρουλάκη και πολύ περισσότερο κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έκλινε σε όλες τις πτώσεις και στους δύο αριθμούς τη λέξη συναίνεση με την κυβέρνηση. Και καμιά ύψωση του τόνου των ομιλητών, καμιά επί της ουσίας αντιπαράθεση στα σημεία δεν θα μπορούσε να αλλάξει την ευρύτατη αίσθηση ματαίωσης που άφηνε η συγκεκριμένη στάση.
Όπως προσφυώς έχει γραφτεί, κάθε συζήτηση περί συναίνεσης, με μια τέτοια κυβέρνηση μάλιστα, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τη βοηθάει να εφαρμόζει απρόσκοπτα την πολιτική της. Και το χειρότερο, με τον πιο βλαπτικό τρόπο: με την απώθηση σε ένα απροσδιόριστο μέλλον της δυνατότητας σχηματισμού μιας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας ικανής να ανατρέψει τη ΝΔ και την πολιτική της. Εκτός αν μπορούμε να θεωρήσουμε ως πολιτικό κέρδος προς αυτή την κατεύθυνση τα ψιχία περιορισμού των κερδών των συστημικών τραπεζών, που ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό σαν επικοινωνιακό κερασάκι στην τούρτα της συζήτησης επί του προϋπολογισμού.
Πραγματικός αντίπαλος σε αφάνεια
Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Στη διάρκεια αυτής της συζήτησης δόθηκε η ευκαιρία να καταγραφεί, αφενός, μια κοινή στάση δυνάμεων της αντιπολίτευσης, αφετέρου, μια σοβαρή αντίστιξη προς την κυβερνητική πολιτική στο θέμα των δαπανών για εξοπλισμούς. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ούτε που προβληματίστηκε για την πολιτική σημασία που θα μπορούσε να έχει μια αποχή, έστω, από μια νέα προσφορά στήριξης των κυβερνητικών επιλογών με μια αποστασιοποίηση από την ακατανόητη εξαίρεση των συγκεκριμένων δαπανών από τη γενική καταψήφιση του προϋπολογισμού.
Την ίδια στάση επέλεξε και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπό τη νέα ηγεσία, διακόπτοντας την πρακτική του αλλοτινού ΣΥΡΙΖΑ –που δεν εξαιρούσε τις συγκεκριμένες δαπάνες− και συνεχίζοντας την περσινή «καινοτομία» Κασσελάκη. Αναπτύχθηκε, μάλιστα, και σχετική επιχειρηματολογία, σύμφωνα με την οποία το επίκεντρο της αντιπαράθεσης είναι τα οικονομικά και όχι οι εξοπλιστικές δαπάνες. Προσφέρθηκε έτσι μια, κατά κάποιο τρόπο, ταξικής φύσης επιχειρηματολογία. Μόνο που η συγκεκριμένη κατατείνει στη λογική Δένδια, δηλαδή ότι δεν υφίσταται δίλημμα «βούτυρο ή κανόνια», δίνοντας έτσι ένα ακόμα χέρι βοήθειας στην κυβέρνηση και την πολιτική της.
Μάταια η Νέα Αριστερά, με σειρά ομιλητών αρχής γενομένης από τον πρόεδρό της, προσπάθησε να πείσει ότι η μη εξαίρεση των δαπανών για εξοπλισμούς από τη συνολική καταψήφιση του προϋπολογισμού είναι η μόνη λογική στάση, καθώς το ύψος των δαπανών αυτών, όπως και κάθε άλλης, επιδρά αρνητικά στο ύψος άλλων δαπανών, που χρειάζεται επειγόντως η κοινωνία και η οικονομία, και πως είναι υποκρισία να λες το αντίθετο –όταν δεν είναι απλά αντικοινωνική πολιτική επιλογή.
Με αυτά και με άλλα παρόμοια (όπως η άρνηση αναζήτησης μέχρι στιγμής μιας κοινής υποψηφιότητας ευρύτατης δημοκρατικής αποδοχής για την προεδρία της Δημοκρατίας) η εικόνα που σχηματίζει μεγάλο μέρος των πολιτών που στέκουν απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, είναι ότι η αντιπολίτευση αδυνατεί να σχηματίσει μια πολιτική δύναμη πραγματικό αντίπαλο, ικανό να χαράξει διαφορετική, αντιπαραθετική στην κυβέρνηση πορεία. Και όσο δεν τη βλέπει να συγκροτείται, τόσο αδρανεί. Εάν δεν καταλήξει να επιλέξει την ψευδαίσθηση ασφάλειας που παρέχουν τα κακώς κείμενα, όταν δεν τα θίγει κανείς.