Κάθομαι και γράφω στις κερκίδες του γηπέδου ποδοσφαίρου, μόνος ενώ περιμένω τον μικρό να τελειώσει την προπόνηση. Λίγο σαν κοινωνικό πείραμα. Πως βγαίνει ένα άρθρο όταν μπροστά του εκτείνεται το ψεύτικο γρασίδι του τάπητα; Πως βγαίνει ένα άρθρο όταν γράφεται ανάμεσα σε αυτό το τόσο ετερόκλητο, το τόσο ανάμεικτο μείγμα; «Είμεθα ένα κράμα εδώ…» που θα έλεγε ο Καβάφης. Γονείς και παιδιά, απαιτήσεις και προσδοκίες. Εξαντλημένοι γονείς μετά τη δουλειά, φανατικοί που φορτώνουν όλες τις προσδοκίες τους στα πόδια των παιδιών τους, πατεράδες που τους έτυχε αυτή η επιθυμία του γιού τους, μανάδες που χαίρονται να βλέπουν το παιδί τους να αθλείται. Μετανάστες δεύτερης γενιάς, διαζευγμένοι, διακριτικοί ρατσιστές, άνθρωποι πιο καθημερινοί και από την ίδια την καθημερινότητα, επαγγελματίες, άλλοι δήθεν πετυχημένοι, άλλοι όντως πετυχημένοι, άλλοι αδιάφοροι, χαλαροί τύποι, ωραίοι τύποι, λιγότερο ωραίοι τύποι.
Είμαστε ένα κράμα εδώ. Σε μια συνάντηση σχεδόν τυχαία από διαφορετικές περιοχές, μάλλον με διαφορετικούς ταυτόχρονους σκοπούς. Άλλοι περιμένουν τα παιδιά τους απλώς να διασκεδάσουν. Άλλοι να αθληθούν και να κοινωνικοποιηθούν. Και άλλοι να εφαρμόσουν στα μικρά τους κοινωνικούς τους αυτοματισμούς, τον ανταγωνισμό μέχρις εσχάτων, την άνευ όρων αριστεία. Καθένας φέρνει στο γήπεδο αυτό που κουβαλάει και απ’ έξω. Οι γονείς όμοια με τα παιδιά. Είναι και εδώ μια κοινότητα, μια κοινότητα σχεδόν τυχαία, που στήνεται και διαλύετε ξαφνικά χωρίς απαιτήσεις. Με τις χαρές, τις μικρότητες και τις ρουτίνες της. Με τις εκπλήξεις και τις διαψεύσεις της.
Νομίζω πως το να παρατηρείς τον κόσμο και τις αντιδράσεις του, μέσα και έξω από το γήπεδο κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης σε κάνει να καταλαβαίνεις περισσότερα για την κοινωνία στην οποία ζεις από μια σε βάθος πολιτική ανάλυση. Είναι αυτό το ταυτόχρονο που συμβαίνει γύρω σου, οι απόψεις, οι συμπεριφορές και οι αξιακοί κώδικες ενσαρκωμένοι, όλα μεταφρασμένα στην βουβή κοινωνιολογία των σωμάτων, των παιδικών σωμάτων που αθλούνται, των γονεϊκών σωμάτων που περιμένουν, παρατηρούν, αναμένουν.
Βλέπω τον μικρό να παίζει, άλλοτε καλά και άλλοτε κακά, να προσπαθεί να αντιγράψει πανηγυρισμούς και αντιδράσεις σε φάουλ όπως τα έχει δει στο youtube, να μιμείται και να απελευθερώνεται, να επιβεβαιώνει τον χαρακτήρα του και άλλοτε να τον διαψεύδει, να προσπαθεί και να απογοητεύεται. Σαν μια ταυτόχρονη συγκατοίκηση πολλών ηλικιών, σαν μια σύνοψη του πριν και του μετά. Τις φιλίες, τις συμμαχίες, τις έχθρες. Το πώς μαθαίνει να ονειρεύεται τον εαυτό του. Την προοπτική του στόχου, τη διαμόρφωση ειδώλων, την κατανόηση του να υπάρχεις δίπλα σε άλλους που υπάρχουν ακόμα και αν αυτό περιορίζεται στους συμπαίχτες και τους αντιπάλους του.
Και ύστερα προσπαθώ να επαναφέρω τη δική μου εικόνα. Τη δική μου αγνή αφέλεια στην ίδια ηλικία που μοιάζει πιο θρεπτική απ’ όλη τη γνώση του κόσμου. Την απλότητα που έχει ο κόσμος όταν είναι στρογγυλός σαν μία μπάλα. Και όλο κυλάει προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση, άλλοτε υψώνεται και άλλοτε πέφτει. Μέχρι να χάσεις την μπάλα. Τον βλέπω να μεγαλώνει ενώ τρέχει και καταλαβαίνω τον χρόνο. Τον δικό του χρόνο και τον δικό μου χρόνο, που είναι πάντοτε ο ίδιος και πάντοτε διαφορετικός. Αυτά που μας φέρνουν κοντά και αυτά που μας μοιράζουν στους ρόλους μας. Και ύστερα τη δική μου ηλικία να γερνάει, τη δική του να παραμένει νέα, εξίσου νέα κάθε φορά, που θα πει όλο και πιο νέα. Κοιτάω σαν να ξεχνιέμαι κάπου ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, μέσα σε μια από τις λίγες εκείνες στιγμές που νιώθεις πως ο χρόνος είναι συμπαίκτης σου, αν και επιμένει πεισματικά να μην δίνει ποτέ πάσες.
*κάτω των 9: κατηγορία με βάση την ηλικιακή ταξινόμηση των ομάδων ποδοσφαίρου