Στις 16 Δεκεμβρίου έφυγε από τη ζωή, αφού πάλεψε γενναία με τον καρκίνο, ο ηθοποιός Δημήτρης Ήμελλος. Τον παρακολουθούσα από τις αρχές της καριέρας του να ξετυλίγει το ταλέντο του από ρόλο σε ρόλο, ερμηνείες βαθιές και γοητευτικές. Χρησιμοποιώ το επίθετο «γοητευτικές» πολύ συνειδητά, γιατί οι ερμηνείες του είχαν κάτι δυνατό και καθηλωτικό, σαν μια σκάλα που σε κατέβαζε στα μύχια της ψυχής του ήρωα που ερμήνευε, σε πήγαινε στην πίσω πλευρά των καταστάσεων. Σ’ αυτό συνέβαλε πολύ το βλέμμα του – έντονο, διεισδυτικό και αεικίνητο ακόμα κι όταν ακινητούσε πάνω σ’ ένα σκηνικό αντικείμενο ή στο πρόσωπο ενός άλλου ηθοποιού.
Έτυχε να τον συναντήσω στο σπίτι του καθηγητή της αρχαίας ιστορίας, Δημήτρη Κυρτάτα, την εποχή που έπαιζε μαζί με τον Λευτέρη Βογιατζή στο Ύστατο Σήμερα του Χάουαρντ Μπάρκερ, ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα έργα του ευρωπαϊκού θεάτρου του 20ού αιώνα, σκηνοθετημένο με ιδιοφυία από τον Βογιατζή. Λιγομίλητος, μετρημένος, αναρωτιόταν και αγωνιούσε για ανεπαίσθητες πτυχές της ερμηνείας του. Με συγκίνησε εκείνο το βράδυ αυτή η αφοσίωση στην τέχνη του, την οποία, όπως είχε δηλώσει σε διάφορες συνεντεύξεις του, αντιμετώπιζε ως επιστήμη, ως διαρκή έρευνα δηλαδή: «Το θέατρο είναι μια συνεχής πρόκληση, έρευνα και δοκιμή πάνω σε ένα προαίσθημα το οποίο σε οδηγεί» (Αθηνόραμα, 2.7.2022).
Γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή αλλά γρήγορα τον κέρδισε το θέατρο. Παρακολούθησε το Θεατρικό Εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου και, επηρεασμένος από τον Στάθη Λιβαθηνό, έφυγε το 1996 στη Ρωσία όπου παρακολούθησε μαθήματα στο τμήμα Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής στη Ρώσικη Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας. Επέστρεψε στην Ελλάδα έχοντας στέρεη θεατρική παιδεία αλλά και μια γενικότερη φιλοσοφική και πολιτική σκευή που του επέτρεψαν να διατυπώσει μια ολοκληρωμένη θέση για το θέατρο. Δεν χαριζόταν σε εντυπωσιακές μεν αλλά κενές πρωτοπορίες, ήξερε να ισορροπεί την παράδοση με τον νεωτερισμό. Ήταν ο πρώτος ηθοποιός που έλαβε το βραβείο Χορν, το 2001, για την ερμηνεία του στη Φρεναπάτη του Τ. Κούσνερ σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Ακολούθησαν ουσιαστικές ερμηνείες σε σπουδαία έργα, ενδεικτικά: «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή, «Ο Ηλίθιος» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, «Ο Γλάρος» σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά, «Τόκος» του Δ. Δημητριάδη σε σκ. Λ. Βογιατζή, «Φυλές» σε σκ. Τ. Τζαμαργιά, «Ο άνθρωπος από το Παντόλσκ» σε σκ. Γ. Κουτλή κ.ά.
Εκλεκτές ερμηνείες άφησε και ως κινηματογραφικός ηθοποιός («Αλιόσα», «Παρά λίγο, παρά πόντο, παρά τρίχα», «Beautiful people», «Γλυκιά μνήμη», «Η δουλειά της» κ.ά.). Η τελευταία ταινία του ήταν «Ο Ράφτης» της Σόνια Λίζα Κέντερμαν, το 2020. Όποιος την είδε δεν θα ξεχάσει τον τρόπο προσέγγισης του ήρωα με πινελιές από τον Μπάστερ Κίτον. Ο Ήμελλος έπαιξε επίσης και στην τηλεόραση («10», «Καρυωτάκης», «Η ζωή εν τάφω», «Σασμός» κ.ά.).
Οι καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν μαζί του θυμούνται έναν άνθρωπο ζεστό, υπομονετικό, πολύ εργατικό, καλό δάσκαλο με ενδιαφέρον για τους μαθητές του, ακούραστο μελετητή της τέχνης του και με πίστη στη συλλογική δουλειά. Δεν θυμάμαι σε ποια συνέντευξη είπε πως αυτό που επιθυμούσε είναι να θυμούνται οι θεατές τις παραστάσεις και όχι εκείνον, γιατί αν θυμούνται τις παραστάσεις θα είναι κι εκείνος στη μνήμη τους. Και κάτι ακόμα: ένας στίχος που αγαπούσε πολύ και ανάφερε συχνά ήταν του Σαραντάρη «(δεν είμαστε ποιητές σημαίνει) παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους». Η τέχνη του τού έδινε χαρά και τη χαρά αυτή την μοιραζόταν απλόχερα με τους θεατές.