Mια γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι της και δεν βρίσκει την κόρη της. Αποφασίζει να βγει έξω στους δρόμους για να την αναζητήσει έχοντας μαζί της ένα τάπερ με κρεατόπιτα. «Κρεατόπιτα», το πιο πρόσφατο έργο της πολυβραβευμένης συγγραφέα Αγγελικής Δαρλάση παρουσιάζεται στο Θεατρικό Βαγόνι της Αμαξοστοιχίας- Θεάτρου το Τρένο στο Ρουφ για πρώτη φορά σε σκηνοθεσία της ίδιας και ερμηνεία της Φανής Γέμτου. Πρόκειται για μια road performance, μια παράσταση διαδρομών που ισορροπεί μεταξύ ονείρου κι εφιάλτη, ελπίδας και δυστοπίας, αποκάλυψης και μυστηρίου.
Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης, η Αγγελική Δαρλάση μιλά στην Εποχή για το έργο που είναι εμπνευσμένο από τα πρόσφατα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που κάποιους τους συγκλονίζουν και για κάποιους άλλους περνάνε «στα ψιλά».
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της Κρεατόπιτας και τι σας ώθησε να σκηνοθετήσετε εσείς το έργο σας, δεδομένου ότι είχαμε αρκετό καιρό να σας δούμε σε αυτό τον ρόλο;
Θέλαμε πολύ καιρό να συνεργαστούμε με τη Φανή Γέμτου. Γνωριζόμαστε από το Πανεπιστήμιο, φοιτήτριες κι οι δυο στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών σε διαφορετικά έτη. Γνωριστήκαμε όμως πραγματικά κι αναπτύξαμε σχέσεις μέσα στα χρόνια. Κάθε φορά που την έβλεπα σε κάποια παράσταση την εκτιμούσα όλο και περισσότερο.
Η Φανή έχει μεγάλη υποκριτική γκάμα, εξαιρετική φωνή, θα μπορούσε να είναι τραγουδίστρια, είναι απίστευτα εργατική, με θετική ενέργεια και μεγάλη αντίληψη τόσο εκτός όσο κι εντός σκηνής, αυτό στο οποίο οι άγγλοι δάσκαλοι μας (είμαστε κι οι δυο απόφοιτες και του The Royal Central School of Speech and Drama) αναφέρονταν ως performer’s intelligence, κάτι που πάντα με γοητεύει και με ιντριγκάρει καλλιτεχνικά. Οπότε με τη Φανή έχουμε κοινές καλλιτεχνικές καταβολές, κοινή καλλιτεχνική, κι όχι μόνο, νοοτροπία… Η συνεργασία μας έμοιαζε μονόδρομος κι αδημονούσαμε για τη στιγμή που θα συνεργαζόμασταν. Έτσι ξεκίνησα να γράψω έναν μονόλογο για εκείνη.
Γράφοντας το έργο ένιωθα πως η μουσική θα μπορούσε να είναι καθοριστικής σημασίας σ’ ένα ανέβασμά του. θα διηγούνταν παράλληλα με τον λόγο και την κίνηση της ηθοποιού την ιστορία. Αυτομάτως μου ήρθε στο νου ο συνθέτης Χρήστος Αλεξόπουλος. Το ενδεχόμενο να συνεργαστώ, λοιπόν, μ’ αυτούς τους δύο ήταν η αφορμή να σκεφτώ να το σκηνοθετήσω. Κι όταν στην ομάδα των συνεργατών προστέθηκαν κι η Μελίνα Μάσχα στον σχεδιασμό των φωτισμών κι ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης στην επιμέλεια του χώρου και των κοστουμιών, τότε ήμουν σίγουρη πως ήταν μια ευκαιρία να επιστρέψω στην «παλιά μου τέχνη».
Η ηρωίδα του έργου είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας, που παρατηρεί για πρώτη φορά τον κόσμο. Ποια νέα γνώση αποκομίζει από τη νυχτερινή της περιπλάνηση με στόχο την εύρεση της κόρης της;
Μαζί με την περιπλάνηση στην πόλη, η γυναίκα περιπλανιέται κι εντός της. Πρωτίστως νομίζω ότι γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό της. Τις αντοχές, τις δυνατότητες, τη δύναμη και τις αδυναμίες της, τη φούσκα στην οποία ζούσε και την πραγματικότητα εκεί έξω. Μετακινείται συγκινησιακά και διανοητικά. Αποφασίζει ν’ ανοίξει τα μάτια της για να δει πραγματικά τον κόσμο, το ποια είναι και τι μπορεί να κάνει.
Παρομοιάζετε τη γυναίκα ως μια μεγάλη Κοκκινοσκουφίτσα, λέγοντας ότι οι λύκοι είναι απλώς σαρκοφάγοι. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σημερινή ελληνική κοινωνία;
Η Γυναίκα παραδέχεται ότι τελικά δεν είναι Κοκκινοσκουφίτσα. Κι ότι, ναι, οι λύκοι δεν είναι κακοί, είναι απλώς σαρκοφάγοι. Κι αναρωτιέται για το τι είναι οι άνθρωποι… Πιστέψτε με, μέσω αυτής αναρωτιέμαι κι εγώ για τους ανθρώπους και για τη σημερινή ελληνική κοινωνία… Σίγουρα, πάντως, θα έλεγα ότι της λείπει το κοινό όραμα κι η έμπνευση.
Πώς αισθάνεστε για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα;
Συνεχίζοντας και την προηγούμενη ερώτησή σας…. Ποτέ δεν θεωρούσα πως η όποια κοινωνία είναι ένα ενιαίο πράγμα. Πάντα υπάρχουν αυτοί που αδιαφορούν, που απογοητεύονται, παραιτούνται, δεν αντέχουν. Όπως υπάρχουν κι αρκετοί που προσπαθούν ν’ αντιδράσουν, να διαμαρτυρηθούν, να πράξουν, να σταθούν αλληλέγγυοι, να αποτελέσουν με τη στάση τους ζωντανό παράδειγμα κι έμπνευση για τους άλλους.
Απλώς συνολικά νομίζω πως είμαστε στο στάδιο που βρίσκεται κι η Γυναίκα στην αρχή του έργου μας: μονίμως απορημένη και φαινομενικά απαθής, προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα σε μια απαιτητική καθημερινότητα που την απειλεί, να σταθεί όρθια ώστε ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, ενώ ταυτόχρονα κλείνει από πεποίθηση(;) ανάγκη(;) τα μάτια της στα όσα την τρομάζουν, καθώς φοβάται ότι δεν έχει το σθένος να τα αντιμετωπίσει. Χαμένη στη μοναξιά της ατομικότητάς της. Το ίδιο κι εμείς.
Βλέπετε το ερώτημα είναι αυτό ακριβώς: το πώς αντιμετωπίζουμε συλλογικά ως κοινωνία τα όσα μας συμβαίνουν. Εκεί είναι για μένα το διακύβευμα κι εκεί νιώθω ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμα. Εκεί πάσχουμε: στο ότι δεν μπορούμε να συναντηθούμε. Κι αυτό το ερώτημα, μεταξύ άλλων, υπάρχει στο έργο μας. Κι από αυτή την άποψη είναι ένα πολιτικό έργο.
Ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη, την ελπίδα και τη δυστοπία, την αποκάλυψη και το μυστήριο, τι υπερισχύει;
Στο έργο μας όλα συνυπάρχουν. Όπως συνυπάρχουν και στις ζωές μας, στην καθημερινότητά μας, στον κόσμο γύρω μας. Η «Κρεατόπιτα» είναι κατά κάποιο τρόπο και η καθημερινότητά μας μεγεθυμένη φυσικά μέσα από την οπτική της συγκεκριμένης γυναίκας που εκτός των άλλων είναι και μητέρα, κι έτσι ίσως αναγκάζεται να δει τον κόσμο με άλλα μάτια. Και μαζί της κι εμείς. Συνειδητοποιώντας ίσως ότι στην καθημερινότητα μας κι εμείς ανεξαρτήτως φύλου, ιδιότητας, βιώνουμε ανάλογες καταστάσεις εισπράττοντας τες μέσα από το προσωπικό μας φίλτρο.
Δε θ’ αντέχαμε να βλέπουμε τον κόσμο μονάχα ως δυστοπία ούτε όμως και διαρκώς να είμαστε γεμάτοι ελπίδα, όταν γύρω μας συμβαίνουν τόσα που μόνο ελπιδοφόρα δεν τα λες. Οι δοσολογίες αλλάζουν συνεχώς κι έτσι αλλάζει συνεχώς κι η συνταγή για την προσωπική μας «κρεατόπιτα».
Τελικά, οι δρόμοι μας υποδεικνύουν τον τρόπο που πρέπει να τους βαδίσουμε;
Εν μέρει ναι, το πιστεύω. Αλλιώς βαδίζεις, αναγκαστικά, σ’ ένα κακοτράχαλο μονοπάτι κι αλλιώς στην άσφαλτο. Ταυτόχρονα όμως, εν μέρει, είμαστε κι εμείς που σχηματίζουμε και νοηματοδοτούμε τους δρόμους. Το πώς θα βαδίσεις στο κακοτράχαλο μονοπάτι εξαρτάται κι από την προετοιμασία σου, τα προσωπικά σου εφόδια, την αντοχή σου ή τη θέλησή σου να καθαρίσεις από τις μεγάλες πέτρες το μονοπάτι αφήνοντάς το πιο ήπιο για τους επόμενους που θα βαδίσουν σ’ αυτό. Τι χνάρια θ’ αφήσεις πίσω σου. Ίσως τελικά οι δρόμοι (μας) να είμαστε κι εμείς…
Κείμενο - σκηνοθεσία: Αγγελική Δαρλάση, πρωτότυπη μουσική, τραγούδια: Χρήστος Αλεξόπουλος, ενδυματολογική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης, φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Ερμηνεύει η Φανή Γέμτου
Παραγωγή: Ομάδα Θεάματος «H Άλλη Πλευρά»
Κάθε Σάββατο στις 9μμ και Κυριακή στις 8μμ, στο Θεατρικό Βαγόνι της «Αμαξοστοιχίας- Θεάτρου το Τρένο στο Ρουφ».