Κύρκος Δοξιάδης «Φαντάσματα του (αντι)κομμουνισμού. Πολιτική και ιδεολογία στη σύγχρονη Ελλάδα», εκδόσεις Τόπος, 2024
Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Κύρκος Δοξιάδης επιχειρεί μια πολιτική ακτινογραφία -ιδιότυπη κοινωνικοπολιτική αυτοβιογραφία την αναφέρει ο συγγραφέας στον πρόλογο του- του σύγχρονου ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Προφανώς δεν πρόκειται για μια αυτοβιογραφία με πολιτικές προεκτάσεις αλλά για μια κοινωνικοπολιτική και ιστορική ανάλυση της σύγχρονης Ελλάδας η οποία κτίζεται συγγραφικά και με την προσωπική εμπειρία. Τούτο σημαίνει ότι η ιστορική παράθεση, η θεωρητική ανάλυση και η προσωπική αφήγηση αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς να αποτελούν διακριτά μέρη του κειμένου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο θελκτική η ανάγνωση του κειμένου.
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε δύο κύρια μέρη, πράγμα άλλωστε που το προδίδει και το… αντί στον τίτλο του: στην ιδεολογία της σύγχρονης ελληνικής Δεξιάς και τις αντιστάσεις της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς. Προφανώς θα ήταν αδύνατο μέσα σε λίγες γραμμές να έρθουν στην επιφάνεια τα πολλαπλά και ιδιαιτέρως σημαντικά ζητήματα, τα οποία αναδεικνύει στο βιβλίο του ο Κύρκος Δοξιάδης, γι’ αυτό και το παρόν κείμενο εστιάζει σε δύο από αυτά, τα οποία, κατά την άποψή μου, θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά: Στο ζήτημα της αρνητικής σχέσης καπιταλισμού και δημοκρατίας, το οποίο αναλύεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου, και στο ζήτημα του «κυβερνητισμού», με το οποίο ο Δοξιάδης καταπιάνεται στο δεύτερο μέρος.
Η αρνητική σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας
Ο Δοξιάδης υπογραμμίζει την αρνητική σχέση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία. Αυτή η σχέση αναλύεται από τον συγγραφέα και μέσα από το παράδειγμα της ελληνικής μετεμφυλιακής δεξιάς (1945-1974). Εκεί ο Δοξιάδης παρατηρεί ότι η πολιτική παρουσία της ελληνικής δεξιάς αποτελεί τον πραγματικό κανόνα της παραπάνω παραδοχής, της αρνητικής σχέσης δηλαδή μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Αντιθέτως, εξαίρεση στον κανόνα αποτέλεσε η στάση της ευρωπαϊκής μεταπολεμικής δεξιάς και όχι η στάση της ελληνικής. Προφανώς τούτο συνέβαινε στο πλαίσιο μιας ιστορικής συνθήκης -πρόκειται για μια συγκεκριμένη φάση της ταξικής πάλης, που όριζε με την σειρά της το αντίστοιχο πεδίο των πολιτικών συσχετισμών- που ανάγκαζε την ευρωπαϊκή δεξιά να εμφανίζεται με ένα πιο «κοινωνικό πρόσωπο». Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο, η ευρωπαϊκή μεταπολεμική Δεξιά εμφανιζόταν και αυτή ως τέκνο του Διαφωτισμού. Εντούτοις όμως, όπως εύστοχα τονίζει ο Δοξιάδης, ο «αληθινός κανόνας είναι ότι η ιδεολογία της Δεξιάς είναι ούτως ή άλλως αρνητική από γεννησιμιού της, διότι τα όποια θετικά ιδεώδη τα έχει κλέψει εξ αρχής από την Αριστερά διαστρεβλώνοντάς τα. Τα ιδεώδη του Διαφωτισμού ήταν εξ αρχής και εξακολουθούν να είναι τα ιδεώδη της Αριστεράς».
Το ελληνικό παράδειγμα
Προφανώς η ελληνική μετεμφυλιακή Δεξιά δεν χρειάστηκε -για διαφόρους λόγους όπως εξηγεί στο κείμενό του ο Δοξιάδης- να μπει σε αυτή σε μια συνθήκη αναπαραγωγής των θετικών ιδεωδών του Διαφωτισμού. Η αρνητική της ιδεολογία, όπως αυτή εκφραζόταν κυρίως μέσα από τον αντικομμουνισμό, ήταν αρκετή για να οριοθετήσει τόσο την πολιτική της κυριαρχία εντός του κοινωνικού σχηματισμού όσο και να πιστοποιήσει την αρνητική σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας, μιας και η ίδια, ως εκπρόσωπος του αστικού καθεστώτος, ταυτιζόταν πλήρως με τις ιδεολογικές επιταγές ενός καθάριου καπιταλισμού. Άρα η δημοκρατία στον καπιταλισμό, για να μπορεί να είναι ανεκτή, οφείλει να ταυτίζεται με αυτόν. Όπως όμως υπογραμμίζει ο Δοξιάδης τούτο πρόκειται για μια «χαγεκιανή περιορισμένη δημοκρατία» που απλά θα διασφαλίζει τους όρους αναπαραγωγής του αστικού καθεστώτος. Μια δημοκρατία με ενισχυμένους καταπιεστικούς μηχανισμούς και παράλληλα μια δημοκρατία που οι παρεμβάσεις θα στοχεύουν αποκλειστικά και μόνο στην προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής εξασφαλίζοντας πλήρως την απρόσκοπτη λειτουργία των καπιταλιστικών σχέσεων στο πεδίο των οικονομικών διαδικασιών.
Προφανώς η επιτυχία ή η αποτυχία μιας αρνητικής ιδεολογικής απεύθυνσης, της Δεξιάς εν προκειμένω, έχει ανάγκη από μια «επιστημονική» σχηματοποίηση του παρελθόντος χρόνου, η οποία ακολουθεί μια συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση. Ο Δοξιάδης, επειδή ακριβώς αντιλαμβάνεται αυτή τη σχηματοποίηση που ακολουθεί (ή προσπαθεί να ακολουθήσει) η δεξιά «διανόηση», δεν την αποδομεί απλά στο πεδίο των ιστορικών αναλύσεων αλλά επαναφέρει στη συζήτηση εκείνα τα θεωρητικά εργαλεία που αποκαλύπτουν ότι οι θιασώτες του ιστορικού αναθεωρητισμού -οι Καλύβας και Μαραντζίδης εν προκειμένω- ακολουθούν τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες του Μπέκερ -θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου- στον τρόπο προσέγγισης του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
«Κυβερνητισμός» και η ανάγκη κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας
Το ζήτημα του «κυβερνητισμού» είναι εκ των πραγμάτων πολύπλευρο και προφανώς δεν μπορεί να αναλυθεί χωρίς να τοποθετηθεί σε συγκεκριμένο, κάθε φορά, ιστορικό χρόνο, εντός ενός ορισμένου θεωρητικού πλαισίου (θεωρητικό εργαλείο ανάλυσης). Ο Δοξιάδης ήδη στο πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους του βιβλίου γνωστοποιεί το θεωρητικό εργαλείο, τη γενικότερη οπτική, μέσα από την οποία προσεγγίζονται τα ζητήματα: ο ιστορικός υλισμός. Προφανώς λοιπόν η μαρξιστική οπτική του Δοξιάδη, η ιστορικό-υλιστική θεωρία δηλαδή, είναι αυτή που κατευθύνει το πεδίο των αναλύσεων στα βασικά ζητούμενα του κειμένου.
Ακολουθώντας κριτικά την θεωρία του Αλτουσέρ[1] για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (ΙΜΚ) ο Δοξιάδης σημειώνει ότι o πολιτικός και συνδικαλιστικός ΙΜΚ αποτελούν προνομιακό πεδίο για την απόκτηση της αριστερής ηγεμονίας, καθώς πρόκειται για θεσμούς που ενυπάρχει η δημοκρατία ως πεδίο ταξικών αγώνων τόσο σε επίπεδο κοινοβουλίου όσο και στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης. Τούτο σημαίνει, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, ότι το κόμμα της Αριστεράς είναι και το ίδιο αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού ΙΜΚ. Άρα η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, στο πλαίσιο των συσχετισμών που απορρέουν από το επίπεδο της ταξικής πάλης, αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη στον δρόμο προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Όπως άλλωστε σημείωνε ο Καρλ Κορς[2], ο ίδιος ο Μαρξ στην «Ιδρυτική Διακήρυξη» της Α΄ Διεθνούς (1864), συνόψιζε το πολιτικό πρόγραμμα του προλεταριάτου στο ότι «το μεγάλο καθήκον της εργατικής τάξης σήμερα είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας».
Έτσι, στο κεφάλαιο περί «κυβερνητισμού», ο Δοξιάδης, ο οποίος προσεγγίζει τη συγκεκριμένη έννοια με φόντο την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία την περίοδο 2015-2019, σημειώνει ότι «η κριτική περί κυβερνητισμού ήταν ορθή αλλά τοποθετημένη σε λάθος βάση. Ο “κυβερνητισμός” δεν συνίσταται στην έμφαση που δίνεται στην παραμονή στην κυβερνητική εξουσία σε βάρος άλλων κομματικών δραστηριοτήτων. Για ένα κόμμα της ανανεωτικής Αριστεράς που διαφοροποιείται ριζικά από την αυτοπεριχαράκωση και τον απομονωτισμό του ΚΚΕ, η έμφαση στην κατάληψη και τη διατήρηση της κυβερνητικής εξουσίας είναι απολύτως απαραίτητη. Το πρόβλημα συνίστατο […] στο ότι όλες οι άλλες δραστηριότητες του κόμματος, στον βαθμό που υπήρχαν, είχαν ως αποκλειστική στόχευση την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας». Το ζήτημα δηλαδή του «κυβερνητισμού» και η προβληματική του, έγκειται στην σταδιακή μετατροπή του κόμματος από πολιτικό υποκείμενο της ταξικής πάλης σε εκλογικό μηχανισμό.
Εν κατακλείδι θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι το τελευταίο βιβλίο του Κύρκου Δοξιάδη επαναφέρει στη συζήτηση τα δομικά (ιδεολογικά και πολιτικά) ζητήματα που αφορούν την ελληνική, και όχι μόνο, Αριστερά. Όπως άλλωστε ο ίδιος ο Δοξιάδης υπογραμμίζει στο προλογικό του σημείωμα, τα δοκίμια του βιβλίου εντάσσονται στο πλαίσιο της προσπάθειας «να επανακτήσει η αριστερή θεωρία την πολιτική της αξία διά μέσου ακριβώς της γείωσής της στη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα». Την ίδια στιγμή καταρρίπτει μύθους τόσο για τη σχέση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία όσο και για την ιδεολογία της Δεξιάς, η οποία μέσα από το ελληνικό παράδειγμα του αντικομμουνισμού, φανερώνει τον αρνητικό της χαρακτήρα.
Σημειώσεις:
1. Βλ. Αλτουσέρ, Λ. (1999). Θέσεις. μτφρ. Ξ. Γιαταγάνας. Αθήνα: Θεμέλιο.
2. Βλ. Κορς, Κ. (1980). Γιατί Είμαι Μαρξιστής και Έξι Μελέτες για τον Μαρξ και τον Μαρξισμό. μτρφ. Γ. Ιωαννίδης. Αθήνα: Ύψιλον.