Σταύρος Ζαφειρίου «Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου», εκδόσεις Νεφέλη, 2024

 

«Ήταν εκείνος ο καιρός […]/ Άλλοι τον έλεγαν δραπέτη, άλλοι φυλακή,/ άλλοι αδέσποτο σκυλί που τρέφεται από το φόβο/ και όσοι πίστευαν ακόμη στη ζωή/ τον λέγαν τάσι στο ζυγό της ουτοπίας». Οι στίχοι ανήκουν στον θεσσαλονικιό ποιητή, βραβευμένο πρόσφατα με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, Σταύρο Ζαφειρίου και την ποιητική σύνθεση «Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου».

Το νέο βιβλίο του Ζαφειρίου παραμένει πιστό στη γνώριμη θεματική του, μιλά για τα ανθρώπινα με τα μέτρα και τα σταθμά της πολιτικής και κοινωνικής μας ιστορίας, όπου το άτομο εξακολουθεί να προβάλει την προσωπική του μικρο-ιστορία στο πλατύ ταμπλό του κόσμου. Το βιβλίο –ένα χρονικό όπως επιλέγει να το ονομάσει ο συγγραφέας του– έρχεται από το παρελθόν, με βήμα βαρύ και αποσκευές που ανοίγουν σιγά-σιγά, αποκαλύπτοντας τη θεωρητική σκευή του Ζαφειρίου.

Η δομή του έργου αποτελείται από τέσσερις ενότητες (1. το τέρας στο υπόγειο, 2. είναι αυτό, 3. το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου, 4. ο τελευταίος ήχος του κόσμου), όπου στο κατώφλι τους στέκεται πάντα ο Νίκος Γκάτσος με την Αμοργό του. Παρεμβάλλονται και 4 «τραγούδια», τα οποία ο ποιητής τιτλοφορεί «ένα τραγούδι για το φεγγάρι στο ποτάμι», «ένα τραγούδι για την αθέατη ραφή», «ένα τραγούδι για την καντηλανάφτισσα που σβήνει τα κεριά πριν αποσώσουν», και τέλος, «ένα τραγούδι για την Κατερίνα στο σφαγείο» (αφιερωμένο στην Κατερίνα Γώγου, γράμμα της οποίας προς τον ποιητή έχει μεταφερθεί στο βιβλίο αυτούσιο).

Από τις φορτισμένες στιγμές του βιβλίου, όπου επιτυγχάνεται η σύγκλιση προσωπικού και συλλογικού, απηχώντας τη σεφερική Τελευταία μέρα των καταληκτικών στίχων: «Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας: “Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως”» - είναι το ποίημα «Ένα τραγούδι για την αθέατη ραφή» στη σελίδα 23, στα μισά, στην καρδιά του βιβλίου.

Η σύρτις μεταφέρει ένα απόσπασμα και αποσύρεται:

 

Ένα τραγούδι για την αθέατη ραφή

 

Είναι αυτό. Και αυτό που είναι δεν αλλάζει.

Κι αυτό που είναι δεν μπορεί να είναι αλλιώς.

 

Άργησα πολύ να καταλάβω το απορημένο βλέμμα της μάνας μου,

τη φράση του πατέρα μου: «Άντε, να πάμε στο σπίτι τώρα που τελείωσαν όλα».

 

Ήταν αυτό.

 

Η μάνα μου δεν ήξερε για το Σημείο G,

δεν ήξερε ότι το σώμα της υπήρχε για εκείνη

η μάνα μου δεν ήξερε πως να επιθυμεί.

Ήξερε όμως να στριφώνει τα φορέματα

να σημαδεύει το ύφασμα με το λεπτό σαπούνι

η μάνα μου ήξερε πως να σου κάνει αθέατη τη φανερή ραφή.

 

 

Ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο Σαρτρ
και ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας
ούτε κατάλαβε ποτέ πως ήτανε αυτό που ήθελε ο ίδιος να ʼναι
έμαθε όμως το ρίγος της ανάγκασης και το αβάσταχτο του
εξαναγκασμένου
ο πατέρας μου έμαθε πως η ταπείνωση χρειάζεται αντοχή
όμως δεν έμαθε ποτέ πως ήτανε αυτός που είχε αντέξει.


Η μάνα μου δεν πίστευε στην καλοσύνη των άλλων
ούτε στην καλοσύνη του Θεού
η μάνα μου δεν πίστευε σε καμιά καλοσύνη.
Πίστευε όμως στη Μεγάλη Παρασκευή των ανθρώπων
η μάνα μου πίστευε στο βάρος του σταυρού.

 

[...]

 

Κωνσταντίνα Κορρυβάντη Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet