Λουσία Μπερλίν «Καλωσόρισες σπίτι. Αναμνήσεις, επιλεγμένες φωτογραφίες, επιστολές», μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Στερέωμα, 2024

 

Η Λουσία Μπερλίν (1936-2004) ήταν συγγραφέας της «μικρής φόρμας». Στα ελληνικά έχουμε μεταφρασμένα δύο βιβλία της, τις Οδηγίες για οικιακές βοηθούς, ένα βιβλίο έκπληξη που κυκλοφόρησε το 2018, και το Βράδυ στον παράδεισο. Μεταφρασμένα και τα δύο από την Κατερίνα Σχινά, περιέχουν τα 65 από τα 77 διηγήματα που έγραψε η Μπερλίν.

Πολλές από τις ιστορίες της, η Μπερλίν τις έχει γράψει βασισμένη σε εμπειρίες από τη δική της, ταραγμένη ζωή, μεταπλάθοντάς τες όμως μέσα από το πρίσμα της λογοτεχνίας, με μια λιτή και χαμηλότονη γραφή που μπορούσε να κλείνει σε ένα διήγημα μιάμιση σελίδας έναν εκρηκτικό πλούτο δύναμης και συναισθημάτων, μια γραφή «περίτεχνα λιτή και περίπλοκα απλή», όπως είχε γράψει ο Γιάννης Αλμπάνης στην Εποχή. Η Μπερλίν, με αυτή την ιδιαίτερη, συχνά έκκεντρη φωνή, μιλάει για σκοτεινές πλευρές και κρυφές γωνιές, για ανθρώπους που μαραίνονται κλεισμένοι πολλές φορές σε έναν κόσμο χωρίς νόημα, για «πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δεν μιλάνε», όπως λέει και η ίδια. Ιστορίες με απρόσμενες στροφές, ιστορίες σκοτεινές με την ελπίδα για λίγο φως να μένει συχνά ζωντανή, γραμμένες με το ιδιαίτερο ύφος και γλώσσα της.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Μπερλίν δούλευε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, που έμεινε στη μέση με τον θάνατό της, το 2004. Στο βιβλίο αυτό θα μιλούσε για την ίδια, θα έλεγε ιστορίες για τη δική της ζωή «όχι πλέον μεταμφιεσμένες σε μυθοπλασία», για τις περιπλανήσεις της από την Αλάσκα, όπου γεννήθηκε, έως τη Χιλή, για τους ανθρώπους που γνώρισε, για την εποχή που έζησε. Αυτά τα ημιτελή χειρόγραφα, μαζί με επιστολές, φωτογραφίες κ.ά. περιέχονται σε αυτόν τον τόμο με τον τίτλο «Καλωσόρισες σπίτι», που κυκλοφόρησε με επιμέλεια του γιου της, Τζεφ Μπερλίν. Το βιβλίο ξεκινάει με τις πρώτες της αναμνήσεις και φτάνει μέχρι το 1965, «με την τελευταία πρόταση ανολοκλήρωτη».

«Όλοι νιώθαμε πως ήμασταν κομμάτι μιας συναρπαστικής εποχής», γράφει κάπου στο βιβλίο η Μπερλίν: γι’ αυτή τη συναρπαστική εποχή, λοιπόν, γράφει στο τελευταίο μέρος αυτού του βιβλίου, μια εποχή γεμάτη τζαζ, ποίηση, ζωγραφική, περιπλάνηση, ενδιαφέροντες ανθρώπους, αλλά και πληγές, μοναξιά, ναρκωτικά, θλίψη. Μέσα από τις αποσπασματικές αφηγήσεις αλλά και τις επιστολές της, βλέπουμε την Μπερλίν να χτίζει την προσωπική της ζωή, αλλά και τη λογοτεχνία της: «με ανησυχεί που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ακόμα και προτού το διαβάσουν [το βιβλίο της]. Αλλά και προτού γραφτεί», λέει σε κάποιο σημείο, για να προσθέσει «ξαναδιαβάζω ό,τι έχω κάνει ως τώρα, και το διαβάζω με κριτήριο το τι θα άρεσε στους ανθρώπους, και το σιχαίνομαι, και το διαβάζω με κριτήριο το τι θα ήθελα να είχα καταφέρει να πω, και το σιχαίνομαι ακόμα περισσότερο», σε μια εξομολόγηση που, προφανώς, δεν είναι (μόνο) συγγραφική ανασφάλεια.

Στις προηγούμενες σελίδες έχει μιλήσει για όλη τη ζωή της, από τότε που θυμάται («η πρώτη μου ανάμνηση είναι κλαδιά πεύκου να χαϊδεύουν το τζάμι ενός παραθύρου»), εξιστορώντας με τον δικό της χαρακτηριστικό τρόπο εκείνο το κομμάτι της ζωής της για το οποίο πρόλαβε να γράψει («όλη μου τη ζωή το διάβασμα ήταν η παρηγοριά μου», λέει κάπου), σε ένα βιβλίο που αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον απαραίτητο συμπλήρωμα για όποιον και όποια αγάπησε τις ιστορίες της Λουσία Μπερλίν.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet