Κώστας Καναβούρης «Τα παιδιά του Ζαμπρίσκι Πόιντ. Μικρή ανθολογία προβλημάτων», εκδόσεις Πόλις, 2024

 

Η καταπόνηση του σώματος, πέρα από τη βιοπολιτική της διάσταση, αποτελεί μια αναμέτρηση με την εκκενωμένη ύπαρξη και με τον φόβο του θανάτου. Εκκινώντας από μια τέτοια θεματική κατεύθυνση, ο Κώστας Καναβούρης περνά με το καινούργιο βιβλίο του σε ποιήματα για την ίδια τη λειτουργία και τους σκοπούς της ποίησης, χωρίς πάντως να απομακρύνεται από τα βασικά σημεία της παλαιότερης κεντρικής του γραμμής.

 

Ο Γιόζεφ Σνέλερ [Joseph Schneller] γεννήθηκε το 1878 και ήταν ένας τους δεκάδες χιλιάδες «μη αποδοτικούς ανθρώπους» που εξόντωσαν οι Ναζί (ο ίδιος υπήρξε κατατονικός). Καταπιάστηκε, μεταξύ άλλων, με την εκπόνηση ενός ουτοπικού αρχιτεκτονικού σχεδίου. Ήθελε έτσι να επανορθώσει τα ημαρτημένα της εκκλησίας, την απαγόρευση εκ μέρους της «τής χριστιανικής συνουσίας». Το αρχιτεκτονικό σχέδιο δεν σώθηκε, ξέρουμε όμως την ονομασία του οικοδομήματος, που ήταν «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής». Αυτός ήταν και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Καναβούρη που κυκλοφόρησε το 2018. Ο κόσμος είναι ασυνεχής και αποσπασματικός, διαιρεμένος σε ασύμμετρα κομμάτια χωρίς την παραμικρή εσωτερική συνοχή, από τα πρώτα ποιητικά βήματα του Καναβούρη. Κάτι που γίνεται ολοφάνερο και στην αμέσως προηγούμενη της Αποθήκης καταλοίπων ηδονής συλλογής, τιτλοφορημένης «Έσπασε» (2014), καθώς και στην αμέσως επόμενη «Αμνός: ένα δοχείο στον καθρέφτη» (2021). Το αίμα, το νερό, το χώμα, αλλά και ο ζωντανός θάνατος, το φρούριο του σώματος, ενόσω κατασπαράσσεται από δυνάμεις που απειλούν ανά πάσα στιγμή να το διαμελίσουν και να το αφανίσουν, κυριαρχούν στην κομβική Αποθήκη καταλοίπων ηδονής. Η σωματική καταπόνηση, ανεξάρτητα από τις ιστορικές και τις πολιτικές της ρίζες, είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, μια αναμέτρηση με την αδειασμένη ύπαρξη. Ξεφυλλίζοντας σελίδες από το «Αμνός: ένα δοχείο στον καθρέφτη», δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε πως ο Καναβούρης θα αρχίσει να ξετυλίγει εδώ κι ένα άλλο νήμα, οργανικά συνυφασμένο με τα προηγούμενα. Ο λόγος είναι περί ποιημάτων ποιήματα τα οποία μιλούν για την τέχνη της ποίησης: όχι για τη μορφοδοξία και για τον τεχνικό εξοπλισμό της, μα για τις οντολογικές της αφετηρίες. Και πάλι, όχι για τον τρόπο με τον οποίο ενοφθαλμίζονται στον οργανισμό της ποίησης τα ερωτήματα για την τύχη και για τον προορισμό των όντων, μα για τον ρόλο τον οποίο αναλαμβάνει η ποίηση στη ζωή μας είτε τη γράφουμε είτε τη διαβάζουμε.

 

Από τον Αντονιόνι των αρχών της δεκαετίας του ’70 στον αιώνα μας

 

Ιδού ο πυρήνας στον οποίο συγκεντρώνει την προσοχή του στην άρτι αφιχθείσα συλλογή του ο Καναβούρης υπό τον τίτλο «Τα παιδιά του Ζαμπρίσκι Πόιντ. Μικρή ανθολογία προβλημάτων». Όπως και με την Αποθήκη καταλοίπων ηδονής, ο ποιητής θα αντλήσει την αφορμή του από ένα πραγματικό γεγονός, κινηματογραφικό αυτή τη φορά. Ο τίτλος της συλλογής του εκκινεί από την ταινία Ζαμπρίσκι Πόιντ (1970) του Μικελάντζελο Αντονιόνι, τη μοναδική την οποία γύρισε ο σκηνοθέτης στις ΗΠΑ. Επηρεασμένος από το αμφισβητησιακό κλίμα του Μάη του 1968, ο Αντονιόνι έφτιαξε μια ταινία δρόμου με εικόνες από τη μητρόπολη του καπιταλισμού, η οποία μετατρέπεται στην οθόνη σε κέντρο οικονομικής εκμετάλλευσης, έξαλλου καταναλωτισμού και απαλλοτρίωσης της συνείδησης του πολίτη. Ένας από τους τρόπους κινηματογράφησης (σίγουρα όχι ο μοναδικός) που χρησιμοποιεί ο Αντονιόνι είναι η αδιακόσμητη και γυμνή αφήγηση του ντοκιμαντέρ. Υιοθετώντας την ίδια μέθοδο ως προς τη γραφή των ποιημάτων του ο Καναβούρης καταφέρνει δύο πράγματα: πρώτον να εξασφαλίσει ένα αποστασιοποιημένο και ξηρό ύφος, που τον βοηθάει να αποβάλει εξαρχής τον οποιονδήποτε συναισθηματισμό, και δεύτερο να μιλήσει για έναν ομόηχο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό κόσμο, όπως έχει μπολιαστεί και στον δικό μας αιώνα, χωρίς να πέσει στην πεπαλαιωμένη λογοτεχνία της οργής των δεκαετιών του 1960 και του 1970 ή να υποκύψει στη λογική της σύγχρονης πολιτικής καταγγελίας:

 

Το πρόβλημα της ξηρασίας

 

Κάποτε, λέει ο θρύλος,

μια πεταλούδα πέταξε χωρίς διακοπή

Απ’ το Πεκίνο ώς το Παρίσι.

Ουδέν συνέβη,

εκτός απ’ τους συνηθισμένους έρωτες –

ούτε καταιγίδες

ούτε σεισμοί ούτε λοιμοί

ή καταποντισμοί.

Απλώς, μια πεταλούδα πέταξε

απ’ το Πεκίνο ώς το Παρίσι,

κι ούτε σταγόνα έπεσε

σ’ αυτή τη μαύρη γη.

 

Η απότιστη και άνυδρη μαύρη γη του ποιήματος δεν σηματοδοτεί γενικά την οικονομική δυσχέρεια και την κοινωνική αθλιότητα των παγκόσμιων κοινωνιών της εποχής μας, αλλά ειδικότερα τις δημόσιες και τις ιδιωτικές συνθήκες υπό τις οποίες καλούνται οι άνθρωποι να κατανοήσουν τον καθημερινό της βίο. Ο σταθερός κοινωνικός προβληματισμός του Καναβούρη, πέρα από το ότι σκιάζει και βαραίνει τη ματιά του, επιδρά και στην υπαρξιακή της εμβάθυνση. Το κοινωνικό Κακό μεταμορφώνεται σε υπαρξιακό κενό και τότε η μοίρα των όντων, για την οποία λέγαμε πρωτύτερα, καταλέγει μοιραία σε οντολογία της ποίησης.

 

Το κοινωνικό κακό χωρίς μηχανικές αναγωγές

 

Προεκτείνοντας την ποιητολογική προβληματική που ήδη κατ’ επανάληψη συναντήσαμε στο βιβλίο του «Αμνός: ένα δοχείο στον καθρέφτη», ο Καναβούρης θα αναρωτηθεί τώρα για το κατά πόσον η μαύρη γη των κοινωνιών του επιτρέπει την ποίηση υπό τον αστερισμό τους. Η αναγωγή δεν είναι μηχανική. Περιβάλλοντας οι κοινωνίες με ομίχλη και σκοτάδι τα μέλη τους, ευνοούν και την αποπροσωποποίηση του ατόμου. Κι όταν κάποιες από τις αποπροσωποποιημένες μονάδες θα πηδήξουν έτσι από το παράθυρο (έχοντας χάσει μαζί με την ταυτότητά τους και τις εξωτερικές τους ρυθμίσεις και ισορροπίες), τι ακριβώς μπορούμε και δικαιούμαστε να ελπίζουμε για το μέλλον; Κι αν το ερώτημα δεν καταλήγει να γίνει τόσο συντριπτικό ή τόσο απόλυτο όπως το ομόλογο του Αντόρνο, αυτό οφείλεται στην ποιητική ιδιοσυγκρασία του Καναβούρη, που ακόμα κι αν είναι να πλεύσει εν κενώ, δεν θα σταματήσει τουλάχιστον να εκπέμπει ένα σεφερικό «αγγελικό και μαύρο φως», ένα «γέλιο δακρυσμένο», ανασυρμένο από την πεποίθηση της ζωής για τη σημασία τού έστω και θανάσιμα ακρωτηριασμένου εαυτού της.

Μια τέτοιου τύπου διέξοδο είναι σε θέση να υποδείξει η ποίηση μόνο όταν κατορθώνει να παραμείνει στιχουργικά ακμαία, γλωσσικά ισχυρή (ακόμα κι αν είναι έτοιμη να αφανίσει ολόκληρα ανθρωπολογικά τοπία), εκφραστικά ανθηρή και ψυχικά εγρήγορη, όπως είναι η ποίηση του Καναβούρη. Και εννοείται πως αυτό παραμερίζει και υπερβαίνει οιοδήποτε ζήτημα αφηρημένης αισθητικής.

 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet