Εδώ και μερικά χρόνια (μήπως όμως ήταν πάντοτε έτσι;), όποιος δεν ευθυγραμμίζεται με την κυρίαρχη αριστερή κατανόηση για την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, αντιμετωπίζεται ούτε λίγο ούτε πολύ από φίλους, φίλες, παλιούς ή νέους συντρόφους ως συνειδητός ή ασυνείδητος απολογητής του μητσοτακισμού. Αυτή η κατάσταση, πέρα από το ότι συχνά καθίσταται ψυχοδιανοητικά ασφυκτική, πηγαίνει όπως φαίνεται χέρι-χέρι με αλλεπάλληλες ήττες της Αριστεράς, εκλογικές και κοινωνικές. Ίσως, λοιπόν, αν καταφέρουμε να την αναλύσουμε, να φτάσουμε σε μια πιο πλούσια κατανόηση του υπάρχοντος, που θα μπορούσε με τη σειρά της να εμπνεύσει και διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές.
Βασικά στοιχεία της προναφερθείσας κυρίαρχης αριστερής κατανόησης χρήζουν προβληματοποίησης. Θα επιχειρήσω να σταθώ εδώ σε τρία ενδεικτικά σημεία.
Καταρχάς, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι ακροδεξιά, ούτε έχει προνομιακούς δεσμούς με την Ακροδεξιά. Είναι μια κυβέρνηση κατά κύριο λόγο νεοφιλελεύθερη, που ενίοτε επιδεικνύει στοιχεία αυταρχισμού και παράκαμψης των θεσμικών διαδικασιών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα στελέχη της που έχουν πραγματικά ακροδεξιό παρελθόν ή και ενσαρκώνουν στο σήμερα υπερσυντηρητικές θέσεις, είτε αποχώρησαν, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, είτε έχουν αναγκαστεί να υιοθετήσουν (στρατηγικά ή ειλικρινά, αδιάφορο) τον λόγο της αγοράς, της ανάπτυξης και της επιχείρησης, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης.
Δεύτερο σημείο: ο κορμός της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι φτωχοποιημένος. Οι τιμές των ενοικίων είναι πράγματι στα ύψη, τα κόστη ζωής μεγάλα σε σχέση με τους μισθούς, ενώ σε πάρα πολλούς/ές τα έσοδα φτάνουν οριακά για τον μήνα. Την ίδια, όμως, στιγμή αναπτύσσεται μια νέα κουλτούρα διευρυμένης κατανάλωσης, που δεν αφορά μόνο και τόσο την αγορά υλικών προϊόντων με διάρκεια, αλλά και τα ταξίδια, τα brunch και ευρύτερα τη διασκέδαση. Προσπαθώ να μιλήσω εδώ όσο γίνεται «περιγραφικά» και κοινωνιολογικά, δηλαδή δεν κατακρίνω την κατανάλωση και τις τροπικότητές της, στις οποίες εξάλλου ενίοτε συμμετέχω κι εγώ. Δυσκολεύομαι, όμως, να πιστέψω ότι οι χιλιάδες άνθρωποι που συναντώ στα μπαρ που πηγαίνω, στις ταβέρνες και τα εστιατόρια που τρώω, στα μαγαζιά που ψωνίζω και ούτω καθεξής είναι όλοι ή έστω κατά πλειοψηφία είτε μέλη κάποιας οικονομικής ελίτ, είτε τουρίστες. Σημειωτέον, η κυρίαρχη αριστερή σύλληψη περί οικονομικής δυσπραγίας έρχεται πιο κοντά στην αλήθεια αν στον «κορμό της ελληνικής κοινωνίας» συμπεριλάβουμε (όπως και πρέπει να το κάνουμε) τους μετανάστες και τις μετανάστριες που μένουν μόνιμα στη χώρα μας. Νομίζω, ωστόσο, ότι οι εκπρόσωποι των κομμάτων δεν έχουν αυτούς και αυτές στο μυαλό τους όταν αναφέρονται στη φτωχοποίηση, ενώ ακόμα και αν το έκαναν, οι διαγνώσεις περί γενικευμένης φτωχοποίησης δεν θα ήταν έγκυρες.
Τρίτο σημείο: όσοι και όσες ψηφίζουν Νέα Δημοκρατία δεν είναι (ούτε κατ’ αποκλειστικότητα, ούτε κατ’ ανάγκη) μεγαλοαστοί, ακροδεξιοί, συντηρητικοί, αναίσθητοι, απάνθρωποι ή (αυτό είναι το πιο σημαντικό) παραπλανημένοι από τα συστημικά ΜΜΕ. Πολλοί/ές είναι άνθρωποι που συλλαμβάνουν το συμφέρον τους με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εμείς, κάνουν άλλες σταθμίσεις, προκρίνουν διαφορετικές αξίες, συλλαμβάνουν αλλιώς το τι σημαίνει «καλή ζωή», διαλέγουν το κατά τη γνώμη τους μη χείρον βέλτιστον, συμφωνούν με κάποια πεπραγμένα της κυβέρνησης και διαφωνούν με άλλα, θεωρώντας εντούτοις τα πρώτα πιο σημαντικά. Δεν είναι θύματα προπαγάνδας, πολύ απλά εγκρίνουν πολλές από τις πολιτικές που εφαρμόζει η Νέα Δημοκρατία, είτε λόγω συμφέροντος (το οποίο δεν έχουμε καλούς λόγους να θεωρούμε ότι το γνωρίζουμε καλύτερα από τους ίδιους), είτε λόγω πολιτικής συμφωνίας (και εκεί μπορούμε φυσικά και πρέπει να διαφωνήσουμε μαζί τους, όχι όμως θεωρώντας τις απόψεις τους οπωσδήποτε αποκυήματα ψευδούς συνείδησης).
Με δεδομένη τη σημερινή κατάσταση της Αριστεράς, με τον ΣΥΡΙΖΑ δικαίως απαξιωμένο, με τη Νέα Αριστερά (την οποία ψήφισα) να καταβάλλει σοβαρές, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται όχι πειστικές, προσπάθειες και με τους υπόλοιπους κολλημένους στη γνωστή τους αδράνεια, νομίζω πως αυτό που προέχει είναι η ανάληψη της ευθύνης για μια διανοητικά έντιμη ανάλυση της πραγματικότητας, που δεν θα οδηγήσει υποχρεωτικά σε προκατασκευασμένα συμπεράσματα που μας βολεύουν και χαϊδεύουν τις δικές μας ευαισθησίες. Η μέριμνα για τον ακροδεξιό κίνδυνο, τα οικονομικά ζόρια και τη χειραγώγηση της πληροφόρησης είναι θεμιτή και αναγκαία, αλλά μερική. Δεν συλλαμβάνει πολλά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κατάστασή μας και συνεπώς δεν μας επιτρέπει να επεξεργαστούμε πραγματικά καινοτόμες πολιτικές.
Όμως μια τέτοια νηφάλια και άβολη ανάλυση δεν μπορεί να συσπειρώσει και να κινητοποιήσει, θα πει κάποιος −και ίσως δικαίως. Βλέπουμε, ωστόσο, ότι και οι σημερινές, μη νηφάλιες αναλύσεις αποτυγχάνουν ξανά και ξανά. Να λοιπόν ένας στόχος, επιστημολογικός και πολιτικός, για τη νέα χρονιά.