Τέτοιες μέρες, με την καινούργια χρονιά ορθάνοιχτη μπροστά μας, δύσκολα αποφεύγει κανείς τον πειρασμό των προβλέψεων, ακόμα κι αν δεν τα έχει καλά με την αστρολογία. Επειδή, όμως, και η προφητεία θέλει τέχνη ακόμα και στην πολιτική, τουλάχιστον για να την παρουσιάσεις με αληθοφάνεια, ας μην το διακινδυνέψουμε. Ας περιοριστούμε σε όσα θα συμβούν οπωσδήποτε μέσα στο 2025, όπως η εκλογή προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Και γι’ αυτό το θέμα, πάντως, όχι μόνο η αστρολογία, αλλά και τα ρεπορτάζ φαίνεται να σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Κανονικά θα έπρεπε ήδη να έχει φουντώσει η συζήτηση για σχέδια και πρόσωπα, παρά τη συνταγματική αναθεώρηση που έχει υποβαθμίσει σχεδόν σε τρέχον ζήτημα μια τόσο κρίσιμη άλλοτε εκλογή.
Απολιτικά προσχήματα
Μια σχετική συζήτηση, που φαινόταν να έχει αφετηρία το μέγαρο Μαξίμου, αν πιστέψουμε την αντιπολίτευση, είχε αποπειραθεί να ξεκινήσει πριν από λίγο καιρό, αλλά έληξε γρήγορα. Η εξήγηση που δόθηκε, ήταν πως δεν είναι θεσμικά σωστό να αρχίσει τόσο πρόωρα η συζήτηση περί προέδρου και πως όλα θα γίνουν στην ώρα τους.
Το περίεργο είναι ότι αυτή την επιχειρηματολογία –λέμε τώρα– την ασπάστηκε και μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης. Μάταια προσπάθησε η Νέα Αριστερά να φέρει στον δημόσιο διάλογο όχι μόνο μια πρόταση για ένα σημαντικό πρόσωπο, τον κ. Χρ. Ράμμο και ό,τι αυτός σηματοδοτεί, αλλά και μια σχετική πολιτική επιχειρηματολογία που τη στήριζε και θα μπορούσε να την κάνει συζητήσιμη για ευρύτερες δυνάμεις εντεύθεν της ΝΔ, διαμορφώνοντας μια ισχυρή αντίπαλη πρόταση, συμβολικά και πολιτικά σημαντική.
Το μόνο «επιχείρημα» που προστέθηκε σε όσα είχαν προηγηθεί περί πρόωρης συζήτησης, ήταν ότι πρέπει πρώτα η κυβερνητική πλειοψηφία να ανοίξει τα χαρτιά της. Η νομική, θεσμική ή πολιτική σημασία μιας τέτοιας προϋπόθεσης δεν εξηγήθηκε ποτέ. Από ορισμένους αποδόθηκε σε αμηχανία κάποιων κομμάτων ή έλλειψη σχετικής προετοιμασίας.
Συναινετική διάθεση
Ώσπου την τελευταία εβδομάδα του τελευτήσαντος έτους έκαναν την εμφάνισή τους κάποιες περίεργες προσεγγίσεις του ζητήματος. Από εκπροσώπους τόσο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αναφέρθηκε ότι έχει τάχα καθιερωθεί σχεδόν σαν έθιμο, όταν στην κυβέρνηση βρίσκεται ένα κόμμα της συντηρητικής παράταξης, τότε στην προεδρία της Δημοκρατίας να επιλέγεται πρόσωπο της αποδοχής τής προοδευτικής παράταξης. Και το αντίστροφο, βέβαια. Ο εκπρόσωπος του πρώτου κόμματος, μάλιστα, λίγο έλειψε να κάνει αυτοκριτική, όταν αναφέρθηκε ως εξαίρεση του «εθίμου» η επιλογή του Χρ. Σαρτζετάκη από τον Α. Παπανδρέου το 1985, επιλογή που υπερψήφισε και η Αριστερά.
Η αυτοκριτική μπορεί να μην ήταν ρητή, όμως η άποψη ότι η εκλογή προέδρου πρέπει να νοείται σαν πεδίο άσκησης μιας συναινετικής διαδικασίας, διατυπώθηκε με καθαρότητα. Και είναι η πολλοστή φορά που γίνεται αυτό, χωρίς να υπάρξει αντίδραση από τους παρόντες στο τηλεοπτικό πάνελ.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση, είναι ότι απουσιάζει από τη συζήτηση οποιαδήποτε αναφορά σε κάποια πολιτική επιχειρηματολογία για την όποια επιλογή, ακόμα και χωρίς προσφυγή σε ονοματολογία. Η πρόταση της Νέας Αριστεράς επιχειρούσε μια πολιτική αιτιολόγηση με αναφορά στον ρόλο του κ. Ράμμου ως επικεφαλής της ΑΔΑΕ και με στόχο την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση γύρω της των δυνάμεων της εντεύθεν της ΝΔ αντιπολίτευσης.
Ο πειρασμός μιας προφητείας
Η επιλογή Σαρτζετάκη, που έσπευσαν να αποποιηθούν ως εξαίρεση, είχε σαφέστατο και ρητό πολιτικό υπόβαθρο, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κάποιος με αυτό ή με το πρόσωπο. Ήταν πολιτική πράξη με νόημα. Ακόμα και η πρόταση από τον ΣΥΡΙΖΑ για τον Πρ. Παυλόπουλο το 2015 είχε κάποιο πολιτικό υπόρρητο νόημα, καθώς είχε τότε κατηγορηθεί από στελέχη του ίδιου του κόμματός του γιατί ως υπουργός Εσωτερικών το 2008 υπέβαλε την παραίτησή του μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου –που δεν έγινε δεκτή– και γιατί δεν είχε επιδείξει τον αρμόζοντα ζήλο στην καταστολή της νεανικής κυρίως εξέγερσης. Με αποτέλεσμα να αρνηθούν ψήφο τότε μόνο τέσσερις από την κυβερνητική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων. Ενώ από την άλλη πλευρά υπήρξαν αποχές, μεταξύ των οποίων και του Κυρ. Μητσοτάκη.
Με κάτι τέτοιες ενδείξεις και άλλες παρόμοιες δεν είναι δύσκολο να προφητέψει κάποιος ότι στη διάρκεια του τρέχοντος −πια− έτους στρώνεται το έδαφος για την καλλιέργεια και την ευδοκίμηση συναινετικού κλίματος, παράλληλα με τακτικές επιθέσεις κατά της κυβέρνησης της ΝΔ, με τρόπο που δεν θα την απειλεί με τη συγκρότηση αντιπολιτευτικού μετώπου εναντίον της, ούτε σε συμβολικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο θα ήταν βλαπτικό για το πολιτικό σχέδιο αποκατάστασης ενός συναινετικού δικομματισμού που βρίσκεται υπό επεξεργασία.
Με αυτές τις συνθήκες είναι πιθανό η ΝΔ να δοκιμάσει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με μια πρόταση που δεν θα μπορεί να αρνηθεί (με πρόσωπο προερχόμενο από τις τάξεις του ή με ανανέωση της θητείας της σημερινής προέδρου) αποδυναμώνοντας έτσι τον αντιπολιτευτικό ρόλο του. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στην καλύτερη περίπτωση θα περιοριστεί να αναζητήσει μια υποψηφιότητα αριστερής προέλευσης, για καταγραφή, αν δεν παρασυρθεί σε λύσεις συναινετικές από ένα ρεύμα που από πολλές μεριές τροφοδοτείται. Όπως και να ‘χει, οι φίλοι της κυβέρνησης δεν θα διακινδυνέψουν τίποτα αν της ευχηθούν σ’ ένα τέτοιο πολιτικό κλίμα «ευτυχές το νέο έτος». Δυστυχές για όλους τους άλλους.