
Ο Παύλος Μπακογιάννης, σύμφωνα με μαρτυρία ατόμου που έτυχε να συνεργαστεί μαζί του την περίοδο που διατέλεσε διευθυντής του περιοδικού «ΕΝΑ», ήταν ένας ανοιχτόμυαλος και δεκτικός άνθρωπος, με ιδιαίτερη πλουραλιστική διάθεση στις απόψεις που εκφράζονταν στο περιοδικό. Ενδέχεται να είναι μια άποψη ανακριβής, φιλτραρισμένη από το μεταθανάτιο μύθο που γέννησε η δολοφονία του ή έστω από μια προσωπική, ευχάριστη ανάμνηση συνεργασίας. Αν και σύμφωνα με τα στοιχεία για τη ζωή του, δεν θα είχαμε λόγο να την απορρίψουμε. Το σίγουρο είναι ότι αν κάποιος έχει λόγο να υπερασπιστεί μια τέτοια αφήγηση για τον Παύλο Μπακογιάννη, είναι πρωτίστως αυτοί που βλέπουν στη δολοφονία του τις απολήξεις μιας βαθιάς αντιδημοκρατικής εκτροπής που εκπροσωπήθηκε στη 17 Νοέμβρη, ανασύροντας το πορτραίτο του εκλιπόντος δημοσιογράφου κάθε φορά που η επικαιρότητα τους παρέχει, έστω και μια ελάχιστη, αφορμή.
Είναι ίσως παράδοξος, λοιπόν, ο τρόπος με τον οποίο, κατ' εξακολούθηση, οι αυτόκλητοι θεματοφύλακες της μνήμης του ομονοούν στην καταστολή οποιασδήποτε φωνής συνδέεται, έστω και με χαλαρούς δεσμούς, με την οργάνωση που τον δολοφόνησε. Λέγονται «Ως Εδώ» και αποτελούν μια συνεννόηση μεταξύ συγγενών των θυμάτων της 17Ν και διαφόρων «υποστηρικτών», με ιδιαίτερα ρητό πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα. Το όνομά τους προέρχεται από την κατάθεση του πατέρα του Κωστή Περατικού, Μιχάλη, στη δίκη της 17Ν, που ευχήθηκε «το κακό να είναι ως εδώ». Η φράση ειπώθηκε για να γίνει σύνθημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σχετικό ρεπορτάζ της Καθημερινής («Το μεγαλείο ενός τραγικού πατέρα», 23/4/2003), το «Ως Εδώ» αναγράφεται στο τέλος της πρότασης με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα κάθε λέξης. Γεννήθηκε εξαρχής για να προϊδεάζει σε κάθε κουβέντα σχετικά με την παρακαταθήκη της οργάνωσης, αντιτιθέμενη σε κάθε έλλογη αντιμετώπιση του φαινομένου.
Δαιμονοποίηση έργων και ανθρώπωνΗ φράση προέρχεται απ' τον πατέρα του δολοφονημένου εφοπλιστή και απέκτησε συλλογική υπόσταση όταν ο αδερφός του με τη χήρα του Στίβεν Σόντερς, Χέδερ, ξεκίνησαν μια ομάδα αλληλοϋποστήριξης των συγγενών των θυμάτων της οργάνωσης. Ήταν, όμως, ο γιος του Νίκου Μομφεράτου που της έδωσε λογότυπο και παρουσία, όταν εμφανίστηκε έξω από κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας, διαμαρτυρόμενος για το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα, που είχε κυκλοφορήσει εκείνες τις ημέρες. Ο ίδιος είχε κάθε λόγο να νιώθει μια δυσφορία με το γεγονός ότι το εν λόγω βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ και βρέθηκε σε περίοπτη θέση στις βιτρίνες των περισσότερων βιβλιοπωλείων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι φωνές που ζήτησαν την απόσυρση του βιβλίου –και τώρα την απόσυρση της παράστασης η «Ισορροπία του Νας», της Πηγής Δημητρακοπούλου– είχαν δίκιο. Άλλωστε, οι περισσότερες εξ αυτών δεν ενδιαφέρονταν για την απόσυρση του βιβλίου. Φάνηκε να ενδιαφέρονται πιο πολύ για τη δαιμονοποίησή του, που με τη μεταβατική ιδιότητα, θα περνούσε σε όποιον τολμούσε να σχετιστεί μ' αυτό: από τον Νίκο Γιαννόπουλο, που έγραψε τον πρόλογο, μέχρι τα διοικητικά στελέχη των πανεπιστημίων, που θα επέτρεπαν μια βιβλιοπαρουσίαση εντός τους. Με έναν τρόπο, οι απηνείς διώκτες της ιστορίας της οργάνωσης, ήταν αυτοί που εκμεταλλεύτηκαν πιο αδίστακτα τους συγγενείς και τη μνήμη των θυμάτων.
Έχουν ασπαστεί, άλλωστε, μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας και της Αριστεράς της, με τη 17Ν. Είναι αυτή που διατύπωσε ο Γιάννης Πρετεντέρης στο -εντυπωσιακά κακογραμμένο– βιβλίο του: «
Η Αναμέτρηση: Ζωή και θάνατος της 17 Νοέμβρη» (Εστία, 2002). Κόντρα στην εμβριθή έρευνα για το βίο και την πολιτεία της οργάνωσης, που κυκλοφόρησαν οι Αλέξης Παπαχελάς και Τάσος Τέλλογλου από τις ίδιες εκδόσεις, ο Γιάννης Πρετεντέρης επιχείρησε μια «πολιτισμική» κριτική του φαινομένου 17Ν, που παρότι δεν θεμελιώνεται σε κάτι άλλο απ' τη διαίσθηση του συγγραφέα, κέρδισε μεγάλη απήχηση τα επόμενα χρόνια. Θέση του είναι ότι η ελληνική κοινωνία, ποτισμένη από την αριστερή προπαγάνδα, αγάπησε τη βία της 17Ν. Ο ισχυρισμός αυτός απηχεί παντού στην, προερχόμενη από τους κύκλους του Ποταμιού και της μητσοτακικής Νέας Δημοκρατίας, αρθρογραφία, με αφορμή την έκδοση του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», την πιθανότητα αποφυλάκισης του Σάββα Ξηρού και την παράσταση στο Εθνικό Θέατρο.
Κορύφωση της συλλογικής ενοχοποίησης Το μήνυμα του «Ως Εδώ» είναι σαφές και καθαρό: η ελληνική κοινωνία, ή τουλάχιστον κάποια «ανεπιθύμητα» μέρη της, συνεχίζουν το έργο της εξαρθρωμένης και ανενεργής πλέον οργάνωσης με άλλα μέσα. Το «Ως Εδώ» αποδίδει μια συλλογική ενοχή σε κάθε άνθρωπο που θα διαβάσει το βιβλίο του Κουφοντίνα (ένα αδιαμφισβήτητα ενδιαφέρον ιστορικό ντοκουμέντο) ή που θα διαλέξει για την ψυχαγωγία του να δει τι κατασκεύασε η Πηγή Δημητρακοπούλου από το πρωτογενές υλικό των κειμένων του Σάββα Ξηρού. Στην πραγματικότητα, όσο πάει, αυτή η θορυβώδης και ακατάσχετη απόδοση ευθυνών κλιμακώνεται. Ξεκίνησε άλλοτε, την εποχή των γραπτών του Πρετεντέρη, μόνο με δημοσιογράφους, πολιτικούς, καθηγητές, δικηγόρους και ακτιβιστές των δικαιωμάτων, που θεωρήθηκαν «προεκτάσεις» της 17 Νοέμβρη κάθε φορά που δεν συμφωνούσαν ότι οι πράξεις της οργάνωσης δικαιολογούν την καταπάτηση κάθε πιθανού ανθρώπινου δικαιώματος.
Το «Ως Εδώ» μεγάλωσε. Τώρα περιλαμβάνει χρυσαυγίτες, που απειλούν τη σωματική ακεραιότητα εργαζομένων του Εθνικού Θεάτρου, δημοσιογράφους που αναλαμβάνουν το φτιασίδωμα της λογοκρισίας και παντός είδους τυχοδιώκτες. Η συλλογική ενοχοποίηση, που ούτως ή άλλως αποτελούσε πολιτική πρακτική, με πολύ συγκεκριμένη στόχευση, τώρα απλώνει τα πλοκάμια της μέχρι και στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Ως εδώ, λοιπόν.
Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου