
Η Δημοκρατία, έχει πει ο Τσώρτσιλ, είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όλα τα άλλα. Αναφερόταν, βέβαια, στη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική Δημοκρατία, συμβάλλοντας έτσι, από τα έδρανα της ταξικής του τοποθέτησης, στον διάλογο που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετούς αιώνες και δεν προβλέπεται να διαρκέσει λιγότερους.
Πολλά από όσα υπονοεί η ρήση αυτή του Μεγάλου Κυνικού μπορούν να καταλογιστούν στη δυτική Δημοκρατία, όμως σίγουρα δεν μπορεί να της καταλογιστεί έλλειψη ευρηματικότητας όταν το καλεί η ανάγκη να παραβιάσει τη συστατική της συνθήκη, δηλαδή τη συμμόρφωση στην ανόθευτη έκφραση της γενικής βούλησης.
Πάνω σ’ αυτό, οι εκλογές στην Αϊόβα την περασμένη Τρίτη, με τις οποίες άνοιξε στις ΗΠΑ η αυλαία των προκριματικών αναμετρήσεων εν όψει των προεδρικών εκλογών της 8ης Νοεμβρίου, προσφέρουν υλικό για σκέψεις. Η Χίλαρυ Κλίντον επικράτησε, όπως είναι γνωστό, με ποσοστό 49,8% , έναντι 49,6% του γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς. Η διαφορά –ελάχιστη, μόλις 0,2%– αφήνει έκθετες στην κοινή θέα ενδιαφέρουσες πτυχές του εκλογικού περιτυλίγματος της αμερικανικής Δημοκρατίας, υποδειγματικού εναλλακτικού προτύπου αντιπροσωπευτικής –αστικής, αν προτιμάτε– Δημοκρατίας. Το άλλο είναι η κοινοβουλευτική Δημοκρατία ευρωπαϊκού τύπου, με τις όποιες παράλλαγές της.
Μάχη στήθος με στήθος Βάσει ενός περίπλοκου –και παντελώς άγνωστου στον υπογράφοντα– συστήματος υπολογισμού που χρησιμοποιούν εσωκομματικά οι Δημοκρατικοί, το ποσοστό της κ. Κλίντον της εξασφάλισε 699,57 «ισοδύναμα σε εκλέκτορες» (ήτοι 22 εκλέκτορες), έναντι 695,49 του γερουσιαστή Σάντερς (21 εκλέκτορες). Ήταν μια μάχη στήθος με στήθος, μάλιστα σε ορισμένα εκλογικά τμήματα το αποτέλεσμα ήταν απολύτως ισόπαλο, οπότε χρειάστηκε, προκειμένου να κριθεί ο νικητής, να επιστρατευτεί από τα καταστατικά κείμενα του κόμματος μια λύση που κάποιοι τη χαρακτήρισαν παιδαριώδη, αλλά που, για να είμαστε δίκαιοι, ανάλογό της εντοπίζεται στην επιλογή ορισμένων «αρχόντων» στην αρχαία Αθήνα: Η λύση του «κορόνα ή γράμματα». Κυριολεκτικά. Η τύχη ευνόησε, με εξόφθαλμη μονομέρεια, την κ. Κλίντον, χαρίζοντάς της και τις έξι αμφισβητούμενες περιφέρειες. Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα... Λάθος;
Πολλοί έκαναν λόγο για ήττα της πρώην Πρώτης Κυρίας. Πολύ λιγότεροι αναφέρθηκαν στους δύσκολους πρώτους μήνες για τον Σάντερς, όπου οι υποστηρικτές του, μέλη του moveon.org, μιας προοδευτικής οργάνωσης που αριθμεί 73.000 μέλη στην Αϊόβα και στο Νιού Χανσάιρ, είχαν να αντιπαλέψουν τον καταιγισμό των δελτίων ειδήσεων, που αφιέρωναν 20 φορές λιγότερο χρόνο στον παντελώς αγνοημένο Μπέρνι Σάντερς απ’ ό,τι στον παντοειδώς προβεβλημένο Ντόναλντ Τραμπ. Όπου ο κομματικός μηχανισμός, σθεναρά στο πλευρό της Κλίντον, αποφάσιζε ότι σε αυτές τις προκριματικές τα ντιμπέιτ μεταξύ των κομματικών υποψηφίων θα περιοριστούν σε έξι, αντί των 26 του 2008, οπότε η Χίλαρυ Κλίντον είχε χάσει το χρίσμα από τον (επίσης αγνοημένο μέχρι τότε) Μπαράκ Ομπάμα. Όπου –τελευταίο και σημαντικότερο– η υποστήριξη που προσφέρει αφειδώς στην κα. Κλίντον το κομματικό κατεστημένο τής εξασφαλίζει «από χέρι» την εύνοια της συντριπτικής πλειοψηφίας των super delegates, δηλαδή των εκλεκτόρων που θα μετάσχουν στο συνέδριο «ex officio», ως βουλευτές, γερουσιαστές ή κυβερνήτες του Δημοκρατικού Κόμματος και όχι επειδή προέκυψαν από τις προκριματικές εκλογές.
Είναι αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα των θεσμικών ιδαιτεροτήτων που ξεχωρίζουν το αμερικανικό από το ευρωπαϊκό μοντέλο – που ωστόσο οι διαφορές τους είναι δευτερεύουσες συγκρινόμενες με τη σύμπτωσή τους επί της ουσίας.
Ο λαός ως μάζα ψήφων Στη Μέκκα του ατομικισμού που είναι οι ΗΠΑ, η κυρίαρχη ιδεολογία θέλει το κράτος όσο το δυνατόν πιο αδύνατο, περιορισμένο σε καθήκοντα εσωτερικής ασφάλειας και εθνικής άμυνας, ελάχιστα παρεμβατικό στις σύννομες δράσεις του ατόμου και στην ελευθερία της επιχειρηματικότητας, στις πρωτοβουλίες της και στο παιχνίδι του ανταγωνισμού. Επιπλέον, η μεγάλη παραγωγή νόμων δεν προέρχεται από το Κογκρέσο αλλά από τα τοπικά νομοθετικά σώματα, πράγμα που στερεί από το τελευταίο την υπεροχή που διαθέτει εξ ορισμού η ευρωπαϊκή εθνοσυνέλευση.
Στην Ευρώπη, η υπεροχή του εθνικού κοινοβουλίου προβάλλεται ως αναγνώριση του ιστορικού ρόλου της Εθνοσυνέλευσης στη διαμόρφωση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, για να σπρωχτεί στο ημίφως το γεγονός ότι η αρχή της αντιπροσωπευτικότητας τέθηκε εξαρχής στην υπηρέτηση ενός βασικού ζητούμενου: της προστασίας από την άμεση λαϊκή πίεση. Με τους βουλευτές να υποκαθιστούν τους εκλογείς στο ρόλο των θεματοφυλάκων της εθνικής κυριαρχίας, συντελέστηκε το πέρασμα από τον λαό ως μόνη πηγή της πολιτικής εξουσίας στην αφαίρεση που ονομάζεται έθνος, που, ταυτιζόμενο με τον λαό, διευκόλυνε το πέρασμα από τη λαϊκή κυριαρχία στην εθνική κυριαρχία κι από εκεί στην κοινοβουλευτική κυριαρχία. «Μια επιδέξια νοητική κατασκευή [που] τείνει να λύσει την αντίφαση ανάμεσα στη φιλελεύθερη ιδεολογία, που θέλει τον λαό στη βάση της εξουσίας, και στον φόβο της αστικής τάξης να κατακλυστεί από αυτόν».
Στις ΗΠΑ, όπου, για λόγους που προαναφέρθηκαν, η θεωρία της κυριαρχίας της Εθνοσυνέλευσης δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, το ίδιο αποτέλεσμα «επιδιώκεται με πιο πρακτικά και λιγότερο ιδεολογικά μέσα». Μέσω, π.χ., της ανάπτυξης των επιτροπών, όπου η διάρθρωση και οι δικαιοδοσίες τους επιτρέπουν σε έναν μικρό αριθμό αντιπροσώπων τον έλεγχο του Κογκρέσου και τη μετατροπή του σε ανάχωμα της ψήφου των πληβείων. Παρόμοια, η αρχή της προτεραιότητας των αρχαιοτέρων τούς εξασφαλίζει την πλειοψηφία στις μόνιμες επιτροπές του Κογκρέσου, οι οποίες φιλτράρουν όλες τις προτάσεις νόμων, φτάνοντας ακόμα και να τις εμποδίσουν να φτάσουν σε δημόσια διαβούλευση.
Ανάλογα δομημένα εμφανίζονται τα πολιτικά κόμματα. Όμοια με τα φιλελεύθερα κόμματα στελεχών-κομματαρχών στην Ευρώπη, δεν έχουν διαδραστική σχέση με τη βάση, δεν εκφράζουν κοινωνικές τάξεις. Κάθε οργάνωση απαρτίζεται από μερικές δεκάδες επαγγελματικά πολιτικά στελέχη, που χρησιμεύουν στους επιχειρηματίες και στην οικονομική ελίτ «σαν ιμάντες μεταβίβασης για την λειτουργία των πολιτικών θεσμών», προσεγγίζοντας τον λαό ως μάζα ψήφων, σε μια διαμοιβή όπου το χρήμα έχει πρωτεύοντα ρόλο: Υπολογίστηκε ότι οι υποψήφιοι για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων δαπάνησαν 70 εκατομμύρια δολάρια για την καμπάνια τους στην Αϊόβα – 14,9 εκατομμύρια δολάρια μόνο ο Τζεμπ Μπους, που κατέλαβε την έκτη θέση, με μόλις 2,8% των ρεπουμπλικανικών ψήφων. Τα 9 εκατομμύρια που δαπάνησε η Χίλαρι Κλίντον είχαν μάλλον καλύτερη τύχη.
Το ίδιο και τα 7,4 εκατομμύρια δολάρια του Μπέρνι Σάντερς, που από χθεσινό αουτσάιντερ προεξοφλείται τώρα νικητής στις προκριματικές εκλογές στο Νιου Χαμσάιρ στις 9 Φεβρουαρίου, όπου αναμένεται να σαρώσει, όπως και στην Αϊόβα, στις νέες ηλικίες και στους πολίτες που προσέρχονται για πρώτη φορά σε προκριματική αναμέτρηση: Κατηγορίες ψηφοφόρων που φαίνεται να αφουγκράζονται με προσοχή τις καταγγελίες του κατά της απληστίας της Wall Street, και τις προτάσεις του για αναδιανομή, μεταξύ άλλων, του πλούτου, για
καθιέρωση ενιαίου και εγγυημένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, φορολόγηση των χρηματιστηρικών συναλλαγών για δωρεάν χρηματοδότηση φοιτητικών διδάκτρων, αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων μέσω της φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων, επαναφορά του νόμου «Γκλας-Στίγκαλ» που προέβλεπε τον διαχωρισμό των καθαρά τραπεζικών δραστηριοτήτων από τις επενδυτικές, και που η κατάργησή του από τον Μπιλ Κλίντον επέτρεψε στα αρπακτικά της Wall Street να σπεκουλάρουν «πακετάροντας» επισφαλή δάνεια σε «δομημένα» τραπεζικά προϊόντα και δίνοντας έτσι έναυσμα στην τεράστια κρίση που μαστίζει τον πλανήτη. Την αλλαγή, τέλος, του καθεστώτος προεκλογικής χρηματοδότησης, «που έχει μετατρέψει την αμερικανική Δημοκρατία σε χρηματιστήριο».
Αποδαιμονοποίηση του σοσιαλισμού Οι αναμετρήσεις που έπονται ίσως σηματοδοτήσουν μια πρωτοφανή τροπή στην αμερικανική Δημοκρατία. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει εντυπωσιακό το ότι ένας πολιτικός που αυτοπροσδιορίζεται «σοσιαλιστής», μια λέξη συστηματικά δαιμονοποιημένη στις ΗΠΑ επί δεκαετίες, εμφανίζει τόση δημοτικότητα. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του πρακτορείου Bloomberg στην Αϊόβα, δήλωσαν «σοσιαλιστές» το 43% των Δημοκρατικών ψηφοφόρων. Θα μπορούσε και να είναι η απάντηση στο άλλο απαξιωτικό ευφυολόγημα του Ουίνστον Τσώρτσιλ, που ισχυρίζεται, από ύψους ταξικής υπεροψίας, ότι «Το καλύτερο επιχείρημα εναντίον της δημοκρατίας είναι μια συζήτηση πέντε λεπτών με τον μέσο ψηφοφόρο».
Κωστής Γιούργος------
Διαβάστε: Μωρίς Ντυβερζέ,
Ιανός, το διπλό πρόσωπο της Δύσης, «Ράππας» 1975· Λουτσιάνο Κάνφορα,
Η Δημοκρατία. Ιστορία μιας ιδεολογίας, «Μεταίχμιο» 2006.