
«Η ΠΓΔΜ βρίσκει συνεχόμενα προφάσεις για να κλείνει τα σύνορα. Είναι μια άδικη πολιτική και για τους πρόσφυγες, αλλά και για την Ελλάδα που δεν μπορεί να διαχειριστεί τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων», παρουσιάζει την κατάσταση στην Ειδομένη ο
Αντώνης Ρήγας, υπεύθυνος συντονισμού προγραμμάτων της περιοχής από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.
Κάθε μέρα φθάνουν στην περιοχή περίπου 90 λεωφορεία, αφήνοντας κάποιες φορές τους πρόσφυγες μπροστά από ένα βεζινάδικο, 25 χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα, απόσταση που αναγκάζονται στο τέλος να τη διανύσουν με τα πόδια. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το πρωί της Πέμπτης την έντονη διαμαρτυρία και διαδήλωση των ανθρώπων που συνεχίζουν να ταλαιπωρούνται από την έλλειψη επαρκών και ασφαλών μέτρων για το ταξίδι τους στην κεντρική Ευρώπη. Την Τετάρτη ο αριθμός των προσφύγων έφτασε τις 7.500, με το 35% να υπολογίζεται από την οργάνωση των γιατρών ότι είναι ανήλικα, ενώ τα σύνορα ανοιγοκλείνουν προκαλώντας συνθήκες συνωστισμού στον καταυλισμό.
Τουλάχιστον, εδώ και αρκετές μέρες ο καταυλισμός είναι ανοιχτός, καθώς από τις 9 Δεκεμβρίου οι κρατικές αρχές είχαν απαγορεύσει στις ΜΚΟ και τους εθελοντές να τον λειτουργήσουν, σύμφωνα με τον Αντώνη Ρήγα, υπό το φόβο μην προσελκύσει και εθνικότητες που δεν δέχεται η ΠΓΔΜ και η γείτονος χώρα ξανακλείσει τα σύνορα, αφήνοντας, όμως, τους πρόσφυγες χωρίς καμία βοήθεια.
Σκληρότερη η πολιτική συνόρων της ΠΓΔΜ «Η ΠΓΔΜ δέχεται οι πρόσφυγες να περνούν τα σύνορα ανά μία ώρα, 100 άτομα. Είναι πολύ αργοί ρυθμοί, ενώ η συσσώρευση στον καταυλισμό είναι μεγάλη. Με το που φθάνουν τους καλωσορίζουμε με μικρόφωνο στις γλώσσες τους και αυτό ηρεμεί λίγο την κατάσταση και συντονιζόμαστε καλύτερα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν πολλές δυσκολίες και είναι πολλά τα πράγματα που έχουμε ανάγκη για τη βοήθειά τους. Χρειαζόμαστε τρόφιμα, ιδιαίτερα φρούτα για τα μικρά παιδιά, όπως και ρούχα, ζακέτες και μπουφάν για το κρύο» περιγράφει και η
Ελεονόρα Ζώτου, από την ομάδα της Θεσσαλονίκης Οικόπολις.
Αυτή τη στιγμή στον καταυλισμό διαμένουν περίπου 2.000 άτομα και αν η προσέλευση και το πέρασμα στη γειτονική χώρα συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς, οι κλίνες που υπάρχουν δεν θα είναι αρκετές, τη στιγμή που η υγεία πολλών είναι ήδη κλονισμένη, καθώς ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, όπως έγκυες, ηλικιωμένοι και ΑΜΕΑ, και αναμένεται επιδείνωση του καιρού. Το πιο δυσοίωνο στοιχείο, όμως, για την κατάσταση είναι οι πληροφορίες που διέρρευσαν για την πολιτική που πρόκειται να ακολουθήσουν οι συνοριοφύλακες της ΠΓΔΜ. «Ακούσαμε πως η ΠΓΔΜ προτίθεται να περνά από συνέντευξη μισής ώρας τον κάθε πρόσφυγα, ώστε να διαπιστώνεται καλύτερα η εθνικότητά του, καθώς και ότι δεν θα δέχονται τα χαρτιά καταγραφής τους από την Ελλάδα, αλλά ότι θα εισέρχονται μόνο όσοι έχουν διαβατήριο και πάλι μόνο οι τρεις εθνικότητες: Ιρακινοί, Αφγανοί, Σύριοι», σύμφωνα με τον Αντώνη Ρήγα. Γεγονός που σημαίνει πως ο ρυθμός της ροής προς την ΠΓΔΜ θα μειωθεί δραματικά, ενώ πολλοί δεν θα γίνονται δεχτοί και θα μένουν αποκλεισμένοι, αφού είναι αρκετά δύσκολο όταν έρχεσαι από εμπόλεμη ζώνη να έχεις βγάλει διαβατήριο (!) στις αρμόδιες υπηρεσίες.
Αναγκαίος ο κρατικός συντονισμός Υπό την αναμονή δυσμενέστερων συνθηκών, τίθεται ακόμα μια φορά επιτακτικά το ζήτημα οργάνωσης των δράσεων. «Είναι μείζον πρόβλημα η απουσία του κράτους στην οργάνωση των δράσεων βοήθειας και ασφάλειας για τους πρόσφυγες. Δεν υπάρχει κεντρικός κρατικός συντονισμός μεταξύ ΜΚΟ, εθελοντών που δραστηριοποιούνται εδώ και της αστυνομίας. Υπάρχουν ζητήματα που θα μπορούσαν εύκολα να λυθούν αν υπήρχε κάποιος αρμόδιος, όπως για παράδειγμα να μας ειδοποιούν πόσα λεωφορεία πρόκειται να έρθουν για να γνωρίζουμε πόσο φαγητό να ετοιμάσουμε, ρούχα, φάρμακα κτλ», επισημαίνει ο
Θανάσης Μακρής από την Οικόπολις. Ο ίδιος έχει επικοινωνήσει με τον Γ. Μουζάλα για το ζήτημα μετά από πρωτοβουλία του υπουργού, καθώς θα βοηθούσε και στην καταγραφή των οργανώσεων με ένα πιο ορθό τρόπο από τον αστυνομικό έλεγχο, όπως τονίζει ο αλληλέγγυος. «Έκτοτε αναζητούνται πρόσωπα για αυτό, αλλά δεν έχει γίνει κάτι πρακτικά και τα πράγματα εδώ είναι επείγοντα, δεν γίνεται να περάσουν μέρες».
Η ίδια έλλειψη συντονισμού επισημαίνεται και στα νησιά. «Από το Σεπτέμβρη και μετά δραστηριοποιούνται στο νησί πάρα πολλές ΜΚΟ και ξένοι εθελοντές, που παράγουν ένα σημαντικό έργο για τους πρόσφυγες στους καταυλισμούς και στο ανοιχτό κέντρο μεταναστών. Παρόλα αυτά, χρειάζεται συντονισμός από το κράτος γιατί είναι πάρα πολλές και ενώ καλύπτουν σημαντικά κενά του κράτους, υπάρχει και το ζήτημα της πίτας που προσπαθούν όλοι να πάρουν ένα κομμάτι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η προσφυγική κρίση είναι για πολλές ο λόγος της ύπαρξής τους και χρηματοδοτούνται αδρά για αυτό» σημειώνει η
Σία Θεοδορίδου, κοινωνική λειτουργός από τη Σάμο.
Στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης; Ενώ, όμως, πολλές ΜΚΟ που δημιουργήθηκαν και δραστηριοποιούνται τώρα στο ζήτημα, καταγράφονται και χρηματοδοτούνται για τις δράσεις τους, αλληλέγγυες οργανώσεις, που είναι χρόνια αρωγοί των προσφύγων και το κάνουν αφιλοκερδώς, είναι πιθανό να συναντήσουν προβλήματα στις δραστηριότητές τους. «Δεν δεχόμαστε να καταγραφούμε, έχουμε αυτή τη δράση από το 2001 και όλη η τοπική κοινωνία γνωρίζει τι κάνουμε. Είμαστε μια ανοιχτή συλλογικότητα, δεν είμαστε εταιρεία με υπαλλήλους, για να μπορούμε να δώσουμε συγκεκριμένο αριθμό ατόμων και πολιτικά θεωρούμε ότι πρόκειται για μια διολίσθηση στον απόλυτο έλεγχο και πιστοποίηση της αλληλεγγύης, που δεν θα βοηθήσει όντως τους πρόσφυγες», εξηγεί ο
Δημήτρης Τσούχλης από τη συλλογικότητα «Λάθρα;» στη Χίο. Ταυτόχρονα, επισημαίνει τον κίνδυνο ότι όλος αυτός ο έλεγχος, μπορεί να απομακρύνει την κοινωνία από τους πρόσφυγες, που τόσο καιρό επέδειξε τεράστια αλληλεγγύη, και χωρίς τη δυνατότητα συμμετοχής της να είναι πιο εύκολη η αναζωπύρωση φαινόμενων ξενοφοβίας.
Παράλληλα, αναμένονται η ολοκλήρωση της κατασκευής των κέντρων καταγραφής στα νησιά και πολλοί βλέπουν με φόβο την ανάμειξη του στρατού σε ένα τέτοιο ζήτημα. «Η κατασκευή τους από το στρατό δεν είναι κάτι μεμπτό, αλλά θα είναι αδιανόητο η λειτουργία τους και η διαχείριση των προσφύγων να περάσει στους αξιωματικούς», σύμφωνα με την κοινωνική λειτουργό.
Η πρόθεση στρατιωτικοποίησης της διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης, τονίζεται και από τον Δημήτρη Τσούχλη, αλλά, όπως κρίνει, μεγαλύτερη είναι η ασάφεια σε πολλά ζητήματα, όπως το πόσο καιρό θα κρατούνται οι άνθρωποι που δεν θα κρίνονται ως πρόσφυγες και ποιες θα είναι οι συνθήκες απέλασής τους. «Η πολιτική ηγεσία μιλά για μια διαμονή των ανθρώπων στο χώρο για 48 ώρες. Αυτό πρακτικά είναι αδύνατο. Πρώτον γιατί οι αφίξεις είναι πολλές και θα πρέπει να γίνεται εξατοαμικευμένη κρίση για το καθεστώς τους, διαδικασία πιο χρονοβόρα, που όμως αν δεν ακολουθηθεί και αποφασίζουν βάσει profiling και εθνικότητας, θα παραβούν το διεθνές δίκαιο. Μετά τίθεται το πολιτικό ερώτημα τι θα γίνεται με αυτούς που θα πρόκειται να επαναπατριστούν, που θα αφορά ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων όταν μιλάμε για περίπου το 40% των 2.000 αφίξεων την ημέρα. Αυτοί οι άνθρωποι κάπου θα πρέπει να μείνουν μέχρι τότε και αυτό δεν έχει λυθεί ακόμα. Η κράτηση για 48 ώρες μόνο, είναι ένα επικοινωνιακό επιχείρημα».
Τζέλα Αλιπράντη