Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές το μεγαλύτερο μέρος του διαγωνιστικού προγράμματος του φετινού Φεστιβάλ Βερολίνου έχει πλέον παρουσιαστεί ολοκληρώνοντας την εικόνα μιας διοργάνωσης που μπορεί, κατά γενική ομολογία, να μην εντυπωσίασε στο σύνολό της, όμως κατάφερε να αιχμαλωτίσει στις εικόνες της ένα μεγάλο μέρος από το στίγμα των καιρών που ζούμε. Όπως είχαμε γράψει, η πολιτική και ειδικά το προσφυγικό ζήτημα βρισκόταν εξαρχής στο επίκεντρο του Φεστιβάλ, δύσκολα όμως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι το ντοκιμαντέρ «Φωτιά στη θάλασσα» με θέμα του τη Λαμπεντούζα θα επισκίαζε κάθε άλλη συμμετοχή στο Φεστιβάλ συγκεντρώνοντας τις πλέον διθυραμβικές κριτικές και τις μεγαλύτερες πιθανότητες να φύγει από το Βερολίνο με το μεγάλο βραβείο της Χρυσής Άρκτου.
Ο Τζιανφράνκο Ρόσι μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα μας αν και αξίζει να σημειώσουμε ότι δύο από τα ωραιότερα ντοκιμαντέρ του («Below Sea Level», «El Sicario Room 164») έχουν προβληθεί από την κρατική τηλεόραση δυστυχώς σε ζώνες χαμηλής τηλεθέασης, ενώ η προηγούμενη ταινία του, το βραβευμένο με το Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Βενετίας «Sacro Gra» είχε διανεμηθεί στους κινηματογράφους περνώντας όμως απαρατήρητο. Ο Ρόσι, από τους σημαντικότερους ιταλούς σκηνοθέτες και ένας βαθιά ανθρωποκεντρικός δημιουργός, σχεδίαζε εδώ και χρόνια ένα ντοκιμαντέρ για τη Λαμπεντούζα, το μικρό ανεμοδαρμένο νησάκι ανάμεσα στην Αφρική και την Ιταλία που εδώ και είκοσι χρόνια έχει δεχτεί ακατάπαυστα εκατοντάδες χιλιάδες Αφρικανούς κυρίως πρόσφυγες που το χρησιμοποιούν ως ενδιάμεσο σταθμό καθώς προσπαθούν να περάσουν στην Ευρώπη. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τη ζωή του 12χρονου Σαμουέλε, ενός ζωηρού αγοριού που μεγαλώνει ανέμελα στο νησί φιλοδοξώντας να γίνει ψαράς όπως ο πατέρας του. Μέσα από την καθημερινότητά του και μαζί μιας σειράς άλλων κατοίκων της Λαμπεντούζα, όπως ο συγκλονιστικός στην κατάθεσή του γιατρός του νησιού, ο Ρόσι αποκαλύπτει σταδιακά ένα διαφορετικό κόσμο που κατοικεί στην αθέατη πλευρά του νησιού, άντρες, γυναίκες και παιδιά που καταφθάνουν στο νησί και στριμώχνονται στους πρόχειρους καταυλισμούς του μικροσκοπικού αυτού κομματιού γης, κουβαλώντας ῾῾῾῾τις δικές τους συγκλονιστικές ιστορίες επιβίωσης και ελπίδας. Ο θρίαμβος και το αληθινό κατόρθωμα του Ρόσι είναι ότι η «Φωτιά στη θάλασσα» μέσα από τις εικόνες, μοιρασμένες ανάμεσα στη φρίκη και την ομορφιά, ξεπερνά τους περιορισμούς ενός ρεπορτάζ ή μιας επείγουσας επικαιρότητας και μετατρέπεται σε μια σπουδαία διαχρονική ποιητική δημιουργία όπου η ανθρώπινη τραγωδία και η παιδική αθωότητα συμπλέκονται σε έναν αριστουργηματικό στοχασμό πάνω στον αέναο κύκλο της ζωής και ένα βαθιά πολιτικό σχόλιο για την Ευρώπη των συνόρων.
Βασισμένη στο έργο του ΛεβίΗ Ευρώπη και το αβέβαιο μέλλον της βρίσκεται στο επίκεντρο και της νέας ταινίας του Ντάνις Τάνοβιτς «Death in Sarajevo» τοποθετημένη στο πολύπαθο Σεράγεβο, την πόλη όπου ξεκίνησαν δύο από τους πιο αιματηρούς πολέμους της σύγχρονης Ιστορίας, με φόντο την εκατοστή επέτειο από τη δολοφονία του Δούκα Φραντς Φέρντιναρντ από τον σέρβο εθνικιστή Γκαβρίλο Πριντσίπ. Η δράση της εξελίσσεται με σφιχτοδεμένο ρυθμό στα υπόγεια, αλλά και στο κοσμοπολίτικο λόμπι και τα πολυτελή δωμάτια ενός ξενοδοχείου, που ενώ ετοιμάζεται να δεχτεί τους επίσημους προσκεκλημένους για την επέτειο, οι υπάλληλοί του απειλούν με απεργία διεκδικώντας τα δεδουλευμένα μηνών. Βασισμένη στο έργο του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, η ταινία του Τάνοβιτς προσπαθεί να είναι μια ελεγεία για το τέλος της ευρωπαϊκής ιδέας καταφέρνοντας όμως μόνο να παραμένει ένα απλό ιδεολόγημα εύκολων συμβολισμών, αλλά χωρίς κινηματογραφική δύναμη και με τη γνωστή, απλοϊκή, αντισερβική ρητορική του δημιουργού της.
Ένα πολλαπλό σχόλιο για την ΤυνησίαΣτις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του Φεστιβάλ συγκαταλέγεται το «Hedi», το ντεμπούτο του Μοχάμεντ Μπεν Ατία από την Τυνησία, μια χώρα με τη δική της σημαντική κινηματογραφική παράδοση που μετά από χρόνια παρακμής δείχνει στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης να περνά τη δική της αναγέννηση. Ο Ατία σκιαγραφεί το πορτρέτο του συνεσταλμένου νεαρού υπάλληλου σε μια αντιπροσωπία αυτοκινήτων Χέντι (το όνομά του σημαίνει γαλήνιος), που ετοιμάζεται να παντρευτεί τη γυναίκα που έχει επιλέξει η καταπιεστική μητέρα του και ο μεγαλύτερος αδερφός του που φιλοδοξεί να συνεταιριστεί με το μελλοντικό πεθερό. Η τυχαία γν��ριμία του Χέντι με μια μεγαλύτερη του γυναίκα, που δουλεύει ως χορεύτρια σε ένα θέρετρο για Γερμανούς τουρίστες, θα κλονίσει την τακτοποιημένη ζωή του οδηγώντας τον στη δική του ρήξη. Είναι αξιοθαύμαστο πώς μέσα από μια τόσο μικρού βεληνεκούς ιστορία ο Ατία καταφέρνει να κάνει ένα πολλαπλό σχόλιο για τη χώρα του, τη σχέση της Αφρικής με την Ευρώπη και κυρίως να σκιαγραφήσει έναν ολοζώντανα πολυδιάστατο χαρακτήρα σε μια ολοκληρωμένη ταινία, που μοιάζει να βρίσκεται μέσα στα φετινά βραβεία.
Δύο ακόμα ξεχωριστές ταινίεςΑπό τις πιο ξεχωριστές ταινίες του Φεστιβάλ και επίσης από τα φαβορί για τα βραβεία είναι η πέμπτη ταινία της Μία Χάνσεν Λοβ «Το μέλλον», με πρωταγωνίστρια την εκπληκτική Ιζαμπέλ Ιπέρ στο ρόλο μιας καθηγήτριας φιλοσοφίας που μετά από δεκαετίες γάμου και δύο παιδιά ανακαλύπτει ότι ο σύζυγός της την εγκαταλείπει για μια άλλη γυναίκα. Η Μία Χάνσεν Λοβ περισσότερο από ένα απλό γυναικείο πορτρέτο σκιαγραφεί την πορεία μιας γενιάς, αυτής του Μάη του ’68, που βρέθηκε κάποτε στην πρωτοπορία της σκέψης και της δράσης και βρίσκεται πια αντιμέτωπη με το αναπόδραστο πέρασμα του χρόνου, την τρίτη ηλικία που χτυπά την πόρτα της και φυσικά με μια νέα γενιά που μοιάζει σχεδόν αδύνατο να κατανοήσει. Κλείνουμε την περιήγησή μας στο φετινό πρόγραμμα με τη μοναδική αμερικανική συμμετοχή του διαγωνιστικού προγράμματος το συγκινητικό «Midnight special» του Τζεφ Νίκολς, που μπορεί σε πρώτο επίπεδο για πολλούς να φαντάζει σαν μια φασαριόζικη γεμάτη εφέ ταινία επιστημονικής φαντασίας με αναφορές στις Στενές επαφές τρίτου τύπου ή το Στάρμαν του Τζον Κάρπεντερ, μέσα της όμως κρύβει μια από τις ωραιότερες ταινίες πάνω στη γονική σχέση πατέρα-γιου που έχουμε δει και μαζί μια συναρπαστική περιήγηση στη σκοτεινή καρδιά της βαθιάς Αμερικής.
Λευτέρης Αδαμίδης