Η περιπέτεια της αυτονομίας“Το-Κάτι-σαν-Κομμάτι”, μια παράσταση για παιδιά από την ομάδα “Ντουθ”, στο θέατρο Skrow Παρ’ όλο που ο Θεατής δεν παρακολουθεί πολύ παιδικό θέατρο, φέτος είναι η δεύτερη φορά που νιώθει την ανάγκη να μιλήσει για μια παράσταση που απευθύνεται σε παιδιά. Πρόκειται για το «Κάτι σαν κομμάτι» της ομάδας Ντουθ.
Οι τακτικοί αναγνώστες της στήλης θα θυμούνται ότι είχαμε αναφερθεί και παλιότερα στην -νεοσύστατη τότε- ομάδα, όταν είχαμε παρουσιάσει το τρυφερό «Πατατατί», μια παράσταση που μιλούσε για την διαφορετικότητα, τη φιλία, την αγάπη («Εποχή», 9.6.2013). Φέτος, μετά τον επιτυχημένο περυσινό «Ονειροφάγο», η ομάδα παρουσιάζει ένα έργο με τον παράξενο και υποσχετικό τίτλο «Το-Κάτι-σαν-Κομμάτι».
Εμπνευσμένη από το έργο του Shel Silverstein «Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο», η παράσταση διηγείται την ιστορία ενός περίπου τριγώνου που ζει πάνω σε μια γραμμή με άλλα σχήματα. Επειδή έχει γωνίες, είναι καταδικασμένο να μένει ακίνητο στη θέση, ενώ αυτό θέλει τόσο πολύ να ταξιδέψει. Για να μετακινηθεί πρέπει να βρει ένα άλλο, σχήμα, χωρίς γωνίες, που να του λείπει ένα αντίστοιχο κομμάτι, να ενωθεί μαζί του και αυτό να το πάρει στο δικό του ταξίδι. Ψάχνει ένα ταίρι, το ταίρι του, γιατί πιστεύει ότι μόνο με τη βοήθεια κάποιου άλλου, θα καταφέρει αυτό που επιθυμεί. Αναζητά βοήθεια, δέχεται συμβουλές, για μια στιγμή νομίζει ότι βρήκε λύση, απελπίζεται, φοβάται ότι θα μείνει για πάντα ακίνητο και δεν θα γνωρίσει το μεγάλο κόσμο. Σιγά-σιγά ωριμάζει, μαθαίνει να στέκεται στα πόδια του και καταλαβαίνει ότι οι άλλοι δεν υπάρχουν για να μας βοηθούν, πλουτίζουν τη ζωή μας, είναι σπουδαίοι γιατί μαζί τους μοιραζόμαστε πολλά και η βοήθειά τους είναι πολύτιμη, όμως τα μεγάλα ταξίδια πραγματοποιούνται μόνο όταν βρούμε τη δύναμη εμείς μέσα μας, όταν μάθουμε να δεχόμαστε κριτικά γνώμες και απόψεις, αλλά συγκροτούμε τη δική μας θέση για τα πράγματα, συνειδητοποιούμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας.
Έτσι «Το κάτι σαν κομμάτι», αφού περάσει την περιπέτεια της αυτογνωσίας και της ωρίμανσης, θα μάθει να μην ζητά δεκανίκια αλλά να χαίρεται τη συντροφιά των άλλων και κυρίως θα μάθει πόσο δύσκολο αλλά και υπέροχο είναι να είσαι αυτόνομος. Και τότε θα ταξιδέψει.
Το έργο (κείμενο που διαμόρφωσε από κοινού η ομάδα) κινείται γύρω από δύσκολες έννοιες: φιλία, αυτονομία, εσωτερική ελευθερία. Η παράσταση είναι ευφάνταστη και καταφέρνει να κάνει τις έννοιες αυτές προσεγγίσιμες ακόμα και από πολύ μικρές ηλικίες. Με το τραγούδι, το χιούμορ, την επιμελημένη διαδραστικότητα. Υπηρετείται από τέσσερις ταλαντούχους νέους ηθοποιούς: Μυρτώ Μακρίδη, Σεραφείμ Ράδης, Ιωάννα Ραμπαούνη και Μαρία Φιλίνη, που ξέρουν την έννοια του μέτρου και λειτουργούν με σεβασμό απέναντι στο παιδί, χωρίς στιγμή να ξεχνούν τους ιδιαίτερους κώδικες που πρέπει να χρησιμοποιούν για να φτάνουν στις παιδικές ψυχές –και το παιδί είναι απαιτητικός θεατής.
Λειτουργικά τα σκηνικά και ιδίως τα κοστούμια που φιλοτέχνησε η Αλεξία Χρυσοχοΐδου –και είναι αυτονόητο πόσο σημαντικό στοιχείο είναι τα κοστούμια στο θέατρο για παιδιά. Εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι η μουσική και ο Δημήτρης Τάσαινας έκανε πολύ καλή δουλειά. Την σκηνοθεσία, που πρόβαλλε επιτυχώς τις έννοιες που ήθελε να περάσει το έργο, υπογράφουν οι: Bάσια Ατταριάν, Μυρτώ Μακρίδη, Ιωάννα Ραμπαούνη.
Δευτερεύον ίσως αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, στοιχείο της παράστασης είναι η επαφή του παιδιού με βασικές έννοιες της γεωμετρίας και κάποιες από τις ιδιότητές τους: σχήμα, γωνία, γραμμή, μήκος… Η επιστήμη μπορεί να γίνει πολύ φιλική για το παιδί όταν φτάνει σ’ αυτό μέσα από το παιχνίδι και το θέατρο.
Μαρώ Τριανταφύλλουmaro33@otenet.gr Παράσταση με ιδιαίτερη χρησιμότητα“Η ιστορία ενός αιχμαλώτου”του Στρατή Δούκα, στο Ιδιόμελο Ο Στρατής Δούκας (1893-1985), μολονότι αρκετά πολύγραφος, έμεινε στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας πιο πολύ με το αφήγημα η Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929). Επίσης και ως ευαίσθητος μελετητής του Γιαννούλη Χαλεπά (Ο βίος ενός αγίου: Γ. Χαλεπάς, 1967).
«Η ιστορία ενός αιχμαλώτου» περιγράφει τις περιπέτειες και τα βάσανα ενός νεαρού Έλληνα, που πιάστηκε αιχμάλωτος την εποχή της καταστροφής της Σμύρνης, πήγε στα στρατόπεδα εργασίας, το έσκασε, μεταμφιέστηκε σε τούρκο τσομπάνη, έζησε καιρό μέσα σε μια τουρκική οικογένεια, έφυγε, κατάφερε να μπει σ’ ένα πλοίο και να φτάσει με τα πολλά στην Ελλάδα.
Έργο γραμμένο πρωτοπρόσωπα και η γλώσσα έχει τη δύναμη και την αυθεντικότητα της προφορικής αφήγησης, πράγμα στο οποίο οφείλει εν πολλοίς και την αρκετά σημαντική θέση της στη νεοελληνική λογοτεχνία. Γραμμένο πολύ κοντά στα τραυματικά ιστορικά γεγονότα της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου, των βιαιοτήτων που ακολούθησαν από τους νικητές, και της προσφυγοποίησης ενός και πλέον εκατομμυρίου Ελλήνων της Μ. Ασίας, δεν παίρνει καμιά απόσταση από τα πράγματα, δεν αναζητά καμιά ιστορική αλήθεια. Είναι η μαρτυρία ενός ανθρώπου που έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβιώσει σε εχθρικό περιβάλλον, σε μια εποχή που, αυτονοήτως, μίση και πάθη ήταν οξυμμένα και στις δυο πλευρές. Εκτός από τη λογοτεχνική του αξία, έχει λοιπόν και την αξία μιας μαρτυρίας.
Ο Μανώλης Γιούργος αποφάσισε να ζωντανέψει το αφήγημα του Δούκα στη σκηνή του Ιδιόμελου. Διασκεύασε με σεβασμό το κείμενο για να πάρει την πρέπουσα δραματική μορφή και πρόσθεσε στον κειμενικό κορμό αρκετά στοιχεία για τον Δούκα, που υπάρχει πάνω στη σκηνή και εξηγεί πώς δούλεψε, αλλά και τις δυσκολίες της δικής του ζωής εκείνη την περίοδο και αργότερα. Ο Γιούργος δίδαξε στον νεαρό ηθοποιό Νεκτάριο Παπαλεξίου, που ερμηνεύει τον «Αιχμάλωτο», ένα τρόπο ερμηνείας που εμπεριέχει τον πόνο του βιώματος και ταυτόχρονα την αναγκαία αφηγηματική απόσταση: ο ηθοποιός μπαίνει και βγαίνει στο χρόνο της βίωσης και αυτόν της αφήγησης των γεγονότων. Ο έμπειρος Γιάννης Παπαθύμνιος ερμηνεύει τον Δούκα που συγγράφει και σχολιάζει την ιστορία, αλλά και τον Δούκα της φτώχιας και των προβλημάτων που είχε ο συγγραφέας στη ζωή του. Και μαζί όλους τους δευτερεύοντες ήρωες -τα πρόσωπα που συναντά και συναναστρέφεται ο «Αιχμάλωτος», Τούρκους και Έλληνες- στην πορεία του προς τη σωτηρία.
Η παράσταση, εκτός από το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, έχει και μια ιδιαίτερη χρησιμότητα: μολονότι το κείμενο του Δούκα δεν αποτελεί πια μέρος της ύλης της θεωρητικής κατεύθυνσης των λυκείων μας, θα ήταν μια καλή εμπειρία για τους έφηβους μαθητές να δουν τη δραματοποίηση και σκηνική παρουσίαση ενός κλασικού έργου της νεώτερης λογοτεχνίας μας. Ίσως το υπουργείο Παιδείας θα έπρεπε να υιοθετεί τέτοιες παραστάσεις, να πυροδοτεί τη δημιουργία τους και -αφού ελεγχθεί αυστηρά η ποιότητα του αποτελέσματος- να τις προσφέρει στους μαθητές.
Μαρώ Τριανταφύλλουmaro33@otenet.gr