Της Βιβής ΚεφαλάΗ συριακή κρίση έχει λάβει εδώ και καιρό τα χαρακτηριστικά ενός θανάσιμου λαβύρινθου, στον οποίο κατοικεί ο Μινώταυρος της ισλαμικής τρομοκρατίας. Θεωρητικά, όλοι αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για μία ασύμμετρη απειλή από την οποία κινδυνεύουν οι πάντες και, επομένως, ότι υπάρχει ένα ζωτικής σημασίας πρόβλημα το οποίο πρέπει να λυθεί. Ως συνήθως, όμως, η παραδοχή αυτή είτε είναι μόνο ρητορική, όπως στην περίπτωση της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, είτε της αποδίδεται μικρότερη σημασία πολιτικά από όσο της αναγνωρίζεται διπλωματικά. Στην πραγματικότητα, όλοι οι εμπλεκόμενοι στο συριακό δράμα το χρησιμοποιούν για να προωθήσουν δικά τους συμφέροντα στην περιοχή, τα οποία καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της πολιτικής -εσωτερικής και εξωτερικής- της ιδεολογίας και της οικονομίας.
Ετσι, εκκινώντας από την κοινή παραδοχή της ισλαμικής απειλής, τοπικοί, περιφερειακοί και διεθνείς δρώντες επεμβαίνουν στη Συρία με πρόφαση την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την οποία σε κάποιες περιπτώσεις ευνοούν εν κρυπτώ, χρησιμοποιώντας ως όχημα τις διάφορες ένοπλες ομάδες, που δρουν στη Συρία με τη δική τους υποστήριξη. Με αυτά τα δεδομένα, όλα όσα αφορούν τη συριακή κρίση μετατρέπονται σε διακύβευμα και άρα μετατρέπονται σε αντικείμενο ατελείωτων διαπραγματεύσεων, οι οποίες εάν και εφόσον καταλήξουν σε κάποιον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, γίνονται και πάλι αντικείμενο διαπραγματεύσεων, δεδομένου ότι κάποιος άλλος δρων θα έχει αντίρρηση.
Το πρώτο και βασικό θέμα διαπραγμάτευσης είναι το ποιος θα συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις, πράγμα το οποίο εκ πρώτης όψεως φαίνεται απλό, εφόσον για να υπάρξει συμφωνία θα πρέπει να δεσμευθούν για την τήρηση της όλες οι ένοπλες ομάδες. Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή στις συνομιλίες της Γενεύης αποτελεί σημαντικό διακύβευμα της διαπραγμάτευσης, διότι το ποιος θα παραστεί στις συνομιλίες αυτές ισοδυναμεί με τη διπλωματική αναγνώριση της ύπαρξης του, επομένως και με αναγνώριση των συμφερόντων του και της συνεισφοράς του στην επίλυση του συριακού προβλήματος και, επομένως, της θέσης του στη χώρα την «επόμενη μέρα».
Αντιμαχόμενες πλευρές και συμφέρονταΑυτήν την στιγμή, οι αντιμαχόμενες πλευρές στη Συρία μπορούν να ομαδοποιηθούν ως εξής:
Ο συριακός στρατός και οι σύμμαχοι του (Ρωσία, Ιράν, Χεζμπολλά), οι Κούρδοι, που βρίσκονται σε άρρητη συμφωνία μη επίθεσης με το συριακό καθεστώς και ενισχύονται από τη Ρωσία, το Ιράν αλλά και από τους Κούρδους του Ιράκ, ενώ πλέον διαθέτουν και δυτική υποστήριξη. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης, που εκπροσωπούνται από το Εθνικό Συριακό Μέτωπο και ενισχύονται από τις ΗΠΑ την ΕΕ και άλλες δυτικές χώρες. Η λεγόμενη ομάδα του Ριάντ, στην οποία εντάσσονται και οι ισλαμιστές της Αλ Νούσρα και άλλων ισλαμικών οργανώσεων, οι οποίες πρόσκεινται στην Αλ Κάιντα, και οι οποίες μέχρι την εμφάνιση του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (ΙΚΙΣ), θεωρούνταν τρομοκρατικές.
Το ΙΚΙΣ, αυτοαποκαλούμενο και Ισλαμικό Χαλιφάτο, το οποίο έχει την αφανή αλλά πραγματική υποστήριξη χωρών όπως η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία και το οποίο αποτελεί, θεωρητικά τουλάχιστον, την ενσάρκωση της ισλαμικής τρομοκρατίας και, ως τούτου, έχει συσπειρώσει τους πάντες εναντίον του.
Εξαιρουμένου, λοιπόν, του ΙΚΙΣ, όλες οι άλλες ένοπλες πλευρές που συμμετέχουν στο συριακό εμφύλιο θα έπρεπε να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις, ώστε από μέρος του προβλήματος να μετατραπούν σε μέρος της λύσης του. Παρόλα αυτά, αφθονούν οι αντιδράσεις, οι οποίες οφείλονται βεβαίως σε αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα: η ομάδα του Ριάντ, προφανώς με τις ευλογίες της Σαουδικής Αραβίας, ζητά και τη συμμετοχή της Αλ Νούσρα στις διαπραγματεύσεις, η Ρωσία όμως είναι αντίθετη με τη συμμετοχή της οργάνωσης αυτής στις διαπραγματεύσεις, δεδομένου ότι αποτελεί ένα υποκατάστατο του ΙΚΙΣ, το οποίο εκπροσωπεί την ισλαμική τρομοκρατία, εναντίον της οποίας υποτίθεται ότι μάχονται όλοι.
Οι ΚούρδοιΠαράλληλα, η Μόσχα είναι αναφανδόν υπέρ της συμμετοχής των Κούρδων στις διαπραγματεύσεις, αφενός διότι αποτελούν μια σημαντική ομάδα του συριακού πληθυσμού και μάλιστα μη εχθρική απέναντι στο καθεστώς Άσαντ, το οποίο υποστηρίζουν. Αφετέρου διότι οι Κούρδοι αποτελούν τη βασικότερη στρατιωτική δύναμη εναντίον του ΙΚΙΣ, όπως φάνηκε από τη μάχη του Κομπάνι όπου ηττήθηκαν για πρώτη φορά οι δυνάμεις του ΙΚΙΣ. Υπέρ της συμμετοχής των Κούρδων στη διάσκεψη της Γενεύης είναι πλέον και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες διατηρούν μεν την εχθρότητα τους προς το καθεστώς Άσαντ, αναγνωρίζουν όμως τη σημασία των κουρδικών δυνάμεων στον αγώνα κατά του ΙΚΙΣ, ιδίως μετά την παταγώδη αποτυχία της στρατηγικής προσεταιρισμού των «μετριοπαθών ισλαμιστών» που ανέπτυξαν, και η οποία οδήγησε, εν τέλει, στην ενίσχυση ισλαμικών τρομοκρατικών ομάδων με εκπαιδευμένους από τους Αμερικανούς άνδρες, όπλα και πυρομαχικά.
Αντίθετες στη συμμετοχή των Κούρδων στις διαπραγματεύσεις, όμως, είναι σχεδόν όλες οι ένοπλες ομάδες που στρέφονται κατά του καθεστώτος Άσαντ, θεωρώντας τους υποστηρικτές του καθεστώτος και αποδίδοντας τους αποσχιστικές βλέψεις. Τέλος, κάθετα αντίθετη στη συμμετοχή των Κούρδων στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης είναι η Τουρκία, η οποία θεωρεί ότι οι Κούρδοι της Συρίας συνδέονται άμεσα με τους Κού῾῾ρδους της Τουρκίας και το ΡΚΚ, που βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με την Άγκυρα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ακόμα χειρότερα, η Τουρκία αντιλαμβάνεται τη συνεργασία των Κούρδων του Ιράκ και της Συρίας ως απόδειξη δημιουργίας κοινής εθνικής συνείδησης, που μπορεί να οδηγήσει σε κοινό κουρδικό κράτος, το οποίο μάλιστα θα φθάνει ως τα σύνορα της.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί παρά να ενισχύσει το κουρδικό στοιχείο στην Τουρκία, πράγμα που η Άγκυρα κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει. Έτσι, η τουρκική κυβέρνηση υπό το ισλαμικό κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αναγκάστηκε να συμμετάσχει στο συνασπισμό που στρέφεται κατά του ΙΚΙΣ, το οποίο στήριζε, στην πραγματικότητα όμως πλήττει θέσεις του ΡΚΚ. Παράλληλα, η Τουρκία προσπαθώντας να στερήσει τους Κούρδους από τη ρωσική υποστήριξη έφθασε στο σημείο να καταρρίψει ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος ελπίζοντας ότι θα παρασύρει το ΝΑΤΟ σε μία σύγκρουση με τη Μόσχα, σχέδιο που φυσικά δεν απέδωσε.
Και οι μάχες εντείνονταιΠροφανώς, όλος αυτός ο κυκεώνας αλληλοαποκλειόμενων στόχων τοπικών, περιφερειακών και διεθνών δρώντων, υπήρχε και την 1η Φεβρουαρίου, οπότε ξεκίνησαν οι συνομιλίες στη Γενεύη, οι οποίες διακόπηκαν σχεδόν αμέσως, αφού οι συμμετέχοντες δεν συμφωνούσαν σε τίποτα και κάθε πλευρά παρουσίαζε αιτήματα, όπως η διάνοιξη ασφαλών διαδρόμων για τη διέλευση ανθρωπιστικής βοήθειας σε ορισμένες περιοχές, τα οποία όμως απέρριπταν οι πλευρές που ήλεγχαν ή ήλπιζαν ότι θα ελέγξουν τις συγκεκριμένες περιοχές, όπως συμβαίνει με το Χαλέπι ή άλλες πολιορκημένες περιοχές. Στη συνέχεια, στις 11 Φεβρουαρίου, έγινε αποδεκτό από τις αντιμαχόμενες πλευρές ότι μετά από μια εβδομάδα θα τεθεί σε ισχύ συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ως προαπαιτούμενο για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων της Γενεύης, οι οποίες προβλέπεται ότι θα ξαναρχίσουν στις 25 Φεβρουαρίου. Εν τω μεταξύ, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι μάχες αντί να εξασθενούν εντείνονται, μια και οι εμπόλεμες πλευρές προσπαθούν να κερδίσουν κυριολεκτικά όσο περισσότερο έδαφος μπορούν, ώστε να το χρησιμοποιήσουν στις συνομιλίες είτε ως ανταλλάξιμο είτε ως τετελεσμένο.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν η κατάπαυση του πυρός γίνει σεβαστή, ακόμα και εάν οι συνομιλίες ξαναρχίσουν, είναι αμφίβολο το εάν και κατά πόσο μπορούν να συνεχιστούν και, πολύ περισσότερο, κατά πόσον μπορούν να αποδώσουν καρπούς, αφού κανείς δεν δείχνει διάθεση συμβιβασμού, πράγμα, όμως, που αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ούκ άνευ για τον τερματισμό κάθε ένοπλης σύγκρουσης, πόσω μάλλον ενός εμφυλίου.