Με αφορμή τη σημερινή συνάντηση των φίλων της Οι κάπως παλιότεροι θα θυμούνται στις αρχές της δεκαετίας 1990 την «Εποχή» να αντιπαλεύει με όλα τα διαθέσιμα μέσα την κυρίαρχη άποψη– ακόμα και σε μεγάλα τμήματα της αριστεράς– ότι η αριστερά ανήκει στο παρελθόν και δεν έχει πια μέλλον. Σχεδόν μόνη σε ένα χώρο που δεν πείθεται για την αναγκαιότητα και το μέλλον της αριστεράς με βάση μια δεδομένη εκ των προτέρων πεποίθηση, αλλά ζητάει αποδείξεις αυτού του ισχυρισμού. Και θα θυμούνται ακόμα ότι η «Εποχή» αναζήτησε αυτές τις αποδείξεις και στη σύνδεσή της με τη δράση του κινήματος κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Οι κάπως νεότεροι θα έχουν πολύ πιο πρόσφατη την εικόνα τής «Εποχής» να δίνει, πάλι με κάθε διαθέσιμο μέσο, τη μάχη για τη συσπείρωση, την ενότητα, την ανασύνθεση και την επανίδρυση της αριστεράς στον τόπο μας, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα. Μια μάχη που κατέληξε, παρά τις δυσκολίες, στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ και στην ανάδειξη της αριστεράς σε ρόλο διεκδικητή της κυβέρνησης. Η «Εποχή» δεν υπήρξε μόνο σταθερός και αμετάπειστος υποστηρικτής αυτού τους πολιτικού σχεδίου, υπήρξε και ο τόπος στον οποίο έγιναν τα αποφασιστικά βήματα για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, το έντυπο που καλλιέργησε το έδαφος για την ευδοκίμηση αυτής της πρωτόγνωρης για την ελληνική αριστερά προσπάθειας.
Αναπολώντας το μέλλονΘα μπορούσαμε να πούμε και πολλά άλλα, για τις μάχες που έδωσε σε άλλα πεδία, της απόκρουσης των εθνικισμών, των ρατσισμών, της διεκδίκησης των δικαιωμάτων των «χωρίς φωνή», των κάθε είδους διακρίσεων, της αναγνώρισης και εμπέδωση των δικαιωμάτων των μεταναστών, των κρατουμένων… Σκοπός μας, όμως, εδώ δεν είναι να αναπολήσουμε με νοσταλγία το λιγότερο ή περισσότερο ένδοξο παρελθόν, αλλά να δούμε τώρα τι κάνουμε.
Τι μπορεί να προσφέρει σήμερα η «Εποχή»; Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει καλύτερα από κάθε άλλον; Με άλλα λόγια, δηλαδή, γιατί έχει νόημα η ύπαρξή της και η στήριξή της, η διάδοσή της.
Το κρίσιμο ερώτημα που βρίσκεται στα χείλη, ή έστω στο μυαλό, όλων των αριστερών (και όχι μόνο) είναι αν μπορεί να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση σε μια χώρα που της έχει επιβληθεί καταναγκαστική λιτότητα με όπλο την υπερχρέωση και τη «νομοθετημένη» δημοσιονομική αυστηρότητα, και μάλιστα στο πλαίσιο μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης και μιας Ευρωζώνης με τα χαρακτηριστικά που τόσο καλά γνωρίσαμε τα τελευταία πέντε χρόνια.
Από το περασμένο καλοκαίρι και συγκεκριμένα μετά τη συμφωνία και την εκβιασμένη προσχώρηση στο τρίτο μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων, το ερώτημα αυτό έχει πάψει να έχει θεωρητικό χαρακτήρα. Οι δε απαντήσεις, που δίνονται σ’ αυτό, είναι τόσο διαφορετικές, τόσο αντιθετικές, που κάνουν την κατάσταση στην ελληνική αριστερά να μοιάζει με την προ του ΣΥΡΙΖΑ, την προ του Χώρου Διαλόγου και Κοινής Δράσης, ακόμη και την προ του 2000 εποχή. Να μοιάζει, δηλαδή, με ένα πεδίο που είναι απαγορευτικό να αναζητηθούν οποιοιδήποτε κοινοί τόποι, πολύ περισσότερο να επιχειρηθούν συγκλίσεις μέσα από την απροκατάληπτη δημόσια συζήτηση, ή ακόμα και την ελάχιστη κοινή δράση.
Η «Εποχή» και το ρεύμα ιδεών και πολιτικής που θέλει να εκφράζει μέσα στην αριστερά, δεν έκρυψαν την μετά λόγου γνώσεως επιλογή τους. Δεν ζήτησαν ποτέ την πτώση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων και δεν αδιαφόρησαν ποτέ για το αν θα είναι αυτή η άλλη κυβέρνηση στο Μαξίμου. Υποστήριξαν ένα πολιτικό σχέδιο και παλεύουν για την επιτυχία του: αξιοποίηση κάθε δυνατότητας για την εφαρμογή της αναγκαστικής συμφωνίας με τις λιγότερες δυνατές αρνητικές επιπτώσεις στα ασθενέστερα στρώματα και έξοδο από την κρίση με αναδιανομή των βαρών και χαραγμένο το αποτύπωμα της αριστερής κυβέρνησης σε τομείς που δεν υπόκεινται άμεσα σε καταναγκασμούς του μνημονίου. Χωρίς μεταφυσική βεβαιότητα για την έκβαση αυτής της προσπάθειας. Και με σαφή κριτική διάθεση απέναντι στη δική μας κυβέρνηση.
Η τεχνογνωσία του διαλόγουΔεν κρύφτηκαν ποτέ πίσω από διατυπώσεις όπως «να ηττηθεί η κυβερνητική πολιτική», γιατί, όταν σε άλλες εποχές διατυπωνόταν αυτός ο στόχος, στη δεκαετία του 1980 για παράδειγμα, δεν εξέφραζε αδιαφορία για το ποιος θα βρισκόταν στην κυβέρνηση. Αντίθετα, επιδίωκε τον αποκλεισμό της δεξιάς από την κυβέρνηση με την ενίσχυση της αριστεράς και της αριστερής τάσης μέσα στο τότε ΠΑΣΟΚ. Σήμερα, άραγε, τι σημαίνει «ήττα της κυβερνητικής πολιτικής» στον πραγματικό κόσμο; Πώς τοποθετούνται οι δυνάμεις τής εκτός κυβέρνησης αριστεράς απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Συνειδητοποιούν ότι οι εκδοχές αυτής της ήττας είναι τουλάχιστον δύο-τρεις; Η αριστερά ποια επιλέγει, ποια προτιμάει ή ποια επιδιώκει; Και τι κάνει ώστε η επιδίωξή της να γίνει πραγματικότητα;
Για την ώρα έχει πάψει ακόμα και να συζητάει νιώθοντας μια υποσυνείδητη έλξη από τη λογική τύπου ΚΚΕ, που τείνει να θεωρεί ότι όλοι όσοι βρεθούν στην κυβέρνηση αποδεικνύονται, τελικά, ίδιοι, εφόσον οι κυβερνήσεις δεν είναι δυνατόν να σχηματιστούν υπό την ηγεμονία του ίδιου.
Γέφυρες επικοινωνίαςΌποια κι αν είναι η εξέλιξη των πραγμάτων σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αυτή η συζήτηση χρειάζεται να γίνει εξαντλητικά και επείγει να αρχίσει τώρα. Αν περιμένουμε τα όποια αποτελέσματα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σαν επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα σε έναν αμοιβαίο λιθοβολισμό, τότε καλύτερα να παραδεχτούμε από τώρα την ήττα μας. Όχι απέναντι σε μια υπέρτερη δύναμη, που θα ήταν πιθανόν και δικαιολογημένη, αλλά απέναντι στην τεράστια δική μας αδυναμία να επιδιώκουμε την άρση της διαφωνίας μέσα από τη σύνθεση.
Η δική μας εμπειρία είναι θετική. Μας πείθει ότι, όταν δεν κόβονται οι γέφυρες, ακόμη κι αν όλα δείχνουν ότι είναι αδύνατη λόγω τεράστιων διαφορών η συνεννόηση, ίσως τότε περισσότερο από ποτέ είναι πρόσφορο το έδαφος για την επιδίωξη της συζήτησης. Και έχουμε πολύ πρόσφατη απόδειξη ότι ο μη προσχηματικός διάλογος έχει οπωσδήποτε θετικά αποτελέσματα. Πιο θετικά κι από τις θετικότερες προσδοκίες.
Αυτή την εμπειρία θέλουμε να την ξαναδοκιμάσουμε στην «Εποχή». Γι’ αυτή διαθέτουμε τις δυνάμεις μας. Χρειαζόμαστε, όμως, τη συμπαράσταση όσο γίνεται περισσότερων. Όχι τόσο την οικονομική, γιατί αυτή συνήθως την έχουμε όταν τη ζητάμε. Χρειαζόμαστε την πλατύτερη διάδοση αυτών των ιδεών μας. Έχουμε ανάγκη να νιώθουμε ότι μας χρειάζεστε, ότι γινόμαστε κάθε μέρα πιο χρήσιμοι για τον κόσμο της αριστεράς. Ιδίως για όλους εκείνους που θεωρούν ότι δεν είναι μοίρα της αριστεράς η παρένθεση, είτε αυτή αφορά την ενότητά της, είτε την ικανότητά της να ασκεί κυβερνητικό έργο.
Χ. Γεωργούλας