Η σύνοδος των «απροθύμων» της Βιέννης χαιρετίστηκε από τους αντιδραστικούς κύκλους της Ευρώπης ως καταδίκη της πολιτικής της Μέρκελ και ως υποδειγματική τιμωρία της «αποτυχημένης» Ελλάδας που δεν προστάτευσε τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΑν ζούσε ο Γιεργκ Χάιντερ, ο άνθρωπος που κατάφερε να κάνει κάποτε το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθέρων της Αυστρίας κυβερνητικό εταίρο και να οδηγήσει τη χώρα του σε μια ιδιότυπη διπλωματική καραντίνα από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, θα ήταν υπερήφανος για τους πολιτικούς του διαδόχους. Οχι μόνο για τον τωρινό ηγέτη του κόμματός του, τον Χάιντς Κρίστιαν Στράχε, ο οποίος έχει καταφέρει να καθορίζει την πολιτική ατζέντα στη χώρα του. Αλλά για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα με πρώτο και καλύτερο τον 29χρονο υπουργό Εξωτερικών, τον Χριστιανοδημοκράτη Σεμπάστιαν Κουρτς και την ομοϊδεάτισσά του υπουργό Εσωτερικών, Γιοχάννα Μικλ-Λάιτνερ, οι οποίοι κατάφεραν τελικά να συγκροτήσουν το μέτωπο των «απροθύμων» να ασχοληθούν σοβαρά με το προσφυγικό.
Θα μπορούσε φυσικά να τους χαρακτηρίσει κανείς και ως μέτωπο των «προθύμων» να γεμίσουν με φράχτες την Ευρώπη και να κρατήσουν μακριά τους το πρόβλημα, που δικαιολογημένα παρατηρούν ότι αδυνατεί ή απλά αρνείται να λύσει από κοινού η Ευρώπη, που συνεχίζει να παραπατά σαν μεθυσμένη και να ψελλίζει ακατανόητες φράσεις.
Μέτωπο των «προθύμων»Η άνοιξη δεν έχει επίσημα ξεκινήσει, αλλά η σχετική καλοκαιρία που επικρατεί στην Ευρώπη δίνει νέα ώθηση στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ρεύμα και η σύνοδος που οργανώθηκε στην αυστριακή πρωτεύουσα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλέον ως μια «εαρινή σύνοδος των συνοριοφυλάκων». Ο συντηρητικός Τύπος πανηγυρίζει. Οχι μόνο στην Αυστρία για την πλήρη πολιτική υποταγή του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Βέρνερ Φάυμαν, που ξέχασε τα όμορφα λόγια που ξεστόμιζε κάποτε στην Αθήνα και στη Λέσβο περί «αλληλεγγύης». Αλλά και στη Γερμανία, όπου η κίνηση της Αυστρίας χαιρετίστηκε ως απόδειξη της αποτυχίας της μέχρι τώρα πολιτικής της καγκελαρίου Ανγκέλα Μέρκελ.
Στο Βερολίνο η συνάντηση της Βιέννης καταγράφηκε όχι μόνο ως μια ένδειξη ανυπακοής απέναντι στην «κοινή γραμμή» Βερολίνου-Βρυξελλών. Αλλά κυρίως ως απόδειξη ότι ο χρόνος πλέον τελειώνει και οι μόνες λύσεις, που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν από εδώ και πέρα είναι μάλλον δραματικές για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Ειδικά όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται σε καθεστώς αμηχανίας και φόβου μην τυχόν και διαμαρτυρηθούν οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Υπάρχουν αρθρογράφοι, για παράδειγμα στην συντηρητική «ντι Βελτ» που με χαιρεκακία χαρακτηρίζουν την Ελλάδα ως ένα «αποτυχημένο κράτος», το οποίο οδηγείται και επίσημα στην απομόνωση, εξαιτίας της ανικανότητάς του ή και της «απροθυμίας» του να λύσει από μόνο του ένα πρόβλημα, που μοιάζει με γρίφο ακόμα και για τις μεγάλες δυνάμεις. Υπάρχουν βεβαίως και φωνές που προειδοποιούν ότι μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων είναι κοντόφθαλμη και επικίνδυνη, αφού καταδικάζει στο χάος μια χώρα που έτσι κι αλλιώς έχει βασανιστεί υπερβολικά την τελευταία εξαετία από την οικονομική κρίση. Υπήρξαν και στην Αυστρία σχολιαστές, όπως ο γνωστός δημοσιογράφος Χανς Ράουσερ, στην εφημερίδα «ντερ Στάνταρντ», που αναρωτιόταν ειρωνευόμενος τον Κουρτς αν δηλαδή ζητά από τους Ελληνες να πυροβολούν τις ξεχειλισμένες από ανθρώπινες ψυχές φουσκωτές βάρκες στο Αιγαίο.
Προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητου μπλοκΑλλά ο «Κάιζερ Σεμπάστιαν» δεν ένιωσε την ανάγκη να απαντήσει σε τέτοια ενοχλητικά ερωτήματα. Δεν έδειξε να προβληματίζεται, ούτε από την παρέμβαση του πολύ πιο έμπειρου από αυτόν σοσιαλδημοκράτη Προέδρου της Δημοκρατίας Χάιντς Φίσερ, ο οποίος κάλεσε όλη την κυβερνητική ηγεσία και ζήτησε περισσότερη σύνεση και ψυχραιμία στην πολιτική διαχείριση του προβλήματος, που ξεφεύγει από τα κλασσικά μονοπάτια και έχει οδηγήσει σε επιδείνωση των σχέσεων της Βιέννης όχι μόνο με την Αθήνα, αλλά και με το Βερολίνο, τη Ρώμη και τις Βρυξέλλες.
Είναι προφανές πλέον ότι κάποιοι ονειρεύονται ανασύσταση παλιών αυτοκρατοριών, θεωρώντας ότι ήρθε η στιγμή για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην Ευρώπη και να πάρουν «εκδίκηση» από τους μεγάλους. Κουρτς και Ορμπαν ως οι αναβιωτές της αυστροουγγρικής μοναρχίας, θα μπορούσε να πει κανείς ειρωνικά. Αλλά το θέμα δεν είναι καθόλου αστείο. Εδώ έχουμε μια σαφή προσπάθεια δημιουργίας ενός ανεξάρτητου μπλοκ, που θα περιλαμβάνει χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης υπό την ιδεολογική καθοδήγηση κάποιων αυστριακών οπαδών της Μεσευρώπης. Φυσικά και τους σιγοντάρουν και κάποιοι στη Γερμανία. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός άλλωστε για να ξεχάσουμε και ποιοί έκαναν ότι μπορούσαν για να διαλύσουν μια ώρα αρχύτερα την πρώην ενιαία Γιουγκοσλαβία και ποιοί θέλουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή.
Ούτε πρέπει να περνά απαρατήρητο, ότι οι δυνάμεις της ακροδεξιάς ή της βαθιάς συντήρησης βαδίζουν χέρι χέρι μειώνοντας την γεωγραφική απόσταση ανάμεσα σε Μόναχο και Βιέννη. Πρόσφατα η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και το αυστριακό κόμμα των Ελευθέρων (FPÖ) ανακοίνωσαν και δημόσια σε πανηγυρικούς τόνους την απόφασή τους για στενότερη συνεργασία.
Για το εθνικό συμφέρονΗ Ευρώπη αλλάζει, αλλά όχι όπως κάποιοι είχαν την ψευδαίσθηση ότι θα συμβεί. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το πιο αντιδραστικό κομμάτι της Χριστιανοδημοκρατίας συνηγορούμενο και από την «ατόφια» ακροδεξιά επιχειρούν την ολική άλωση του πολιτικού διαλόγου στην Ευρώπη, επιβάλλοντας όχι μόνο την δική τους εκτίμηση για την κατάσταση αλλά και τις δικές τους λύσεις. Η κοσμοθεωρία τους λέει ότι ο ανθρωπισμός δεν χρειάζεται να επεκτείνεται και σε αλλόθρησκους. Και ότι προκειμένου να σωθεί η καθαρή, «χριστιανική» Ευρώπη δεν θα διστάσουν να θυσιάσουν ακόμα και ολόκληρες χώρες που τυχαίνει να βρίσκονται στην περιφέρειά της.
Ο κυνισμός των Αυστριακών, Ούγγρων, Σλοβάκων και άλλων και ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν σε πολλούς και στην «παλιά Ευρώπη» επειδή τολμούν να πουν πράγματα, που μέχρι πρότινος απλά τα «κρατούσαν μέσα τους» λόγω πολιτικής ορθότητας, θα πρέπει επιτέλους να ταρακουνήσει όσους αφελώς πίστευαν σε κάποιες όμορφες, θεωρητικές ευρωπαϊκές αξίες. Εδώ το μόνο που μετράει είναι το εθνικό συμφέρον. Και με επικλήσεις ανθρωπισμού και αλληλεγγύης και μόνο, κανένας δεν πρόκειτα�� να συγκινηθεί.
•