«ΚΑΥΣΗ»Γαϊτανάκι πλάι σε φέρετρο Του Στράτου ΚερσανίδηΟ θάνατος μπορεί να είναι το τέλος της ζωής ενός ανθρώπου, αλλά δεν είναι το τέλος της ίδιας της ζωής. Αντίθετα, της δίνει μεγαλύτερη αξία και μπορεί να είναι η αφορμή για ξεκαθάρισμα εκκρεμοτήτων αλλά και αποκαλύψεων στις σχέσεις των ζωντανών. Έτσι συνεχίζεται η αέναος σπειροειδής πορεία μέσα στο χρόνο, στον οποίο «δεν υπάρχει κανένα μετά. Υπάρχει μόνο το πάντα».
Ο Στράτος Τσίτζης με την «Καύση», την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, αφηγείται μια ιστορία η οποία έχει ως αρχή το «μετά», το οποίο μετατοπίζεται συνεχώς, αποτελώντας έτσι την αρχή του «πάντα». Η ιστορία αυτή, λοιπόν, αρχίζει με ένα θάνατο και αυτό που βλέπουμε είναι το «μετά», ή αν θέλετε, ένα μέρος του «πάντα».
Ένας άνθρωπος έχει πεθάνει. Στο σπίτι του νεκρού συγκεντρώνονται η αδελφή του, η Στέλλα, οι δύο αγαπημένοι του φίλοι, ο Βασίλης κι ο μικρός του αδελφός, ο Χάρης, η γυναίκα του Βασίλη, η Μαριάννα και η αγαπημένη του νεκρού, η Λίλα. Πέντε άνθρωποι, οι πιο κοντινοί του, έχουν μαζευτεί στο σπίτι για να τον αποχαιρετίσουν αλλά και για να αποφασίσουν τον τρόπο κηδείας του. Θα είναι θρησκευτικός, κοσμικός ή μήπως να προτιμηθεί η καύση; Έτσι αρχίζει ένα γαϊτανάκι ατέρμονων συζητήσεων, οι ώρες περνούν ενώ το πτώμα βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο. Την ίδια ώρα, οι δρόμοι της πόλης φλέγονται από μεγάλες διαδηλώσεις και συγκρούσεις ανάμεσα σε διαδηλωτές και την αστυνομία.
Οι πέντε φίλοι συζητούν για τον τρόπο κηδείας αλλά όχι μόνον γι’ αυτόν. Λένε κι άλλα, τρώνε, πίνουν, γελούν, τσακώνονται, θυμούνται, σχολιάζουν. Και δεν μπορούν να αποφασίσουν εάν θα προτιμήσουν την καύση από τη θρησκευτική κηδεία ή εάν τελικά θάψουν το φίλο τους στον κήπο!
Ο χώρος της δράσης είναι περιορισμένος μέσα σε ένα δωμάτιο. Ο σκηνοθέτης όμως δεν παγιδεύεται στο χώρο, αντίθετα, αυτό που επιδιώκει είναι να «παγιδεύσει» τους ήρωές του μέσα στις αντιφάσεις και την αναποφασιστικότητά τους. Ο ίδιος δεν αφήνει την κάμερά του σε ένα σημείο, την κινεί ανάμεσα στους χαρακτήρες του, τους πλησιάζει, απομακρύνεται, τους βλέπει από όλες τις δυνατές γωνίες και η ώρα περνά χωρίς να δημιουργηθεί στο θεατή η εντύπωση της στατικότητας.
Ο χώρος διαστέλλεται, γίνεται χώρα, η χώρα μας. Το έξω εισέρχεται εντός, οι πέντε γίνονται όλοι εμείς. Η Ελλάδα που ταλαντεύεται, η Ελλάδα που ισορροπεί, η χώρα που αναζητά την ταυτότητά της, που κινείται ανάμεσα στις αντιφάσεις της, που δεν αποφασίζει αλλά υπεκφεύγει, που οι ιδεολογίες έχουν μπερδευτεί με την παραβατικότητα και όπου το κακό παραμονεύει και περιμένει να εμφανιστεί ως η τελική λύση στα αδιέξοδα.
Η ταινία συστήνεται ως μαύρη κωμωδία. Προσωπικά θεωρώ πως υπερισχύει το δραματικό στοιχείο, το οποίο όμως υπονομεύεται από ένα λεπτό, εύστοχο χιούμορ το οποίο λειτουργεί λυτρωτικά. Εύστοχοι και ευρηματικοί διάλογοι, θαυμάσιες ερμηνείες, μια ταινία που βροντοφωνάξει: «Μην αγνοείτε τον ελληνικό κινηματογράφο».
Ο Στράτος Τζίτζης σημειώνει: «Με αυτήν την ταινία ήθελα να μιλήσω για τους οικονομικούς περιορισμούς μας και την ανάγκη να τους ξεπεράσουμε, προκειμένου να εκφράσουμε τις βαθύτερες επιθυμίες μας. Σε μια εποχή που η καπιταλιστική λογική έχει κυριαρχήσει παντού, υπαγορεύοντας το παραμικρό στη ζωή μας, η ηρωίδα της ταινίας αντιδράει και φέρεται “παράλογα”».
Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου το οποίο έγραψε και σκηνοθέτησε ο Στράτος Τζίτζης. Η παράσταση ανέβηκε το Νοέμβριο του 2012, με τους ίδιους πρωταγωνιστές.
strakersan@gmail.comkersanidis.wordpress.com «VICTORIA»Μια νύχτα στο Βερολίνο Μόλις έπεσε η νύχτα, ο σκηνοθέτης Σεμπάστιαν Σκίπερ πήρε την κάμερα, την φόρτωσε στους ώμους του κι άρχισε να κινηματογραφεί. Την άφησε από το χέρι του μετά από περίπου 140 λεπτά και η ταινία ήταν έτοιμη. Ήταν λιγάκι κουραστικό αλλά τουλάχιστον γλύτωσε το μοντάζ!
Η ταινία του Σκίπερ λέγεται «Victoria», κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο, το βραβείο καλλιτεχνικού επιτεύγματος και το βραβείο φωτογραφίας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου 2015 και έχει γυριστεί με μιας, δηλαδή είναι ένα μεγάλης διάρκειας μονοπλάνο.
Η υπόθεση έχει να κάνει για το πώς έμπλεξε μια νύχτα η Βικτώρια, μια νεαρή ισπανίδα η οποία ζει στο Βερολίνο και εργάζεται σε ένα καφέ. Το μοιραίο βράδυ, λοιπόν, η Βικτώρια συναντά τέσσερις νεαρούς έξω από ένα μπαρ. Ανάμεσά τους είναι κι ο Σόνε, ο οποίος φλερτάρει την κοπέλα κι εκείνη δείχνει να ανταποκρίνεται. Έτσι αρχίζει μια νύχτα διασκέδασης με τους τέσσερις φίλους να θέλουν να δείξουν στη νεαρή ισπανίδα πως είναι η αληθινή διασκέδαση στη γερμανική πρωτεύουσα. Οι ώρες περνούν αλλά κάτι φαίνεται να απασχολεί τους τέσσερις νεαρούς. Αυτό είναι μια «δουλειά» που πρέπει να κάνουν, ένα «χρέος», το οποίο πρέπει να εξοφληθεί. Η Βικτώρια, η οποία βρίσκεται σε έξαψη, δεν αρνείται, μετά από την προτροπή του Σόνε, να τους ακολουθήσει. Μόνο που όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν με παιχνίδι αλλά είναι ένα παιχνίδι πολύ επικίνδυνο. Η κατάληξη δε θα είναι καθόλου, μα καθόλου ευτυχής.
Θέλω να σημειώσω πως αυτό που πετυχαίνει ο Σεμπάστιαν Σκίπερ δεν είναι καθόλου εύκολο. Το μονοπλάνο απαιτεί έναν εκ των προτέρων τέλειο σχεδιασμό. Επιπλέον, η απουσία μοντάζ απαιτεί ένα σενάριο, το οποίο προσαρμοσμένο στο μονοπλάνο, να δημιουργεί την ένταση που χρειάζεται μια ταινία. Γιατί η «Victoria» είναι ένα αστυνομικό θρίλερ το οποίο διαθέτει σασπένς κι ανατροπές. Τελικά αυτό το οποίο έχουμε ως αποτέλεσμα είναι, ένα εντυπωσιακό μονοπλάνο, ένα πολύ, μα πολύ δύσκολο επίτευγμα. Αυτό είναι κατά την άποψή μου και το μεγάλο ατού της ταινίας. Άνευ τούτου, εκείνο το οποίο μένει είναι απλώς μια ενδιαφέρουσα αστυνομική ταινία.
Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ως ταινία έναρξης.
Στρα. Κερσ. ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ «Λουλούδια» (Loreak) των Τζον Γαράνιο, Χοσέ Μαρί Γενάγα: Η 40χρονη Άνε, η Τέρε και η νύφη της, Λούρδη. Κάποια μέρα οι τρεις γυναίκες δέχονται από μια ανθοδέσμη, κάτι που συνεχίζεται κάθε εβδομάδα. Ποιος είναι ο μυστηριώδης άγνωστος ο οποίος αφήνει τα λουλούδια στην πόρτα τους; Τι σημαίνει αυτή η πράξη; Ένα δραματικό φιλμ σκηνοθετημένο μινιμαλιστικά το οποίο πραγματεύεται με ευαισθησία την ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία. Εξαίσια κινηματογραφημένο και με εξαιρετικές ερμηνείες από τις τρεις πρωταγωνίστριες, το φιλμ έγινε δεκτό διεθνώς με ενθουσιασμό ως μια από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ στη βασκική γλώσσα. Τρυφερή κι ανθρώπινη, η ταινία ήταν η επίσημη πρόταση της Ισπανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
«Το Λονδίνο έπεσε» (London has fallen) του Μπάμπακ Νατζάφι: Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας πεθαίνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Οι ηγέτες πολλών χωρών φτάνουν στο Λονδίνο για την κηδεία. Τα μέτρα ασφαλείας είναι δρακόντεια αλλά κάποιοι καταφέρνουν να τα ξεπεράσουν. Το Λονδίνο αρχίζει να καταστρέφεται και μόνο τρεις άνθρωποι μπορούν να σταματήσουν το κακό.
«Το 5ο κύμα» (The 5th wave) του Τζέι Μπλέικσαν: Ο πλανήτης έχει αποδεκατιστεί από τέσσερα κύματα. Και ενώ όλοι φοβούνται το 5ο, το οποίο θα είναι και το τελειωτικό, η Κάσι με έναν συνομήλικο της αναλαμβάνουν να σώσουν τον κόσμο. Επιστημονικής φαντασίας.
«Ο μπαμπάς γύρισε» (Daddy’s home) των Σον Άντερς, Τζον Μόρις: Ο Μπραντ, πατριός δύο παιδιών, αναγκάζεται να ανταγωνιστεί τον Ντάστι, το βιολογικό τους πατέρα. Μέτρια κωμωδία.
«Ζωούπολη» (Zootopia) των Μπάιρον Χάουαρντ, Ριτς Μουρ, Τζάρεντ Μπους: Η Τζούντι, λαγός-αστυνομικός στη Ζωούπολη, έρχεται αντιμέτωπη με κάθε λογής στερεότυπα για να αποδείξει πως είναι άξια εκπρόσωπος του νόμου! Ταινία κινουμένων σχεδίων.
Σινεφίλ