Του Γκοφρέντο Αντινόλφι*
Αυτές τις μέρες το Orçamento do Estado 2016 (ο νόμος για τον προϋπολογισμό - OE2016) αναλύεται στην Assembleia da Republica. Για την κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα, που υποστηρίζεται από μια πλειοψηφία αποτελούμενη από τα τέσσερα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς –Σοσιαλιστικό Κόμμα (Ps), Πορτογαλικό Κομουνιστικό Κόμμα (Pcp) Οικολογικό Κόμμα ή Πράσινοι (Pev) και Μπλόκο της Αριστεράς (Be)– μάλλον δεν θα υπάρξουν προβλήματα. Το κείμενο στη γενική του εκδοχή εγκρίθηκε ήδη αυτή την εβδομάδα και, μετά από τη συζήτηση των μεμονωμένων άρθρων, στα μέσα Μαρτίου θα πρέπει να γίνει νόμος.
Η μεγάλη και εντελώς αναπάντεχη επανάσταση που οδήγησε στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης η οποία, για πρώτη φορά στη δημοκρατική ιστορία, μπορεί να υπολογίζει στη συμμαχία Πορτογαλικού Κομουνιστικού Κόμματος, Μπλόκου της Αριστεράς, Οικολόγων και Σοσιαλιστικού Κόμματος μπορεί να φαίνεται σήμερα, μετά από λίγους μήνες, σχεδόν δεδομένη, όπως δεν συνέβαινε από το 1975. Και όχι μόνο επειδή μέχρι την 4η Οκτωβρίου, ημέρα των βουλευτικών εκλογών, υπήρχε μια μοιρολατρική ατμόσφαιρα εγκαρτέρησης. Κάθε είδος κινήματος, μεταξύ των οποίων και το ισχυρό κίνημα των αγανακτισμένων, είχε στην ουσία θρυμματιστεί. Μεταξύ 2011 και 2013, όταν δηλαδή η μέγγενη της πολιτικής λιτότητας έγινε αισθητή με μεγαλύτερη σκληρότητα, η χώρα διαποτίστηκε με μια έντονη συμμετοχή που θύμιζε πολύ την επαναστατική διετία 1974-76.
Όμως, είτε λόγω της οικονομικής σταθεροποίησης της προερχόμενης από την ποσοτική χαλάρωση που υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είτε λόγω της δύσκολης διαπραγμάτευσης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την πορτογαλική κοινή γνώμη έμοιαζαν αδιάβατοι οι εναλλακτικοί δρόμοι σε σχέση με το δρόμο των περικοπών. Το κλίμα απογοήτευσης και υποταγής, που διογκώθηκε έντεχνα από τα ΜΜΕ, τα οποία, σε γενικές γραμμές τείνουν περισσότερο προς τη διατήρηση του status quo, έκανε άχρωμη και άοσμη την προεκλογική εκστρατεία των σοσιαλιστών και ευνοούσε ξεκάθαρα την προηγούμενη κυβέρνηση.
Το κομματικό σύστημα παραμένει ανέγγιχτοΜια σημαντική πλευρά που αναδύθηκε από τις εκλογές –σε σαφή ασυνέχεια με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Ιταλία– είναι ότι το πορτογαλικό κομματικό σύστημα παραμένει ανέγγιχτο. Κανένα outsider δεν κατόρθωσε να επικρατήσει, ενώ τα παραδοσιακά κόμματα, έστω και με μια αποχή που αυξάνεται σταθερά (γύρω στο 44%), κατόρθωσαν να διατηρήσουν ουσιαστικά ανάλλαχτη τη δεξαμενή των ψηφοφόρων τους.
Από τις πρώτες ώρες μετά από το κλείσιμο των εκλογικών τμημάτων τα αποτελέσματα επιβεβαίωναν τους φόβους της παραμονής: η συντηρητική συμμαχία Portugal à Frente (PàF -που δημιουργήθηκε από την ένωση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Δημοκρατικού Κοινωνικού Κέντρου/Λαϊκού Κόμματος), έστω και με μικρή διαφορά, κερδίζει (36,82% PaF, 32,31% Ps). Μολαταύτα η απόλυτη πλειοψηφία, καθώς δεν υπάρχει ακροδεξιά, είναι στα χέρια των προοδευτικών ομάδων: των σοσιαλιστών, του Μπλόκου, των πράσινων και των κομουνιστών.
Άρα, τόσο λόγω συνταγματικής παράδοσης, όσο και λόγω μιας αδυναμίας αριστερών συμμαχιών που είχε παγιωθεί μέσα σε 40 χρόνια, ήταν αυτονόητο για όλους ότι ο ηγέτης της PàF Πέδρο Πάσος Κοέλιο θα εξακολουθούσε να είναι πρωθυπουργός. Όμως, το ίδιο βράδυ της 4ης Οκτωβρίου, αρχίζει να παίρνει μορφή το αδιανόητο: μια κυβέρνηση «frentista». Η εσωτερική δυσπιστία στο αριστερό στρατόπεδο δεν είναι λίγη. Τα τραπέζια διαπραγμάτευσης είναι ουσιαστικά δύο: στη μια πλευρά οι σοσιαλιστές και το Μπλόκο της Αριστεράς και στην άλλη οι σοσιαλιστές και οι κομουνιστές. Την 26η Νοεμβρίου, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Ανίμπαλ Καβάκο Σίλβα, που ανήκει στην κεντροδεξιά, είναι αναγκασμένος να ορκίσει τον Κόστα. Γεννιέται έτσι, στη βάση ιδιαίτερα λεπτομερών συμφωνιών, μια μονοκομματική σοσιαλιστική κυβέρνηση, αλλά με την εξωτερική στήριξη του Μπλόκου της Αριστεράς, των Οικολόγων και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αριστερή λιτότηταΟ πιο σημαντικός, αλλά όχι ο μοναδικός καρπός αυτής της συμμαχίας είναι ο προϋπολογισμός 2016, ο οποίος, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, σηματοδοτεί μια ξεκάθαρη ρήξη με το παρελθόν. Ανάμεσα στα σημαντικότερα σημεία του φορολογικού νόμου είναι η βαθμιαία εξάλειψη του έκτακτου φόρου επί των μισθών του δημοσίου, η περικοπή του πρόσθετου φόρου εισοδήματος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα –ένα μέτρο που αφορούσε αποκλειστικά τα χαμηλότερα εισοδήματα– μείωση του συντελεστή των ασφαλιστικών εισφορών, αύξηση του κατώτερου μισθού και αύξηση πολλών δαπανών που συνδέονται με την κοινωνική προστασία (όπως για παράδειγμα τα οικογενειακά βοηθήματα και οι δαπάνες υγείας). Ο Κόστα έτσι απέδειξε ότι είναι δυνατό να υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι να εννοεί κανείς τις πολιτικές λιτότητας: μια δεξιά και μια αριστερή.
Αριστερή λιτότητα γιατί σε κάθε περίπτωση ο προϋπολογισμός για το 2016 δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο που επιβάλουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες που εξαναγκάζουν τη χώρα σε μια περαιτέρω μείωση του ελλείμματος και συνεπώς κάθε μέτρο δαπάνης πρέπει να αντισταθμίζεται με μια περικοπή. Πολλές είναι οι διορθώσεις που εισήχθησαν έπειτα από πρόταση των Βρυξελλών οι οποίες, χωρίς να λείπει κάποια δυσαρέσκεια, ενέκριναν την πορτογαλική πρόταση. Ο προϋπολογισμός για το 2016 θα σεβαστεί, έστω και με κάποια πάρα πολύ άτολμη παραχώρηση, τα όρια που έχουν τεθεί από την Κομισιόν: με μια αύξηση του ΑΕΠ που υπολογίζεται γύρω στο 1,8% το έλλειμμα υπολογίζεται στο 2,2%. Το αντιστάθμισμα στην «επιστροφή πάνω από ενός εκατομμυρίου στις πορτογαλικές οικογένειες», όπως το ονόμασε το «Diario de Noticias» πριν λίγες μέρες, είναι μια αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των πετρελαϊκών προϊόντων, του καπνού, της καταναλωτικής πίστης, των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και των τραπεζών. Στη συνέχεια θα καταργηθούν οι εξαιρέσεις από το Δημοτικό Τέλος Ακινήτων.
Τρία προβλήματα εν όψειΤρία είναι τα προβλήματα που ο Ρικάρντο Πάες Μαμέδε, οικονομολόγος του Instituto Universitario de Lisboa διαβλέπει στο σημερινό πολιτικό πλαίσιο. Πρώτο: μολονότι από τη μια πλευρά είναι αλήθεια ότι πρόκειται για έναν προϋπολογισμό που έχει ξεκάθαρο αναδιανεμητικό χαρακτήρα και γι’ αυτό έχει πολλά θετικά στοιχεία, από την άλλη είναι πάντοτε τέκνο των πολιτικών λιτότητας, δηλαδή της συγκράτησης του δημόσιου προϋπολογισμού και συνεπώς από τη φύση του είναι υφεσιακός. Για να αντιμετωπιστεί η κοινωνική καταστροφή των τελευταίων χρόνων –υψηλά επίπεδα ανεργίας, φτώχια και μετανάστευση– θα χρειαζόταν κάτι πολύ διαφορετικό. Δεύτερο: σε μια Ευρώπη με αυτή τη δομή, με οικονομίες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, χωρίς μια εσωτερική αναδιανομή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Ιταλία από το Βορρά προς το Νότο, θα είναι αναπόφευκτο να υπάρξει μια τάση περαιτέρω διεύρυνσης του κενού που χωρίζει τις πλούσιες περιοχές από τις φτωχές. Τρίτο: το ζήτημα του δημοσίου χρέους. Στα τελευταία χρόνια η σχέση χρέος/ΑΕΠ αυξήθηκε από το 100% στο 130%. Το 4,5% του ΑΕΠ χρησιμεύει για την πληρωμή των τόκων του χρέους, πράγμα που σημαίνει ότι χωρίς μια αναδιάρθρωση του χρέους που να οδηγεί σε μια ελάφρυνση του συνολικού ποσού που πρέπει να καταβάλλεται κάθε χρόνο, η κατάρρευση, αργά ή γρήγορα, θα είναι αναπόφευκτη.
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς* μελετητής στο Κέντρο για την Έρευνα και τη Μελέτη της Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας, δρ στην Ιστορία.