Του Σωτήρη Ρούσσου*Η εκεχειρία στην Συρία δημιούργησε μια μικρή χαραμάδα ελπίδας για τερματισμό του πολέμου και για σταδιακή επάνοδο της χώρας σε μια σχετική ομαλότητα. Οι όροι, όμως, της εκεχειρίας δεν δημιουργούν μεγάλες ελπίδες για άμεσο τερματισμό της αιματοχυσίας. Αντιθέτως, δημιουργούν μεγάλες ανησυχίες για το μέλλον της χώρας αυτής.
Η εκεχειρία αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, μια μεγάλη τακτική νίκη της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στον συριακό εμφύλιο. Ουσιαστικά, απέδειξε και στην πράξη την άποψη ότι μόνο εκείνες οι δυνάμεις που μπορούν να επιδείξουν αδιάψευστη στρατιωτική ισχύ στο πεδίο, είναι ικανές να επιβάλλουν τη θέλησή τους στην έκβαση των όποιων διαπραγματεύσεων, συμβιβασμών και τελικών συμφωνιών. Η Ρωσία πήρε ένα σκληρό μάθημα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όταν δεν διέθετε την ισχύ να παρέμβει στρατιωτικά, αλλά και στη Λιβύη, όπου θεώρησε ότι αρκούσε απλά και μόνο η θέση της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, για να ασκήσει επιρροή στις εξελίξεις. Και στις δύο περιπτώσεις η Ρωσία αναγκάστηκε να δεχθεί τις αποφάσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Αντιθέτως η στρατιωτική επέμβαση στην Κριμαία, πιο πριν στη Γεωργία και κυρίως τώρα στη Συρία απέδειξαν ότι η επίδειξη στρατιωτικής πυγμής επιβραβεύεται.
Βεβαίως, η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας δεν θα είχε τα ίδια αποτελέσματα, αν είχε να αντιμετωπίσει την αποφασιστική αντίδραση της Ουάσιγκτον. Η σχέση στρατιωτικής ισχύος ΗΠΑ - Ρωσίας είναι περίπου ένα προς δέκα υπέρ της πρώτης με συντριπτική, μάλιστα, υπεροχή στα όπλα υψηλής τεχνολογίας. Οι ΗΠΑ δεν απέτρεψαν λοιπόν την ρωσική επέμβαση. Και όχι μόνο δεν την απέτρεψαν, αλλά επέβαλλαν την εκεχειρία στους συμμάχους τους, τη συριακή αντιπολίτευση, με το επιχείρημα πως αν δεν δεχτούν, τότε θα αφανιστούν από τη συντονισμένη επίθεση του καθεστώτος, της Ρωσίας, του Ιράν και της Χεζμπολλάχ. Ουσιαστικά, δηλαδή, η Ουάσιγκτον απέσυρε την προστασία της.
Τέσσερα προτάγματα, ένα πρόβλημαΕδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ΗΠΑ έχουν τέσσερα βασικά προτάγματα στη Μέση Ανατολή. Πρώτον την ασφαλή ροή των ενεργειακών πόρων, δεύτερον την ασφάλεια του Ισραήλ, τρίτον την αποτροπή απόκτησης όπλων μαζικής καταστροφής από κάποια μεσανατολική δύναμη (πλην του Ισραήλ) και, τέλος, τον αποκλεισμό της επιρροής οποιασδήποτε άλλης μεγάλης δύναμης στη Μέση Ανατολή. Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Μέση Ανατολή δεν είναι πρώτη προτεραιότητα για την αμερικανική στρατηγική, η οποία θέλει να στρέψει τις δυνάμεις της προς τον Ειρηνικό και την Ανατολική Ασία. Ο πόλεμος στη Συρία μέχρι πριν από ένα περίπου χρόνο δεν απειλούσε καμία από τις βασικές αμερικανικές προτεραιότητες. Η παραγωγή και διακίνηση του πετρελαίου συνεχίζεται αδιατάρακτα, δυνάμεις απειλητικές για το Ισραήλ έχουν είτε διαλυθεί (Συρία, Ιράκ), είτε έχουν εμπλακεί βαθιά στο συριακό εμφύλιο (Χεζμπολλάχ), τα χημικά όπλα του Άσαντ καταστράφηκαν και μέχρι το 2015 η Ρωσία περιοριζόταν στην αποστολή όπλων στο ασαντικό καθεστώς.
Το μόνο πρόβλημα των ΗΠΑ ήταν ότι οι δυνάμεις, οι οποίες είχαν αναλάβει να «καθαρίσουν» το συριακό ζήτημα, δηλαδή η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, έδειχναν να έχουν χάσει τον έλεγχο. Επρόκειτο στην ουσία για ένα «διαχειριστικό» πρόβλημα της αμερικανικής στρατηγικής. Η ρωσική επέμβαση περιέπλεξε τα πράγματα, αφού έθεσε εν αμφιβόλω το τέταρτο πρόταγμα. Οι Αμερικανοί χρειάζονταν χρόνο για να αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους στις νέες συνθήκες και αυτή η εκεχειρία τους τον παρέχει.
Ενισχυμένος ο ΆσαντΓια το ασαντικό καθεστώς και τους συμμάχους του η εκεχειρία είναι πολύ θετική από στρατιωτική και πολιτική πλευρά. Επιβεβαιώθηκε η στρατιωτική υπεροχή του φιλοασαντικού συνασπισμού έναντι των αντιπάλων τους, τη συριακή αντιπολίτευση, τους τζιχαντιστές και των υποστηρικτών τους, Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας. Μάλιστα, η τελευταία δείχνει σημάδια σχετικής αποστασιοποίησης από τη συριακή διαμάχη. Αυτή η στρατιωτική υπεροχή τον ενισχύει πολιτικά και ακυρώνει την όποια συζήτηση για αποχώρηση του Άσαντ, ως προαπαιτούμενο για την τελική διαπραγμάτευση.
Οι ζώνες επιρροήςΟι γραμμές της εκεχειρίας φοβούμαι ότι ορίζουν και τις πιθανές ζώνες επιρροής ή κατάτμησης της Συρίας. Μια ζώνη που θα ελέγχεται από το ασαντικό καθεστώς και την εθνοθρησκευτική ομάδα των Αλαουϊτών, μια ζώνη που θα ελέγχεται από τους Κούρδους, μια ζώνη που θα ελέγχεται από το «Ισλαμικό Κράτος» και μια ρευστή ζώνη συγκρούσεων χαμηλής έντασης. Τα όρια των δύο τελευταίων ζωνών πιθανότατα θα συγχέονται μεταξύ τους. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι, για παράδειγμα, πρόσφυγες και εκτοπισμένοι Σουνίτες δεν θα επιθυμούν να επιστρέψουν στις εστίες τους, αν αυτές βρίσκονται υπό αλαουϊτικό έλεγχο ή υπό τον έλεγχο του «Ισλαμικού Κράτους», διαιωνίζοντας το προσφυγικό πρόβλημα ακόμη και μετά από μια σχετική ειρήνευση.
Ένας τέτοιος διαμελισμός θα πάρει την μορφή της αλλαγής των συνόρων στο εσωτερικό του κράτους, που νομιμοποιήθηκε στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας και γενικότερα του μετασοβιετικού κόσμου. Υπάρχει έτσι η ελπίδα ότι δεν θα πληγεί η γενικότερη μετα-αποικιακή χάραξη συνόρων στην περιοχή. Οι ελπίδες, όμως, αυτές είναι δύσκολο να επιβεβαιωθούν. Το «Ισλαμικό Κράτος» έχει τα κλαδιά του στη Συρία, αλλά οι ρίζες του είναι στο Ιράκ και θα είναι δύσκολο να αποκοπούν. Η κουρδική ημι-κρατική οντότητα στη Βόρεια Συρία θα είναι δύσκολο να μην εμπνεύσει την κοινή κουρδική εθνική συνείδηση στην Αρμπίλ και στο Ντιάρμπεκιρ.
Η εκεχειρία μείωσε τις τουρκικές επιθέσεις εναντίον των Κούρδων της Συρίας. Από την άλλη μεριά δεν επέτρεψε στους Κούρδους την ενοποίηση των τριών καντονιών τους. Οι ΗΠΑ βλέπουν στους Κούρδους τη μόνη αξιόμαχη δύναμη, που σε συνδυασμό με τις αεροπορικές επιθέσεις, μπορεί να απωθήσει και τελικά να κατανικήσει το «Ισλαμικό Κράτος». Είναι, επίσης, γνωστή η συμπάθεια που τρέφει το Ισραήλ απέναντι στο κουρδικό κίνημα, ως ένα δυνάμει σύμμαχο απέναντι στον αραβικό εθνικισμό και την ιρανική επιρροή. Όταν, όμως, το «Ισλαμικό Κράτος» ηττηθεί, η Ουάσιγκτον δεν θα αντιμετωπίσει κανένα δίλημμα να διαλέξει μεταξύ των Κούρδων της Συρίας και της Τουρκίας.
Η Μόσχα, από την άλλη πλευρά, επιθυμεί να διατηρήσει τη συνεργασία της με την Τεχεράνη για τη στήριξη του ασαντικού καθεστώτος και δεν θα διακινδυνεύσει μια ρήξη με τους Ιρανούς για χάρη των Κούρδων. Ας μην ξεχνάμε ότι το Ιράν έχει μια ισχυρή κουρδική μειονότητα με μακρά ιστορία αγώνων για την αυτοδιάθεσή της και δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι το πείραμα της Ροτζάβα. Θα ήταν κρίμα, πάντως, να χαθεί αυτό το πείραμα των Κούρδων της Συρίας για την οικοδόμηση ενός κράτος βασισμένου στις αρχές της ομοσπονδίας, της αποκέντρωσης και της δημοκρατίας και όχι στην εθνοκάθαρση, που είναι ο κανόνας στην περιοχή.
* Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr