Τι προκύπτει από τη Διάσκεψη Κορυφής της ΕΕ την περασμένη Δευτέρα στις Βρυξέλλες για το προσφυγικό, από τις αποφάσεις που (δεν;) πάρθηκαν και κυρίως από τις ερμηνείες του περιεχομένου τους, που τις επαλήθευσαν τις επόμενες μέρες, και την πρώτη γεύση από την εφαρμογή τους; Ότι όχι μόνο δεν έγινε ένα καθαρό και σαφές κοινό βήμα πριν την έξοδο, αλλά αντίθετα ενισχύθηκαν οι φόβοι ότι η δεκαετία που διανύουμε μοιάζει αισθητά με αυτή του μεσοπολέμου.
Κράμα κυνισμού και αβουλίαςΗ Ευρώπη τείνει να γίνει, ξανά, μια Σκοτεινή Ήπειρος, που στους κόλπους της όλο και περισσότερο εξαπλώνεται ένας αδιόρατος αλλά υπαρκτός φόβος στους πολίτες της. Οι οποίοι αν και αντίθετοι από ξενόφοβα αισθήματα στη μεγάλη τους πλειοψηφία, εν τούτοις δεν μπορούν να συγκροτήσουν ένα κίνημα που να υποχρεώσει τις κυβερνήσεις να περιθάλψουν τους πρόσφυγες και ταυτόχρονα να πάρουν πρωτοβουλίες για να σταματήσει ο πόλεμος στη Συρία ή όπου αλλού.
Το πιο ορατό σημείο ενός κράματος κυνισμού και αβουλίας είναι η απόφαση που περιλαμβάνει το κοινό ανακοινωθέν, που προβλέπει ακόμα και επιστροφή προσφύγων που ζητούν άσυλο, κάτι που σαφώς παραβιάζει τη συνθήκη της Γενεύης για τους πρόσφυγες. Το τονίζει, διαμαρτυρόμενη η Διεθνής Αμνηστία και πολύ περισσότερο η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ. Η Ευρώπη, λοιπόν, δηλώνει ανίκανη να προστατεύσει τα δικαιώματα ανήμπορων. Η μακρόχρονη κατάργηση ή υπονόμευση δικαιωμάτων θα έφθανε και εδώ.
Η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε σε μυλόπετρες, αυτό είναι αλήθεια, καθώς η Ελλάδα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο πρόβλημα και με αυξημένες ανάγκες, με ελάχιστους βαθμούς ελευθερίας για να κινηθεί. Εκπροσωπώντας, όμως, ένα λαό που έχει αναπτύξει ένα μεγαλειώδες, ευρύ κύμα αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες όφειλε να αντισταθεί, έστω με μια χωριστή δήλωση διαφωνίας που να καταδείκνυε αυτό τον κυνισμό, που καταπατά αρχές και δικαιώματα. Δεν το έκανε.
Μετέωρες αποφάσειςΕν τω μεταξύ, όλες σχεδόν οι πρόνοιες που περιλαμβάνονται στο κοινό ανακοινωθέν είναι μετέωρες. Η δήλωση του κ. Τουσκ ήταν χαρακτηριστική. Για λόγους που συνδέονται με τη στενή του σχέση με τις χώρες του Βίσενγκαρντ, έσπευσε να δώσει τη δική του ερμηνεία που δεν δικαιολογείται από την κάποια αμφισημία της διατύπωσης. Όμως, ακόμη πιο χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του εκπροσώπου της Κομισιόν, ο οποίος απέφυγε να σχολιάσει ουσιαστικά τη δήλωση Τουσκ, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για δήλωση «διαπίστωσης» και όχι «πρόθεσης». Έσπευσε δε να κάνει αναφορά στη δήλωση του προέδρου της Επιτροπής κ. Γιούνκερ ότι «είναι ξεκάθαρο πως οι μονομερείς ενέργειες δεν προσφέρουν λύσεις». Μόνο που η μεν δήλωση Τουσκ επαινεί αυθαίρετες και βάναυσες πράξεις, η δε δήλωση Γιούνκερ είναι καθαρά ευχή.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, φυσικά, αντέδρασε καλώντας τον κ. Τουσκ να μην ενθαρρύνει όσους αγνοούν τις κοινές αποφάσεις των «28» και να επικεντρώσει τις προσπάθειές του στην εφαρμογή κοινών αποφάσεων ως πρόεδρο της Ευρώπης των «28» και να μην ενθαρρύνεται όσους την αγνοούν. Επικριτική ήταν και η στάση της καγκελαρίου Α. Μέρκελ, η οποία τόνισε ότι το κλείσιμο της βαλκανικής οδού «δεν είναι λύση στο συνολικό πρόβλημα». «Δεν μπορούμε 27 χώρες να εφησυχάζουμε και να αφήνουμε μια χώρα μόνη της με το πρόβλημα» είπε χαρακτηριστικά. Δεν απέφυγε μάλιστα να παρατηρήσει ότι ναι μεν ο αποκλεισμός σημαίνει ότι θα φτάσουν λιγότεροι αιτούντες άσυλο στη Γερμανία, αλλά όμως «για αυτό κάθε βράδυ θα βρίσκονται στις ειδήσεις εικόνες με αποκλεισμένους πρόσφυγες, κάτι που μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να κυλήσει καλά».
Η Τουρκία επαναδιατυπώνειΗ δήλωση του τούρκου υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Βολκάν Μποζκίρ έφερε στο τραπέζι, με τον πιο φανερό τρόπο ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να παίζει το χαρτί των προσφύγων και των μεταναστών, παρά τα όσα ειπώθηκαν επισήμως στις Βρυξέλλες και την Σμύρνη. Τόνισε ότι η Τουρκία δεν θα δεχθεί την επαναπροώθηση στο έδαφός της προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται ήδη στα ελληνικά νησιά θεωρώντας ότι η συμφωνία ανάμεσα σε ΕΕ και Τουρκία για την επανεισδοχή δεν αφορά εκείνους που βρίσκονται ήδη στα ελληνικά νησιά.
Η ΝΔ ποντάρει στο ακροδεξιό κλίμαΗ ΝΔ δεν θα παρέλειπε να παρέμβει, ασφαλώς. Αφού ανακάλυψε «μείζον θέμα για τον κ. Τσίπρα» μετά τη δήλωσή του, υποστήριξε, δια του εκπροσώπου της, ότι «τα γριφοειδή του Πρωθυπουργού δεν συνιστούν διάψευση του κ. Τουσκ». Η ΝΔ όλο και περισσότερο, με τοποθετήσεις και του κ. Μητσοτάκη ποντάρει, μάλλον, στο ακροδεξιό κλίμα που αναπτύσσεται σε χώρες της Ευρώπης και ετοιμάζεται να το υποδεχτεί.
Ο δρόμος για τη συμφωνίαΣτο προηγούμενο φύλλο της Εποχής μιλούσαμε για δίδυμη διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες. Η εβδομάδα που πέρασε το ενίσχυσε αυτό. Είναι μια de facto κατάσταση. Οι πρώτες συναντήσεις αποτύπωσαν τις υπάρχουσες και γνωστές διαφωνίες μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και θεσμών. Οι επόμενες μέρες, ως και την Κυριακή, θα έδειχναν την πραγματικότητα και τα περιθώρια για συμφωνία που δημιούργησαν οι αποφάσεις του Γιούρογκρουπ την προηγούμενη Δευτέρα.
Όλα, όμως, έδειχναν ότι ο δρόμος για συμφωνία είχε ανοίξει και μένει να δούμε ποια θα είναι τα σημεία συμβιβασμού και πόσο κοντά -πόσο μακριά θα είναι από τις ελληνικές θέσεις. Το ότι έγινε, εκτός των άλλων, αναφορά για έναρξη συζήτησης για το χρέος, επισήμως, και παρά τις διευκρινιστικές περιοριστικές του κ. Σόιμπλε, μπορεί να μην λέει κάτι σαφές για το πόσο ουσιαστικό θα είναι το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης για το χρέος, πάντως λέει ότι έχει μάλλον αποφασιστεί από τους θεσμούς ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί σύντομα.
Ο κ. Ντράγκι ανησυχεί Σε παρέμβαση που αποκαλύπτει έντονη ανησυχία για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας προχώρησε την Πέμπτη, χωρίς καμιά προειδοποίηση, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Μάριο Ντράγκι. Παρουσίασε «ένα ολοκληρωμένο πακέτο μέτρων», όπως δήλωσε, για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη.
Η περαιτέρω χαλάρωση των χρηματοδοτικών συνθηκών και η τόνωση του δανεισμού σχεδιάζεται για να ενισχύσει την, υποτιθέμενη, ορμή της οικονομικής ανάκαμψης και να επιταχύνει την επιστροφή του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω, αλλά πλησίον, του 2%, ως χρήσιμου αναπτυξιακού εργαλείου. Ωστόσο, πρώτα θα χρειαστεί να διασφαλιστεί «μια ισχυρή και σταθερή ανάκαμψη στην Ευρωζώνη», παρατήρησε.
Μιλώντας περισσότερο ως υπουργός Οικονομίας της Ευρωζώνης, παρά ως τραπεζίτης, άσκησε κριτική σε όσους τον κατηγορούσαν ότι έχει υιοθετήσει τα αρνητικά επιτόκια, σημειώνοντας ότι «αν είχαμε υιοθετήσει την πολιτική του «όχι σε όλα» το αποτέλεσμα θα ήταν η διολίσθηση της Ευρωζώνης στον αποπληθωρισμό. «Η εμπειρία μας από τα αρνητικά επιτόκια είναι πολύ θετική, όσον αφορά τα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία» πρόσθεσε αν και «η ΕΚΤ γνωρίζει τις επιπλοκές που έχουν στο τραπεζικό σύστημα».
Ποιο όμως είναι το μυστικό, που γνώριζε ο κ. Ντράγκι και το ανακοίνωσε μαζί με τα μέτρα; Οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ για την πορεία της οικονομίας στην Ευρωζώνη είναι αποκαρδιωτικές. Το ετήσιο πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 1,4% το 2016, 1,7% το 2017 και 1,8% το 2018 (από 1,7% το 2016 και 1,9% το 2017 στις εκτιμήσεις του Δεκεμβρίου). Για τον πληθωρισμό, διακρίνοντας την υποθερμία της οικονομίας, εκτιμούν ότι θα διαμορφωθεί στο 0,1% το 2016, 1,3% το 2017 και 1,6% το 2018 (από 1% το 2016 και 1,6% το 2017 στις εκτιμήσεις του Δεκεμβρίου).
Η ύφεση, μ’ άλλα λόγια, ως απειλή δεν έφυγε ποτέ πάνω από την Ευρωζώνη, εφόσον ποτέ δεν απομακρύνθηκε και η λιτότητα, και τώρα ενισχύεται από τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Κάτι έπρεπε να γίνει και η ΕΚΤ έχει αποδείξει ότι είναι η μόνη που καταλαβαίνει τον κίνδυνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη φορά δεν είχαμε ούτε τις συνηθισμένες κριτικές ή γκρίνιες των Γερμανών τραπεζιτών, διότι ο φόβος έχει φτάσει και στο Βερολίνο.
Ο κ. Ντράγκι, βέβαια, σημείωσε ότι «οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να στηρίζουν την οικονομική ανάκαμψη και ταυτόχρονα να συμμορφώνονται με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Και για άλλη μια φορά ισχυρίστηκε, παρά το ότι μόλις πριν είχε πάρει μέτρα για επούλωση των πληγών που προκαλεί, ότι «η πλήρης και συνεπής εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αποτελεί ζωτικό παράγοντα που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στο δημοσιονομικό μας πλαίσιο». Έσπευσε, επίσης -για τα μάτια του κόσμου- να συμβουλέψει ότι «ταυτόχρονα, όλες οι χώρες θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η σύνθεση της δημοσιονομικής τους πολιτικής να είναι πιο ευνοϊκή για την ανάπτυξη». Πώς όμως θα γίνει αυτό εφαρμόζοντας το Σύμφωνο;
Για την Ελλάδα έχει δυο πλευρές ενδιαφέροντος αυτή η απόφαση. Η μια, είναι ότι δεν πρέπει να υπολογίζει, ακόμη και αν τελειώσει γρήγορα η αξιολόγηση, σε απρόσκοπτη άνοδο του ΑΕΠ. Η άλλη, η θετική, είναι ότι σε ένα κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον που υπονομεύει τη λιτότητα ευθέως, η νομισματική χαλάρωση και γι’ αυτή δεν θα αργήσει.
Π. Κλαυδιανός