Του Κωνσταντίνου ΚαραλήΣτις 5 Μαρτίου απεβίωσε σε ηλικία 86 ετών ένας από τους σημαντικότερους μαέστρους της εποχής μας, ο Νικόλαους Αρνονκούρ. Λίγους μήνες πριν, είχε ανακοινώσει την απόφασή του να εγκαταλείψει το πόντιουμ «καθώς οι σωματικές μου δυνάμεις αναγκάζουν τη ματαίωση των μελλοντικών μου σχεδίων». Με αυτήν την απόφαση έβαλε τέλος σε μια εντυπωσιακή όσο και πολύμορφη καριέρα στο χώρο της μουσικής: ως τσελίστας, μουσικολόγος και συγγραφέας αλλά κυρίως ως ένας από τους σημαντικότερους διευθυντές ορχήστρας των τελευταίων 50 χρόνων, έδωσε νέα πνοή στα έργα της Αναγέννησης, του Μπαρόκ, της κλασικής και της ρομαντικής εποχής, όπως και στους πρώιμους μοντέρνους έχοντας διευθύνει έργα Μπαχ, Χέντελ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Μπραμς, Μπιζέ, Όφενμπαχ, Σμέτανα, Γκέρσουιν, Στραβίνσκι και Μπεργκ.
Ο Αρνονκούρ, που γεννήθηκε το 1929, άρχισε την καριέρα του ως τσελίστας στη Βιένη λίγο μετά τα εικοστά του γενέθλια, ενώ το 1952 τον πήρε ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν στη Συμφωνική ορχήστρα της Βιένης (όπου έπαιξε για 17 χρόνια) και λίγο αργότερα, το 1953 δημιούργησε με τη γυναίκα του, Άλις, το Concentus Musicus της Βιένης, που έκτοτε έχει δώσει εκατοντάδες συναυλίες στη Musikverein της Βιένης, παίζοντας με όργανα εποχής.
Από το 1971 άρχισε να ηχογραφεί τις Καντάτες του Μπαχ σε συνεργασία με τον Γκούσταβ Λέοναρντ (τσέμπαλο) και το ίδιο έτος παρουσίασε την πρώτη του όπερα, την «Επιστροφή του Οδυσσέα στην Πατρίδα», του Μοντεβέρντι, με το Concentus Musicus, που τον επόμενο χρόνο παρουσιάσθηκε και στο Μιλάνο. Έχοντας πλέον τη θέση του διευθυντή ορχήστρας, άρχισε από το 1975 τη συνεργασία του με την Όπερα της Ζυρίχης η οποία συνεχίσθηκε αδιάλειπτα μέχρι προσφάτως. Πρώτη του δουλειά ήταν η παρουσίαση του Κύκλου των έργων του Μοντεβέρντι σε σκηνοθεσία του Ζαν Πιερ Πονέλ.
Από το 1980 άρχισε να διευθύνει ορχήστρες και στο εξωτερικό, ξεκινώντας με την ορχήστρα Κοντσερτγκεμπάου του Άμστερνταμ, με την οποία εμφανίσθηκε και στη Βιένη, ενώ το 1983 διηύθυνε τη Συμφωνική της Βιένης, το 1984 την Φιλαρμονική της Βιένης και από τη δεκαετία του ’90 διηύθυνε περισσότερες από 90 φορές τη Φιλαρμονική του Βερολίνου.
Το 1983 παρουσίασε τα κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ, όχι μόνο σε όργανα εποχής, αλλά και με δικές του ερμηνευτικές καινοτομίες, σε μια παρουσίαση που έμεινε ιστορική και το 1987 έδωσε στην Όπερα της Βιένης τον Ιδομενέα του Μότσαρτ. Παράλληλα, είχε αρχίσει να συμμετέχει στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ.
Η σημαντικότερη συνεισφορά του ήταν η, επαναστατική για την εποχή της, ιδέα να ακουστούν τα έργα με όργανα της εποχής τους, πράγμα που σήμαινε σημαντική ιστορική μουσικολογική και τεχνική έρευνα, μαζί με το καλλιτεχνικό μέρος της μουσικής έκφρασης, φέρνοντας επανάσταση στον τρόπο που παίζονταν τα έργα αυτά. Ήδη το 1954 στο έργο του «για την ερμηνεία της Ιστορικής Μουσικής» ο Αρνονκούρ διέκρινε μεταξύ δύο αντιθετικών προσεγγίσεων της μουσικής του παρελθόντος: είτε μεταφορά της στο παρόν (κάτι σαν μεταμόσχευση), με αποτέλεσμα το μετασχηματισμό της, ή την ακαδημαϊκή μεταφορά του ακροατή στο παρελθόν, με αποτέλεσμα το χάσιμο της επαφής με το παρόν. Απέναντι σ’ αυτές, ο Αρνονκούρ προέκρινε τη χρήση τεχνικών και οργάνων του παρελθόντος με σκοπό την αναδημιουργία της παλιάς ως ζωντανής σύγχρονης μουσικής. Ως σχετικό παράδειγμα αυτής της σύγχρονης ερμηνευτικής προσέγγισης που έκτοτε δημιούργησε σχολή, θα πρότεινα την ηχογράφηση των 6 Βραδεμβούργειων κοντσέρτων του Μπαχ από το Concentus Musicous, με όργανα εποχής.
Οι καινοτομίες του ήταν εντυπωσιακές και στο ανέβασμα έργων όπερας σε συνεργασία με διάσημους σκηνοθέτες, όπως στην Όπερα της Ζυρίχης και στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ με την «Επιείκεια του Τίτου» του Μότσαρτ, ή τον «Βασιλιά Αρθούρο» του Πέρσελ, όπου σε κάποια σημεία ο διευθυντής της ορχήστρας συμμετέχει στο θεατρικό μέρος του έργου και όπου ένα κομμάτι παρουσιάζεται περίπου ως ροκ’ ν’ ρολ διατηρώντας αυστηρά όλες τις νότες του πρωτοτύπου (!) (You Hay, It’s a Mow!/Fairest Isle).
Για τον Αρνονκούρ, η ύπαρξη του ανθρώπου είναι αδιανόητη χωρίς μουσική. Όπως είπε σε ένα λόγο του το 1991 με την ευκαιρία της λήξης του έτους Μότσαρτ, «Εμείς οι μουσικοί, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, διαχειριζόμαστε μια ιερή γλώσσα και πρέπει να κάνουμε τα πάντα, ώστε να μη χαθεί μέσα στην υλιστική εξέλιξη της εποχής». Επιπλέον, όπως έγραψε σε ένα βιβλίο του, «η μουσική κληρονομιά χρειάζεται περισσότερα από απλή διατήρηση: απαιτεί διάλογο με το παρελθόν μας, το μέλλον μας και τους εαυτούς μας. Η μουσική δεν είναι μια απλή κληρονομία του παρελθόντος, αλλά κυρίως μια ζώσα υπενθύμιση του δικαιώματος σε ένα ανθρώπινο μέλλον».