Μετά το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής κανείς δεν αμφιβάλει για την καθιέρωση της “Εναλλακτικής για τη Γερμα��ία” ως μια πολιτική δύναμης, που δεν αποτελεί πρόσκαιρο φαινόμενο – Εντείνονται οι υπόνοιες για τη ρωσική “βοήθεια”
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΟι δυσοίωνες προβλέψεις των δημοσκόπων δικαιώθηκαν. Η γερμανική Ακροδεξιά ήταν η αδιαφιλονίκητη νικήτρια των εκλογών σε Σαξωνία-Ανχαλτ, Ρηνανία-Παλατινάτο και Βάδη- Βουρτεμβέργη. Οι ηγεσίες των άλλοτε ισχυρών πόλων του δικομματισμού, Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες προσπαθούν να ξεπεράσουν την αμηχανία τους και να ψελλίσουν κάποιες δικαιολογίες για την αιμορραγία, που συνεχίζει να τους μαστίζει. Οι εξηγήσεις δεν είναι απλές και την ίδια ώρα οι εκπρόσωποι της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» μιλούν με θράσος για το «τέλος των παραδοσιακών κομμάτων» και αυτοπαρουσιάζονται στο πολιτικό σκηνικό ως η «ανερχόμενη δύναμη», η οποία θα συνεχίζει να βάζει τα θέματα στην πολιτική ατζέντα και να καθορίζει τις εξελίξεις.
Μια «επιθετική απάθεια»Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Τα άλλοτε μεγάλα «λαϊκά κόμματα» σίγουρα δεν είναι αυτά που ήταν στις τέσσερις-πέντε πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, καθώς η ικανότητά τους να εκφράσουν κοινωνίες πολύ πιο σύνθετες έχει σημαντικά εξασθενήσει. Από την άλλη, όπως χαρακτηριστικά το περιέγραψε μια έρευνα του «Ιδρύματος Φρίντριχ Εμπερτ», ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος έχει περιέλθει σε μια κατάσταση «επιθετικής απάθειας». Με άλλα λόγια, αδιαφορεί για τις λεπτομέρειες της πολιτικής και εύκολα μπορεί να δώσει την ψήφο του σε εκείνους, που ακούγονται πιο εύκολα απλά και μόνο επειδή κραυγάζουν. Η στάση του αυτή ενισχύεται από τις αδυναμίες της πολιτικής να ικανοποιήσει υποσχέσεις της και προσδοκίες και μεγαλώνει όσο μεγαλώνουν και οι τρύπες του κοινωνικού κράτους, που ειδικά στην πρώην Ανατολική Γερμανία και δυόμιση δεκαετίες μετά την «επανένωση» συνεχίζουν να παραμένουν απειλητικά μεγάλες.
Η μεγάλη επίδραση της ακροδεξιάς στο πρώην «σοσιαλιστικό κομμάτι» της Γερμανίας πρέπει να προβληματίσει την Αριστερά, αλλά και να τη βοηθήσει να καταλάβει γιατί σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, με «πρωτοπόρες» τις χώρες του Βίζεγκραντ, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός συνεχίζουν να κάνουν πάρτυ.
Κοινωνίες που ζουν απομονωμένες, αποκλεισμένες τείνουν προς τον αυταρχισμό και επιδιώκουν να ανακυκλώνουν και να ανατροφοτούν τον αποκλεισμό τους από τον επικίνδυνο ξένο κόσμο. Και αυτό δίνει μια πρόσθετη εξήγηση για τη μανία τους να καταργήσουν στην πράξη την ελεύθερη διακίνηση, που προβλέπει η συνθήκη του Σένγκεν. Έτσι, η Γερμανία ουσιαστικά μοιάζει ακόμα διχασμένη σε δύο επίπεδα: Ανατολή και Δύση από τη μια, ακραίος επιθετικός εθνικισμός και πίστη στις ευρωπαϊκές ιδέες από την άλλη.
Η μεγάλη αντίφαση της ΜέρκελΑν υπάρχει κάτι ευχάριστο στις παρατηρήσεις αυτές είναι ότι η επίδραση των ξενοφοβικών ιδεών παραμένει περιορισμένη σε ποσοστά κάτω του 30%. Υπάρχει δηλαδή μια μεγάλη πλειοψηφία που είναι υπέρ της ανοιχτής κοινωνίας, με διαβαθμίσεις σε ότι αφορά το βαθμό προστασίας της από απρόοπτες απειλές. Η πολιτική της κυρίας Μέρκελ, που προσπαθεί να συνδυάσει τον ανθρωπισμό και την βοήθεια προς τους πραγματικά κυνηγημένους με την ανάγκη να συγκρατηθεί ένα ανεξέλεγκτο κύμα μαζικής οικονομικής μετανάστευσης προς την Ευρώπη, μοιάζει να έχει την ευρεία υποστήριξη ή έστω ανοχή της κοινής γνώμης. Το ερώτημα είναι βεβαίως αν αυτός ο γρίφος μπορεί να λυθεί, τη στιγμή που η πλειοψηφία των κατοίκων του πλανήτη συνεχίζει να ζει στη φτώχεια, και είναι πολλά εκατομμύρια εκείνοι, που δεν έχουν να χάσουν τίποτα και είναι έτοιμοι να τα ρισκάρουν όλα για να ψάξουν έστω μια «ευκαιρία» για κάτι καλύτερο. Είναι άγνωστο αν η γερμανίδα καγκελάριος μπορεί να κατανοήσει αυτή την εσωτερική αντίφαση της δικής της προσέγγισης. Το πιθανότερο είναι ότι συνεχίζει να ελπίζει ότι μπορεί ο ανθρωπισμός που θα βασίζεται στην... ψυχρή λογική να δώσει κάποιες λύσεις, χωρίς να χρειαστεί να θιγεί το πρωτεύον ζήτημα της ανθρώπινης εκμετάλλευσης.
Σε κάθε περίπτωση, η γερμανίδα καγκελάριος έδειξε να επιμένει στη μέχρι τώρα στάση της και να εκτιμά την ήττα του κόμματός της ως διαχειρίσιμη. Έτσι κι αλλιώς πολιτικοί όπως ο πράσινος Βίνφριντ Κρέτσμαν στη Στουτγκάρδη και η σοσιαλδημοκράτης Μαλού Ντράιερ στο Μάιντς μοιάζουν πολύ πιο κοντά στις δικές της θέσεις και τα ποσοστά τους δε μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά για την απήχηση των εθνικών τους κομμάτων. Έδειξε, επίσης, η κυρία Μέρκελ να είναι η μόνη πολιτικός στην Ευρώπη, που καταλαβαίνει ότι το να μπει σε καραντίνα η Ελλάδα μαζί με μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες δεν πρόκειται να δώσει λύση στο προσφυγικό, αντίθετα θα προκαλέσει άλλα αλυσιδωτά προβλήματα. Σίγουρο θεωρείται πάντως ότι θα αναγκαστεί να βάλει, κατά κάποιο τρόπο, «νερό στο κρασί της», αφού οι πιέσεις ακροδεξιών και νεοσυντηρητικών γίνονται καθημερινά ολοένα και πιο ασφυκτικές, όπως και οι βολές εναντίον της ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να «υποδύεται τη Μήτερα Τερέζα»