Η προσφυγική κρίση ήρθε να ξαναθυμίσει τη θεμελιώδη αντίφαση που διατρέχει τις κοινωνίες μας: τη δυσαρμονική συγκατοίκηση ιδιοτέλειας, ως κίνητρο της οικονομικής δράσης, και ανιδιοτέλειας, ως όρος απαράβατος της κοινωνικής συνοχής. Ανάλογα, αντιπαρέθεσε δύο διαμετρικά αντίθετους τύπους ανθρώπινης συμπεριφοράς: του ιδιοτελούς, που στο δράμα του «άλλου» βλέπει την ευκαιρία να επωφεληθεί ατομικά, και του ανιδιοτελούς, που στο πρόσωπο του κατατρεγμένου βλέπει την πρόκληση να υπερασπιστεί το κοινό δικαίωμα στη ζωή. Από την αναμέτρηση του αγοραίου με το αλληλέγγυο θα κριθεί τι σόι κοινωνία μάς περιμένει στο μέλλον.
Εχει ειπωθεί πως «όσο πιο πίσω πάμε στο παρελθόν, τόσο πιο μακριά στο μέλλον μπορούμε να δούμε». Στην αναζήτηση των καταβολών αυτού που αποκαλούμε «οικονομία της αγοράς» (και που αυτοαποκαλείται «αυτορρυθμιζόμενο» σύστημα, αποτελώντας την κυρίαρχη σήμερα αντίληψη για τη λειτουργία και το ζητούμενο της οικονομικής δραστηριότητας) θα χρειαστεί να περάσουμε από το 1776 και τον Πλούτο των Εθνών του Άνταμ Σμιθ. Στο έργο του αυτό, ο σκωτσέζος οικονομολόγος και ηθικός φιλόσοφος υπερασπίζεται την αρχή της λεγόμενης «πεφωτισμένης ιδιοτέλειας», ισχυριζόμενος ότι μέσα στον καπιταλισμό, το άτομο, δρώντας με γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον, προάγει, ανεξάρτητα από τη θέλησή του, το κοινό συμφέρον, χάρη σε έναν κοινωνικό μηχανισμό που ο ίδιος ονόμασε «αόρατο χέρι της αγοράς».
Η αντίληψη περί «πεφωτισμένης ιδιοτέλειας», που κυριάρχησε το 19ο αιώνα προς θεωρητική υπεράσπιση και ηθική νομιμοποίηση του ανερχόμενου καπιταλισμού (και που, ως νεοφιλελευθερισμός σήμερα, επιδιώκει να κατισχύσει επί της κοινωνικότητας) αναγνωρίζει στην αγορά, δηλαδή στην επιδίωξη του ατομικού πλουτισμού, ρόλο αποκλειστικού ενορχηστρωτή της οικονομίας και, κατ’ επέκταση, της κοινωνίας. Για το σκοπό αυτό αναζήτησε, όπως κάθε αφήγηση, τη νομιμοποίησή της στο παρελθόν: Στην υποτιθέμενη τάση του πρωτόγονου ανθρώπου να ανταλλάσσει με σκοπό το ατομικό όφελος, και, άρα, στην ύπαρξη αγορών από καταβολής οργανωμένου κοινωνικού βίου. Ακριβέστερα, στην ύπαρξη κοινωνικού βίου χάρη στην ύπαρξη αγορών.
Τον ισχυρισμό αυτό ήλθαν να καταρρίψουν τα πορίσματα της ιστορικής και ανθρωπολογικής έρευνας, βεβαιώνοντας ότι ποτέ στο παρελθόν, με εξαίρεση τους δύο τελευταίους αιώνες, δεν υπήρξαν οικονομίες ελεγχόμενες αποκλειστικά (και οριζόμενες αποφασιστικά) από τις αγορές, μολονότι η αγορά, αποκλειστικά ως ιερός τόπος τελετουργικής ανταλλαγής και σύσφιγξης σχέσεων, απαντάται ήδη από τη νεολιθική εποχή. «Σε πείσμα των θεωρητικών του 19ου αιώνα, το κέρδος που προέρχεται από τις συναλλαγές δεν είχε παίξει ποτέ πριν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη οικονομία». Όλα τα στοιχεία που προσκομίζουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες δείχνουν ότι ο «πρωτόγονος» άνθρωπος χαρακτηρίζεται από κοινοκτημονική νοοτροπία.
Η σημαντικότερη ανατροπή που επέφερε η ιστορική και ανθρωπολογική έρευνα στις μέχρι τότε επικρατούσες αντιλήψεις είναι ότι η ανθρώπινη οικονομία θεμελιώνεται στις κοινωνικές σχέσεις, και όχι το αντίστροφο, όπως διεκδικεί η επιχειρηματολογία της «οικονομίας της αγοράς». Ο άνθρωπος δεν ενεργεί για το στενά ατομικό του συμφέρον, ακόμη και όταν πιστεύει και ισχυρίζεται το αντίθετο, αλλά για να διασφαλίσει την κοινωνική υπόσταση και καταξίωσή του. Με άλλα λόγια, επιζητεί την αποδοχή. Τα υλικά αγαθά είναι μόνο ένα μέσο προς αυτή την κατεύθυνση, ακόμα κι όταν αυτά συγχέονται με το πραγματικό ζητούμενο, που δεν είναι άλλο από την αναγνώριση σε επίπεδο μη υλικών αγαθών.
Η διατήρηση κοινωνικών δεσμών είναι ζωτικής σημασίας για το άτομο σε κάθε εποχή, ακόμα και στην επισφάλεια των διαταραγμένων ανθρώπινων σχέσεων που χαρακτηρίζουν τη δική μας. Καμιά εποχή δεν μακροημέρευσε χωρίς αξιακούς κώδικες που η τήρησή τους δεν επιβραβεύεται με υλικούς όρους. Πάντα, ακόμη και σε καιρούς όπου η ιδιοτέλεια επιβραβεύεται υλικά, το άτομο που υπερβαίνει το ανεκτό από την κοινωνία όριο ιδιοτέλειας, παραβιάζοντας το γενικά αποδεκτό κώδικα τιμής ή γενναιοδωρίας, απομονώνεται ηθικά, προκειμένου να διαφυλαχτεί στο ελάχιστο ό,τι πραγματικά «συνέχει» κάθε κοινωνία: το αλληλέγγυο.
Το προσφυγικό δράμα ανέδειξε εμφατικά την αντινομία που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες της «οικονομίας της αγοράς». Ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας (που δεν αποτιμάται τόσο αριθμητικά όσο ποιοτικά, κάτι που η βαρύνουσα σημασία του έχει αποδειχθεί ιστορικά) αντιλαμβάνεται ότι αυτή η διχοστασία εγκυμονεί αδιέξοδα και επιλέγει να ακολουθήσει την προτροπή του Χαλίλ Γκιμπράν: «Γενναιοδωρία είναι να δίνεις περισσότερα από όσα μπορείς. Υπερηφάνεια είναι να παίρνεις λιγότερα από όσα χρειάζεσαι».
Αξιοπαρατήρητα, το αυθόρμητο ξέσπασμα αλληλεγγύης έκανε να σιωπήσουν όσοι μέχρι χθες ακόμη χαρακτήριζαν «ιδεοληψίες» τα ουμανιστικά προτάγματα της Αριστεράς. Πρόκειται για μια νίκη των κοινωνικών αξιών επί του αγοραίου ήθους. Νίκη που πρέπει να αξιολογηθεί σωστά, κυρίως δε να αξιοποιηθεί έγκαιρα η δυναμική πίσω από αυτήν. Οι αντιδράσεις της κοινωνίας στο προσφυγικό δείχνουν ότι η γραμμή που τέμνει το σώμα των πολιτών μετατοπίζεται: Το δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» κάνει τόπο στην αναμέτρηση της κοινωνικής αλληλεγγύης με τις καταστροφικές μεθοδεύσεις της «οικονομίας της αγοράς».
Τελειώνοντας. Δεν είναι όλες οι ΜΚΟ άμοιρες της υποψίας ότι μέσω αυτών επιδιώκεται ο σφετερισμός και, τελικά, η ακύρωση του ρόλου της κοινωνίας, η αποδυνάμωσή της στην αναμέτρηση με την «ελεύθερη αγορά».
Κωστής Γιούργος