Η πολυαναμενόμενη ανασυγκρότηση του κεντρώου χώρου όλο προαναγγέλλεται και όλο αναβάλλεται, παρά τις παραινέσεις των ενδιαφερομένων και τις προειδοποιήσεις τους προς τις συνιστώσες του κέντρου ότι οι χωριστές πορείες τους οδηγούν προς την πολιτική εκμηδένιση. Γιατί άραγε;
Δίνονται κατά καιρούς διάφορες επιφανειακές ερμηνείες, περί αρχηγισμών, ηγεμονισμών, προσωπικών πορειών και τα παρόμοια. Η εκλογική συντριβή που έχει υποστεί το κέντρο είναι τόσο σημαντική, που θα αρκούσε το ένστικτο αυτοσυντήρησης και μόνο, για να άρει τέτοιου τύπου εμπόδια. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι πολύ βαθύτερο και δεν γίνεται να κατανοηθεί, αν δεν ασχοληθούμε με το ρόλο που παίζει το κέντρο στη διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας.
Το σημείο καμπήςΌταν το κέντρο, λόγω ειδικών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, είναι σε θέση να πετύχει την πολιτική ηγεμονία, τότε μπορεί να διεκδικήσει και να εξασφαλίσει τον πρώτο ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών, ως αντίπαλος πόλος της δεξιάς. Τέτοιες συνθήκες παρουσιάστηκαν στη χώρα μας κατά τη μετεμφυλιακή και τη μεταδικτατορική περίοδο. Η Ένωση Κέντρου και το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές να οικειοποιηθούν και να εκπροσωπήσουν ακόμα και τις κοινωνικές δυνάμεις τις οποίες προσδοκούσε η αριστερά να εκφράσει.
Υπήρξε, ωστόσο, μια χρονική στιγμή, πολύ πριν από το 2010, που το κέντρο επέλεξε να συνταχθεί, όχι μόνο πολιτικά, με τη λογική τού μονόδρομου, προσεγγίζοντας επικίνδυνα τη νεοφιλελεύθερη λογική, ήδη από την εποχή Σημίτη. Αυτή η πρώιμη προσέγγιση το οδήγησε στην εποχή των μνημονίων ως φυσική κατάληξη μιας ιδεολογικής μεταλλαγής και όχι ως αποτέλεσμα μιας εκβιαστικής, πραξικοπηματικής επιβολής. Γι’ αυτό το λόγο αποδείχθηκε αργότερα και έτοιμο για μια σύμπραξη με τη δεξιά, που ως τότε τυπικά ήταν ο πολιτικός αντίπαλος στο πλαίσιο του δικομματισμού.
Το κέντρο χάνει την ηγεμονίαΑυτή η σύμπτωση -και όχι μόνο η σύμπραξη με τη δεξιά στην εφαρμογή του μνημονίου- δεν του επέτρεπε πια να παίξει το ρόλο του εκφραστή και δυνάμεων που έκλιναν επ’ αριστερά στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με τη δεξιά. Η ηγεμονία του κέντρου χάθηκε, η επιρροή του εκτός του «φυσικού» κοινωνικού χώρου του σχεδόν εκμηδενίστηκε. Το αποτέλεσμα ήταν να βγει στην επιφάνεια το εγγενές πρόβλημα του κέντρου: το πρόβλημα του προσανατολισμού του.
Οι μέχρι τώρα επιλογές του, της σύμπραξης με τη δεξιά, το οδήγησαν στην απειλητική αποδυνάμωση και σε αδιέξοδο. Το ερώτημα αν θα αλλάξει προσανατολισμό είναι αυτό που το ταλανίζει και εμποδίζει την ανασυγκρότησή του.
Στο εσωτερικό της Δημοκρατικής Συμπαράταξης είναι φανερό ότι αναπτύσσονται διαφορετικές προβληματικές. Το ίδιο και στο Ποτάμι. Μόνο που η εξέτασή τους δεν γίνεται ακαδημαϊκά. Στη διαπάλη παρεμβαίνουν συμφέροντα ενδογενή και εξωγενή, που δυσκολεύουν ιδιαίτερα την αναζήτηση λύσης.
Ποιοι θέλουν το κέντρο δίπλα στη δεξιάΟι πολιτικές, επιχειρηματικές και κοινωνικές δυνάμεις που υπέδειξαν, στήριξαν και δικαιολογούν ακόμα τις μέχρι τώρα επιλογές του κέντρου για σύμπραξη με τη δεξιά, κάνουν ό,τι μπορούν για να μην υπάρξει αλλαγή προσανατολισμού. Κύριο επιχείρημά τους είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «έχει στόχο τον εκμηδενισμό του» (κύριο άρθρο των «Νέων» 29/3), ενώ αυτές στην πραγματικότητα το οδηγούν στη διαρκή συρρίκνωση. Και βασική παραμυθία τους, την οποία με κάθε τρόπο θέλουν να κάνουν πραγματικότητα, είναι ότι η σημερινή κατάσταση επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι προσωρινή.
Αποτρέποντας, όμως, το κέντρο από το να αλλάξει προσανατολισμό, το ωθούν να ταυτίζεται μόνιμα με μια δεξιά, η οποία διακηρύσσει ότι διεκδικεί το χώρο και της κεντροδεξιάς, δηλαδή τμήματα του κέντρου. Χωρίς αυτά, μάλιστα, δεν μπορεί να ελπίζει η ΝΔ σε εκλογική νίκη επί του ΣΥΡΙΖΑ.
Μπροστά σ’ αυτά τα διλήμματα, η ηγεσία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης επιχειρεί να διαφύγει με την πολιτική της κυβέρνησης εθνικής ανάγκης, όπου προϋπόθεση σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η ταυτόχρονη σύμπραξη με τη ΝΔ. Πρόκειται για τακτική αποφυγής του προβλήματος και διαιώνισης του αδιεξόδου. Η οποία μόνο τη διάσωση του κέντρου δεν εξασφαλίζει. Πολλώ δε μάλλον την ενίσχυσή του.
Τότε γιατί την προτείνουν οι παραδοσιακά υποστηρικτές του κέντρου; Διότι τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους έχουν πια ταυτιστεί σχεδόν με τα συμφέροντα της δεξιάς. Γι’ αυτό και σε όλη την περίοδο της τελευταίας εικοσαετίας δεν έκαναν καμία προσπάθεια να διαχωριστούν από αυτά, από την εποχή Σημίτη ως την εποχή Μητσοτάκη. Διαβάζοντας, για παράδειγμα, τα έντυπα του ΔΟΛ, ανακαλύπτεις πολύ περισσότερα επιχειρήματα για να ψηφίσεις ΝΔ, παρά Δημοκρατική Συμπαράταξη. Για το Ποτάμι επιφυλάσσουν καλύτερη μεταχείριση, για να είμαστε δίκαιοι, αλλά το κάνουν μόνο και μόνο γιατί ελπίζουν πως βρίσκεται πιο κοντά στη ΝΔ. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι από αυτά τα έντυπα εκφράστηκε η μεγαλύτερη ανησυχία και εχθρότητα στις συμβουλές προς ΠΑΣΟΚ για αλλαγή προσανατολισμού, που εκπορεύονται και από «αδελφά» ευρωπαϊκά κόμματα προς τους εν Ελλάδι συγγενείς τους.
Χωρίς ταχυδακτυλουργίεςΜπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα, υπάρχουν κάποιοι που συμβουλεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει ό,τι χρειάζεται, ώστε να καλύψει το κενό που ενδεχομένως αφήνει η αδυναμία του κέντρου να συγκροτηθεί ως διακριτή από τη δεξιά δύναμη. Εν ανάγκη, δίνοντας και χαρακτηριστικά σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη φυσιογνωμία του.
Παραβλέπουν, βέβαια, το γεγονός ότι η προωθητική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε η ριζοσπαστικότητά του και ότι η άμβλυνση αυτών των χαρακτηριστικών του πληρώνεται ήδη με σαφείς δημοσκοπικές απώλειες. Όπως, επίσης, παραβλέπουν ότι οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις επιχειρούν και στην Ευρώπη να αντιμετωπίσουν τις μικρότερες ή μεγαλύτερες απώλειές τους προς την αντίθετη κατεύθυνση, αναζητώντας λύσεις σε συνεργασία με δυνάμεις της αριστεράς, όπως στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Και, τέλος, παραβλέπουν το γεγονός ότι, όπου δεν μπόρεσε η αριστερά να κρατήσει τη θέση της, διεκδικώντας το μερίδιό της και έναντι της σοσιαλδημοκρατίας, εκεί μεγεθύνθηκαν είτε η ακροδεξιά (βλέπε Γαλλία) είτε μεταπολιτικά φαινόμενα τύπου Πέντε Αστέρων (βλέπε Ιταλία, αφού πέρασε από μια οδυνηρή περίοδο κυριαρχίας του μπερλουσκονισμού).
Υπάρχει και ο πιο δύσκολος, ο πιο απαιτητικός δρόμος: των πολιτικών πρωτοβουλιών για την ενίσχυση εκείνων των δυνάμεων του κέντρου, που επιθυμούν αλλαγή προσανατολισμού, εναρμονιζόμενες και με διαφαινόμενες αναπροσαρμογές της σοσιαλδημοκρατίας σε χώρες που έχει πλήξει περισσότερο η πολιτική της λιτότητας και του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Η εκλογική αποτύπωση του συσχετισμού δύναμης ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας στρατηγικής, ιδιαίτερα στις ελληνικές συνθήκες με την ισχυρή παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να μετακινήσει μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού σκηνικού προς τα αριστερά -και σε σταθερότερη βάση- αφαιρώντας σημαντικό ζωτικό χώρο από τη δεξιά για τους ελιγμούς της. Αυτό οφείλει να επιδιώκει μια πολιτική δύναμη που σχεδιάζει την πολιτική της με στρατηγική προοπτική και όχι σε ευκαιριακή βάση.
Χ. Γεωργούλας