
Μετά την ανάγνωση του ντοκουμέντου της ΛΑΕ, που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από λίγο καιρό,
η απόφαση του πανελλαδικού συντονιστικού της Δικτύωσης για τη Ριζοσπαστική Αριστερά αποτελεί μάλλον ευχάριστη έκπληξη. Και μπορεί να το πει κάποιος αυτό, ακόμα κι αν δεν συμφωνεί με βασικές διαπιστώσεις και προτάσεις του κειμένου, γιατί σε κρίσιμα σημεία δεν καμώνεται πως έχει απαντήσεις ολοκληρωμένες, όπως το τμήμα της αριστεράς που ικανοποιείται από τη χιλιαστική λογική της προσδοκίας της «δεύτερης παρουσίας».
Δεν μπορώ να πω αν ήταν στην πρόθεση των συντακτών του κειμένου αυτού (καθώς σε ορισμένα σημεία δεν φαίνεται να υπάρχει πλήρης συνείδηση της εγγενούς «αδυναμίας» της αριστεράς), αλλά κάπου αυτή η «αδυναμία» κατάθεσης μιας έτοιμης λύσης παρουσιάζεται ως δυνατότητα που μπορεί να προκύψει από την πολιτική δράση.
Ας μιλήσουμε με παραδείγματα.
Από την αποδόμηση στην οικοδόμηση«Ο λόγος που το φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενισχύει σήμερα τη ριζοσπαστική αριστερά», εκτιμά η απόφαση της Δικτύωσης, «είναι ότι αυτή τα πηγαίνει καλύτερα στην αποδόμηση των κυβερνώντων, με όλους τους σοβαρούς λόγους που υπάρχουν για αυτήν, παρά στην οικοδόμηση της εναλλακτικής στην κυβερνητική – μνημονιακή πολιτική». Αν μεταγλωττίσουμε τις γραμμές αυτές από το ιδιόλεκτο της εκ των ουκ άνευ αντιπαράθεσης με τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια πιο κοινά αποδεκτή διάλεκτο, αυτό που αποδεικνύεται είναι η κοινή απορία της αριστεράς όλων σχεδόν των αποχρώσεων και κάθε χώρας μπροστά στο ερώτημα «τι να κάνουμε;», από τη στιγμή που τίθεται στο συγκεκριμένο περιβάλλον της κυριαρχίας του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερο καπιταλισμού.
Για όσους μέσα στο ερώτημα «τι να κάνουμε;» δεν συμπεριλαμβάνουν τη διεκδίκηση της κυβέρνησης, έστω κι αν δεν εξασφαλίζεται έτσι η πραγματική εξουσία, προφανώς δεν υπάρχει πρόβλημα: η «οικοδόμηση της εναλλακτικής στην κυβερνητική-μνημονιακή πολιτική» μπορεί να παραμείνει σε καθεστώς γενικόλογης εξαγγελίας, που διεκδικεί μια ξεχωριστή καταγραφή, ακόμα και την ώρα που το εκλογικό σώμα (για να μη χρησιμοποιήσουμε πιο απαιτητικούς όρους ) σε προκαλεί δίνοντάς σου ποσοστά πλειοψηφικά. Όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 2012 2015, γεγονός που δεν εξηγείται μόνο με το «ξεγέλασμα του κόσμου».
Για τους υπόλοιπους, όμως, αυτό δεν αρκεί. Όπως δεν αρκεί και η διαπίστωση της απόφασης της Δικτύωσης ότι « η εμπειρία της περιόδου 2012 – 2015, από τη μια, και η διαρκής ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, από την άλλη, μας έχουν πει πολλά για τα όρια που έχει, ιδίως στη συγκυρία της κρίσης, ένας αντιμνημονιακός κυβερνητισμός, αν αυτός δεν οικοδομεί παραδείγματα και υποκείμενα κοινωνικής αντιεξουσίας (…) με οργανωμένο σχέδιο και βιώσιμη προοπτική χάρη στην εμπλοκή των πολλών».
Οι κυβερνήσεις και οι «πολλοί»Πρώτα από όλα δεν αρκεί, γιατί στη διατύπωση αυτή υφέρπει ένας άλλου είδους κυβερνητισμός, που υπονοεί ότι μια κυβέρνηση στις συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να αναλάβει και να διεκπεραιώσει ένα τέτοιο έργο. Θα ήταν μια άλλη κυβέρνηση, σε άλλο τόπο και σε άλλο χρόνο. Και βέβαια, δεν αρκεί η «εμπλοκή των πολλών», χρειάζεται η πρωτοβουλία , η αυτενέργεια και οργάνωση του ίδιου του κομματικού υποκειμένου σε αυτή την αντίληψη, καθώς και η δόμηση και λειτουργία του σε σχετική - και κριτική – απόσταση από τη – «δική του»- κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση φιλική προς τέτοιες αντιλήψεις θα μπορούσε κυρίως να βελτιώσει το περιβάλλον δράσης των «πολλών».
Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε πολύ περισσότερο ο Συνασπισμός υπήρξαν τέτοια κόμματα. Και η απόπειρα να αρχίσουν να αποκτούν στοιχειωδώς τέτοια χαρακτηριστικά, με τις δομές αλληλεγγύης αρχικά και τώρα με την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, δεν φαίνεται να αποδίδει σε βάθος. Κι αυτό όχι εξαιτίας των χιλιάδων ανθρώπων που κινητοποιούνται, αλλά εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων της διαμορφωμένης ήδη αντίληψης της αριστεράς. Όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της υπόλοιπης, που βλέπει, για παράδειγμα, την «εμπλοκή των πολλών» με έναν ενδογενή, δογματικών τύπου φανατικό σεχταρισμό, που αποκλείει από την κοινή δράση πρώτα από όλα τους πιο κοντινούς της.
Έτσι εξηγείται, τουλάχιστον από μια άποψη, η ορθή διαπίστωση της απόφασης της Δικτύωσης ότι «η φθορά της κυβέρνησης ενισχύει τη ΝΔ, χωρίς οι απώλειες να εξισορροπούνται από (κέντρο) αριστερά αντίβαρα ούτε και να κεφαλαιοποιούνται από τη ΛΑΕ ή την ΑΝΤΑΡΣΥΑ». Όπως αντιλαμβάνεστε, η διαπίστωση αυτή θέτει το ζήτημα όχι μόνο της αποτελεσματικότητας της πολιτικής τής πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς, αλλά και της ορθής πολιτικής στάσης απέναντι σε μια κυβέρνηση που δεν είναι ούτε της δεξιάς ούτε της (κέντρο) αριστεράς. Ένα ζήτημα που δεν τίθεται για πρώτη φορά στα κόμματα της πάσης φύσεως αριστεράς και εδώ και στα πέρατα του κόσμου (βλέπε Λατινική Αμερική, για παράδειγμα). Και δεν θα παύει να τίθεται, όσο κι αν το ξορκίσουμε.
Κοινά διλήμματαΚαι μια που μόλις βρέξαμε τα πόδια μας στα νερά της διεθνούς πραγματικότητας, η προσέγγιση του προβλήματος ευρωζώνη και ΕΕ χρειάζεται κάτι πιο σαφές και συγκεκριμένο από τη «διάλυση της ευρωζώνης (με όρους αντικαπιταλιστικής αποδέσμευσης και όχι επιστροφής των εθνικών κρατών στις ισορροπίες τρόμου)». Ίσως κάνω λάθος, αλλά μου φαίνεται πως αυτό θυμίζει τα λεγόμενα του Σέρκο Χόρβατ, που φιλοξενήσαμε στην περασμένη «Εποχή», συνιδρυτή της πανευρωπαϊκής κίνησης DIEM25, μάλλον σε κάποια απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση, ο οποίος εκτιμά ότι «το να πάρουμε την εξουσία σε μία χώρα, δεν είναι πλέον αρκετό». Ας μου επιτραπεί να δανειστώ από τις ίδιες σελίδες και την άποψή του για την ευρωζώνη: «Αν διαλύσουμε την ευρωζώνη, η αριστερά δεν είναι αρκετά ισχυρή για να προσφέρει ένα διαφορετικό μοντέλο. Τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτή που θα επωφεληθεί, θα είναι η ακροδεξιά».
Τα λέω όλα αυτά όχι για να ρουμπώσω συντάκτες της απόφασης, αλλά για να δούμε ότι σε όλο σχεδόν το φάσμα της αριστεράς είμαστε κοινωνοί κοινών διλημμάτων και ερωτημάτων. Διλήμματα και ερωτήματα, που είναι σύμφυτα με την έννοια της εφαρμοσμένης πολιτικής, η οποία δεν είναι η τέχνη του εφικτού, όπως λέγεται, αλλά μέθοδος επιλογής μεταξύ των εκδοχών που προσφέρει ο κάθε φορά συσχετισμός δυνάμεων, με γνώμονα τις αξίες και τα προτάγματα που μας καθορίζουν. Και, οπωσδήποτε, τα αναφέρω με τη βεβαιότητα ότι «οι πεποιθήσεις που μοιραζόμαστε, είναι ισχυρότερες από τις διαφορές που μπορεί να μας χωρίζουν».
Και για να μη μιλάμε με υπονοούμενα, αν δεν συγκροτείται μια πραγματική εναλλακτική, πειστική για ικανό αριθμό κοινωνικών «παικτών», ώστε να αντιπαρατεθεί όχι γενικά, αλλά στο πεδίο διεκδίκησης της κυβέρνησης ή, έστω, της συμμετοχής σε μια συμμαχική κυβέρνηση, τότε ο ρόλος της διακριτής τάσης σε ένα πολυτασικό κόμμα είναι πιο πειστικός για απόψεις σαν κι αυτές που διατυπώνονται στην απόφαση της Δικτύωσης .Διαφορετικά, θα μοιάζει μάλλον αντιφατική η διαπίστωση που περιέχεται σ’ αυτήν την απόφαση, ότι «αποτελεί, για την ώρα, εξαίρεση [στην απογοητευτική κατάσταση της Ευρώπης] η κυβέρνηση σοσιαλιστών – αριστεράς στην Πορτογαλία». Αν η Πορτογαλία είναι εξαίρεση, τότε η Ελλάδα τι είναι;
Χ. Γεωργούλας