Η εκδοχή της μέσης λύσης φαίνεται ότι επιλέγεται, προκειμένου να παραμεριστεί η όποια διαφωνία μεταξύ ΔΝΤ και ευρωπαϊκών θεσμών για την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος: επίκειται, όπως όλα δείχνουν διπλή συμφωνία, μία με τις Βρυξέλλες και μία με το ΔΝΤ.
Οι Βρυξέλλες προσέρχονται στην τελική φάση της διαπραγμάτευσης με πιο απαιτητικές έναντι της ελληνικής πλευράς θέσεις, ενώ το ΔΝΤ φαίνεται να υποχωρεί από την απαίτηση του κουρέματος στη θέση της αναδιάρθρωσης του χρέους. Το μεν ΔΝΤ κρατάει τις επιφυλάξεις του εμμένοντας στις δυσμενέστερες προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι δε Βρυξέλλες ελπίζουν ότι αυτές θα διαψευστούν και δεν θα χρειαστεί να συζητήσουν ξανά τις ενστάσεις του διεθνούς οργανισμού. Κοινός τόπος: να υπάρξει η αίσθηση ότι η συμφωνία βαδίζει παρά τις εκκρεμότητες και να μην τραβήξει επικίνδυνα σε μάκρος η φάση της αξιολόγησης.
Από ελληνικής πλευράς ελπίζεται ότι σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορέσει να αρχίσει άμεσα η συζήτηση για το χρέος, ενώ η ΕΚΤ θα επαναφέρει διευκολύνσεις που είχαν αφαιρεθεί στενεύοντας τα περιθώρια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Με αποτέλεσμα, να τονωθεί η εικόνα μιας οικονομίας που έχει τη δυνατότητα της ανάπτυξης.
Αυτό το τελευταίο ίσως να εξηγεί και τον πανηγυρικό τρόπο με τον οποίο επέλεξε το Μαξίμου να προβάλει την υπογραφή της συμφωνίας πώλησης του 67% των μετοχών του ΟΛΠ στην Cosco, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τις μέχρι πρόσφατα υποστηριζόμενες θέσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και κυβερνητικά στελέχη.
Ο τελικός ισολογισμός, πάντως, για την κυβέρνηση δεν είναι εύκολο να αποβεί θετικός, καθώς υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και είναι βέβαιο ότι η ευρωζώνη δεν βρίσκεται σε φάση οικονομικής ανόδου, ώστε να διευκολυνθεί και η θετική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Και αυτή η αβεβαιότητα έρχεται να προστεθεί στα προβλήματα που εκ πείρας γνωρίζουμε ότι προκύπτουν με τους δανειστές κατά την εφαρμογή ακόμη και μιας συμφωνίας που φαντάζει βιώσιμη.