Για μια αριστερά που αποφάσισε να κυβερνήσει σε δύσκολες εποχέςΣε κρίσιμες καμπές, όπως αυτές που συχνά βρεθήκαμε τα τελευταία χρόνια, όταν χρειάζεται να ληφθούν αποφάσεις για το πώς προχωρούμε από εδώ και πέρα, προτείνεται μερικές φορές η απεμπλοκή από τις κυβερνητικές ευθύνες με το ακόλουθο σκεπτικό: από τη στιγμή που η κυβέρνηση της αριστεράς δεν μπορεί να εφαρμόσει το συνολικό πρόγραμμά της και υποχρεώνεται σε υποχωρήσεις, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να απαξιωθεί τόσο η αριστερά, ώστε να χρειαστεί δεκαετίες για να σταθεί ξανά στα πόδια της και να διεκδικήσει πάλι μια αποφασιστικής σημασίας θέση στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας.
Έχω τη γνώμη ότι μια τέτοια συλλογιστική παρουσιάζει δύο προβλήματα. Πρώτον, δεν επαληθεύεται από την ιστορική εμπειρία. Στην πρόσφατη ιστορία, στα μέσα του 20ού αιώνα, η αριστερά, παρόλο που βαρυνόταν με επιλογές τουλάχιστον προβληματικές (συμφωνία της Βάρκιζας, εμφύλιος πόλεμος που κατέληξε σε ήττα, μη συμμετοχή στις εκλογές), δεν χρειάστηκε παρά μερικά χρόνια για να αναδειχθεί στη θέση τής αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ανάλογα ιστορικά προηγούμενα μπορούμε να εντοπίσουμε και στις πιο πρόσφατες δεκαετίες του 1990 και του 2000, όταν η δική μας αριστερά ειδικότερα άγγιξε το όριο του αφανισμού, αλλά μπόρεσε τελικά να ανακάμψει σχετικά γρήγορα και να διεκδικήσει την κυβέρνηση της χώρας.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η αριστερά έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι της κατέβει ατιμωρητί. Σημαίνει ότι ακόμα κι αν πληρώνει το πολιτικό τίμημα των επιλογών της, ορθών ή λανθασμένων, ο λαός δεν την τιμωρεί (ή την επιβραβεύει) κυρίως για το παρελθόν, αλλά για το παρόν. Δηλαδή, με κριτήριο το αν στην παρούσα κάθε φορά κατάσταση, με βάση την ανάπτυξη των τρεχουσών αντιθέσεων στην κοινωνία, μπορεί να ανταποκριθεί στο ρόλο του υπερασπιστή των λαϊκών συμφερόντων και του εκφραστή των αναγκών και των προσδοκιών των λαϊκών τάξεων. Η αναδρομή στο παρελθόν έχει σημασία κυρίως για την ίδια, γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συναγάγει χρήσιμα συμπεράσματα.
Το δεύτερο πρόβλημα που παρουσιάζει η συλλογιστική που εξετάζουμε, είναι ότι, ενώ επικαλείται ειλικρινά τη διάθεση του ηθικού πλεονεκτήματος της αριστεράς ως πολιτικής δύναμης που την διακρίνει η συνέπεια, στην πράξη οδηγεί σε μια στάση με ελάχιστο ηθικό έρεισμα: προκειμένου να αποδειχθεί απόλυτα συνεπής με τις δεσμεύσεις της, η αριστερά μεταθέτει τις κυβερνητικές ευθύνες σε δυνάμεις που κατά πάσα βεβαιότητα θα ασκήσουν την κυβερνητική εξουσία σε θεμελιακά διαφορετική κατεύθυνση. Έτσι, η αριστερά εμφανίζεται να ενδιαφέρεται για τη διαφύλαξη του ηθικού πλεονεκτήματός της και να αδιαφορεί για το τι θα επακολουθήσει και τι συνέπειες θα έχει αυτό στις λαϊκές τάξεις, που κατά τεκμήριο θέλλει να αντιπροσωπεύσει στο πολιτικό πεδίο.
Μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, τι;Ο κ. Μητσοτάκης, μιλώντας στη νεοεκλεγείσα πολιτική επιτροπή της ΝΔ, έδωσε με σαφήνεια το στίγμα της πολιτικής που πρόκειται να εφαρμόσει, αν πετύχει το στόχο του να φύγει η σημερινή κυβέρνηση και να προκύψει (με ή χωρίς εκλογές) μια κυβέρνηση όπως την οραματίζεται.
Δικαιολόγησε ως αναγκαία κάθε απαίτηση των δανειστών ακόμη και καθ’ υπέρβαση της συμφωνίας και του τρίτου μνημονίου: «Κανείς δεν πιστεύει ότι ο κ. Τσίπρας έχει τη διάθεση ούτε την ικανότητα να εφαρμόσει το πρόγραμμα στο οποίο συμφώνησε. Γι’ αυτό το λόγο του ζητούν να δεσμευτεί από τώρα σε προληπτικά μέτρα», «Οπως τα κατάφερε η κυβέρνηση, θυσίες που πριν ένα χρόνο δεν απαιτούνταν, τώρα επιβάλλονται ως αναγκαίες», «Τώρα οι Έλληνες γνωρίζουν ποιος φταίει για την ασφυξία στην αγορά, στην οικονομία, στην κοινωνία». Για όλα φταίει η κυβέρνηση που δεν αποδεχόταν ασυζητητί τις απαιτήσεις των δανειστών. Αυτή υποχρεώνει τους δανειστές να γίνονται σκληροί.
Δεν πρόκειται για την έκφραση μιας εθελοδουλείας, μιας υποταγής σε ξένα κελεύσματα, όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι. Οι νεοφιλελεύθεροι της ΝΔ θεωρούν εκ γενετής και εκ των προτέρων αναγκαία τα προγράμματα που επιβάλλουν οι δανειστές. Έχουν πει πολλές φορές στο παρελθόν ότι αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια, έπρεπε να τα επινοήσουμε εμείς οι ίδιοι.
Αυτή είναι η εναλλακτική που θα διαδεχθεί μια κατάρρευση ή παραίτηση της σημερινής κυβέρνησης. Το αναγνωρίζουν ακόμη και όσοι την επικρίνουν ή την αντιμάχονται από τα αριστερά. Και επειδή συνήθως επικεντρώνουμε στα της αξιολόγησης, καλό είναι να συνυπολογίζουμε και τις ανατροπές που θα συμβούν στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν ή επιχειρούνται στην εκπαίδευση, την υγεία, τη δημόσια διοίκηση, στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, στους αγροτικούς συνεταιρισμούς ή στα δείγματα πολιτικής που έδειξε η σημερινή κυβέρνηση στο προσφυγικό.
Αυτό που προέχει, λοιπόν, είναι να βρεθεί στη διαπραγμάτευση μια λύση που να μην υπονομεύει την ίδια τη δυνατότητα άσκησης οικονομικής πολιτικής με θετικό πρόσημο. Δεν είναι εύκολο. Αλλά δεν πρέπει να καταστεί και αδύνατο υπό το κράτος του φόβου ότι έτσι οδηγούμαστε στην αποδοχή όλων των εκβιασμών και συνεπώς στην πλήρη απαξίωση της κυβέρνησης και της αριστεράς. Γιατί αριστερά θα υπάρχει και θα αναπτύσσεται όσες αστοχίες κι αν σημειώσει η σημερινή κυβέρνηση. Αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει την τελευταία, δεν είναι η υστεροφημία, αλλά το συνολικό πρόσημο του ίχνους που αφήνει στο παρόν, στην πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία. Μόνο αν δεν νοιώθει ικανή για κάτι τέτοιο, έχει δικαίωμα να κάνει άλλες σκέψεις για το μέλλον της.
Χ. Γεωργούλας